Η τελευταία διπλωματική εξέλιξη στην ουκρανική κρίση, σε ό,τι αφορά τις κινήσεις των πρωταγωνιστών ΗΠΑ-Ρωσία, επικεντρώνεται στις διμερείς συνομιλίες και σε διάφορα επίπεδα αυτό τον μήνα και στο διάστημα 10 με 13. Στις 10 του Γενάρη, έγιναν ρωσοαμερικανικές συνομιλίες στη Γενεύη, μεταξύ της υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Σέρμαν, και του Ρώσου ομολόγου της, Ριάμπκοφ. Ακολουθεί στις 12 του Γενάρη συνεδρίαση του, παροπλισμένου, Συμβουλίου NATO-Ρωσίας και στις 13 του Γενάρη συνομιλίες στο πλαίσιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).
Είχε προηγηθεί, στις 30 του Δεκέμβρη, 50λεπτη τηλεφωνική συνομιλία Πούτιν-Μπάιντεν (για δεύτερη φορά μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα), όπου οι δύο ηγέτες επαναβεβαίωσαν τις θέσεις τους. Για τον Λ. Οίκο, οποιαδήποτε διπλωματική πρόοδος στις αμερικανορωσικές σχέσεις περνάει από την «αποκλιμάκωση» στην Ουκρανία, ενώ το Κρεμλίνο απαιτεί να ικανοποιηθούν τα αιτήματά του για τις «εγγυήσεις» ασφαλείας. Κατά τα άλλα, οι δύο ηγέτες θεωρούν ότι η διπλωματία μπορεί να προσφέρει μια οδό… εξόδου από την κρίση!
Ενώ τα επίπεδα των συνομιλιών φαίνονται πολλά και πολυμερή, στη πραγματικότητα είναι ένα και διμερές! ΝΑΤΟ, ΟΑΣΕ αλλά και η Ομάδα του Μινσκ έχουν περιορισμένο ρόλο. Η λειτουργία του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας πάγωσε την άνοιξη του 2014 στο πλαίσιο των κυρώσεων στη Μόσχα. Επίσης, δεν υπάρχει ουσιαστικός μεσολαβητικός ρόλος για τον ΟΑΣΕ, αλλά ούτε για Γερμανία και Γαλλία, όπου το πλαίσιο των συμφωνιών της Ομάδας του Μινσκ και για τον τερματισμό του πολέμου του 2014 και του 2015 ήταν από την αρχή καταδικασμένο. Ο Λ. Οίκος αφήνει να εννοηθεί ότι αυτές οι συνομιλίες εντάσσονται στο πλαίσιο του λεγόμενου «στρατηγικού διαλόγου», που συμφωνήθηκε στη συνάντηση των προέδρων Μπάιντεν και Πούτιν στη Γενεύη τον περασμένο Ιούνιο.
Ωστόσο, σήμερα έχει προστεθεί ένα ακόμη δεδομένο που δεν αφορά μόνο το διπλωματικό επίπεδο. Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών δημοσιοποίησε, στις 17 του Δεκέμβρη, δύο έγγραφα που παρέδωσε η Ρωσία στις ΗΠΑ στις 15 του Δεκέμβρη και αποτελούν σχέδια νέας Συνθήκης για τις μεταξύ τους σχέσεις. Το ένα αφορά την διεύρυνση του NATO (περίπτωση Ουκρανίας) και το δεύτερο τον τερματισμό κάθε στρατιωτικής δραστηριότητας των δυτικών κοντά στα ρωσικά σύνορα! Και τα δύο προσχέδια, που φιλοδοξούν να επανακαθορίσουν τις ισορροπίες ασφαλείας στην Ευρώπη, δημοσιεύθηκαν σχεδόν αμέσως μετά την παράδοσή τους, μια κίνηση που, όπως εκτιμούν πολλοί αναλυτές, είχε σκοπό να αποτρέψει την Ουάσιγκτον από το να τα διαρρεύσει δίνοντας τη δική της εκδοχή για την πρόταση. Υπάρχει, όμως, και ένα επιπλέον μήνυμα με αυτή την κίνηση: αν αυτές οι διαφορές δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν διπλωματικά, το Κρεμλίνο θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δράση.
Είναι προφανές πως ΗΠΑ και Ρωσία αξιολογούν με διαφορετικό τρόπο τη σημερινή κατάσταση στην Ουκρανία. Η Δύση, το 2008, πρόσφερε την προοπτική να γίνει η Ουκρανία μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, φορτώνοντας με υποσχέσεις το Κίεβο. Όμως, μετά το 2014, και οι δύο πλευρές γνωρίζουν ότι αυτά δεν μπορούν να τηρηθούν! Η Ρωσία, αντίθετα, αντιμετωπίζει την Ουκρανία ως ένα έσχατο όριο για τα ζωτικά της συμφέροντα και δηλώνει την αποφασιστικότητά της να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα εάν δεχθεί τέτοια απειλή. Πάνω σε αυτό, δεν έχει την πολυτέλεια να μπλοφάρει και αυτό το αντιλαμβάνονται όλες οι πλευρές. Αυτή η αποφασιστικότητα, αλλά και η γεωγραφική εγγύτητα με την Ουκρανία, δίνουν στη Μόσχα ένα πλεονέκτημα απέναντι στη Δύση. Όταν ο Πούτιν συμπεριφέρεται σαν να έχει το πάνω χέρι σε αυτό το αδιέξοδο, είναι ίσως επειδή το έχει!
Τα βασικά αιτήματα της Ρωσίας, όπως καταγράφονται στα προσχέδια, είναι δύο: επιθυμεί «νομικά δεσμευτικές εγγυήσεις» πως το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί προς τα ανατολικά και ότι επιθετικά όπλα δεν θα αναπτυχθούν στην Ουκρανία ή σε άλλες γειτονικές χώρες.
Ο Πούτιν συχνά αναφέρεται στην επέκταση του ΝΑΤΟ στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, παρά τις αρχικές φραστικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ. Πράγματι, η κυβέρνηση Μπους (του πρεσβύτερου) είχε «δεσμευθεί» στη Μόσχα ότι, σε αντάλλαγμα για τη δέσμευσή της να μην εμποδίσει την επανένωση της Γερμανίας, οι ΗΠΑ δεν θα επέκτειναν το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Οι κυβερνήσεις Κλίντον και Μπους (του νεότερου) αθετήσαν τις «δεσμεύσεις», επικαλούμενοι ότι η συμφωνία δεν επισημοποιήθηκε ποτέ μέσω μιας Συνθήκης. Σήμερα, μετά από 30 χρόνια, ο Πούτιν ζητά «Συνθήκη», για να επισημοποιήσει τους νέους διαφοροποιημένους συσχετισμούς σε σχέση με τότε.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τροφοδοτεί διάφορα σενάρια που θα μπορούσαν να αναγκάσουν το Κρεμλίνο να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία. Το 2018, ο Πούτιν δήλωνε δημόσια ότι μια ουκρανική απόπειρα να ανακτηθούν εδάφη στην περιοχή της Ντονμπάς με τη βία, θα έβρισκε στρατιωτική απάντηση. Η πολιτική της «επιθετικής άμυνας» εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Γεωργία το 2008, με την αποσχισθείσα δημοκρατία της Νότιας Οσετίας. Επίσης, η Μόσχα θα μπορούσε να αναγνωρίσει τις αποκαλούμενες «λαϊκές δημοκρατίες» της Ντονέτσκ και της Λουγκάνσκ και να τις ενσωματώσει σε μια νέα γεωπολιτική οντότητα με τη Λευκορωσία. Γενικότερα, μια στενότερη πολιτικοστρατιωτική συμμαχία με τη Λευκορωσία θα μπορούσε να ασκήσει ακόμα μεγαλύτερη πίεση στην Ουκρανία.
Ωστόσο, η φημολογούμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αν γίνει, δεν θα γίνει απλά και μόνο λόγω των Δυτικών προσανατολισμών των ηγετών της, αλλά λόγω των «Ανατολικών προσανατολισμών» των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Η βασική κόκκινη γραμμή για τη ρωσική ηγεσία είναι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και η τοποθέτηση Δυτικών στρατιωτικών βάσεων και οπλικών συστημάτων μεγάλης εμβέλειας στο έδαφός της.
Από την άλλη, ο ρόλος της Ουάσιγκτον στο ουκρανικό πραξικόπημα του 2013-2014 αποδεικνύεται μια υψηλού ρίσκου επιθετική ενέργεια, που είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την αστάθεια στη περιοχή, αλλά και το στρατηγικό αδιέξοδο των ΗΠΑ. Σήμερα, οι ΗΠΑ και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ καταδικάζουν τις κινήσεις της Ρωσίας, αλλά ταυτόχρονα υπονοούν ότι δεν θα υπερασπιστούν την Ουκρανία, η οποία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ και έχουν περιορίσει τις απειλές τους για αντίποινα (μόνο) σε κυρώσεις.
Το επίδικο είναι αν μπορεί να υπάρξει, και τι είδους, συμφωνία, μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας. Μοιάζει αυτονόητο ότι όλες αυτές οι διαβουλεύσεις του Ιανουαρίου δεν θα είχαν νόημα αν οι Πούτιν και Μπάιντεν δεν είχαν διασφαλίσει την έναρξη μιας συνολικότερης διαπραγμάτευσης. Βέβαια, πολλοί αναλυτές θεωρούν τη «διπλωματική επίθεση» του Πούτιν ελιγμό, επιδιώκοντας να εκμεταλλευτεί μια αποτυχημένη διαπραγμάτευση, ως πρόσχημα για να εισβάλει στην Ουκρανία.
Πάντως, υποστηρίζεται από άλλους αναλυτές ότι το Κρεμλίνο θα ήταν ικανοποιημένο αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ συμφωνούσε σε ένα επίσημο μακροπρόθεσμο μορατόριουμ για την επέκταση του ΝΑΤΟ και σε μια δέσμευση για μη τοποθέτηση πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ευρώπη.
Πάντως το ερώτημα δεν είναι αν η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι πρόθυμη για κάποια συμφωνία με τη Ρωσία. Βασικό ρόλο παίζουν οι εσωτερικές αντιθέσεις και η πολιτική πόλωση που δείχνει να μην έχει ξεπεραστεί στην Ουάσινγκτον. Επίσης, αναμένεται να υπάρξει και ισχυρή αντίδραση από Ευρωπαίους ηγέτες, που αισθάνονται ότι μια άμεση διευθέτηση μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας τούς αφήνει στο περιθώριο. Το αν το Κρεμλίνο και ο Λ. Οίκος αναζητούν, όχι μόνο διευθέτηση για την Ουκρανία, αλλά συνολικά φόρμουλα σταθεροποίησης και κοινή γραμμή πλεύσης με αμοιβαίες δεσμεύσεις, ώστε να υπάρξει αυτό που αποκαλεί ο Πούτιν «ισορροπία συμφερόντων», θα φανεί ίσως μετά τις 10 του Γενάρη.
Τόσο η Μόσχα όσο και η Ουάσιγκτον είναι πλέον εγκλωβισμένες σε μια επικίνδυνα κλιμακούμενη σύγκρουση στην Ουκρανία, η οποία μπορεί να εξελιχθεί από μια τοπική σύγκρουση, σε μια σύγκρουση με γεωπολιτικές επιπτώσεις πέρα από την Ευρώπη. Στις ΗΠΑ διαμορφώνεται μια αντίληψη στο αν, και κατά πόσο, η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση με τη Ρωσία εξυπηρετεί τις γενικότερες στρατηγικές προτεραιότητές της, με προεξάρχουσα την ανάσχεση της γεωπολιτικής ισχυροποίησης της Κίνας. Υπάρχει και ο φόβος ότι η προγραμματισμένη επίσκεψη του Πούτιν στην Κίνα, για τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες τον επόμενο μήνα, ίσως αποδειχθεί κάτι περισσότερο από μια εθιμοτυπική επίσκεψη.
ΧΒ