Ήταν 26 Δεκεμβρίου του 1991, όταν η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο υποστελλόταν από το Κρεμλίνο, για να αντικατασταθεί από την τρίχρωμη ρωσική. Η εξέλιξη αυτή δεν αποτέλεσε παρά το επιστέγασμα μιας σειράς διεργασιών που συντελέστηκαν το δίχρονο '89-'91, με κατάληξη τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Ο δρόμος είχε ανοίξει κάποια χρόνια πριν, με την εξαγγελία από τον Γκορμπατσόφ, που είχε ανέλθει στην εξουσία το 1985, των μεταρρυθμίσεων που έμειναν στην ιστορία με τα ονόματα «περεστρόικα» και «γκλάσνοστ».
Οι ανατροπές που σηματοδότησαν εκείνα τα γεγονότα έφερναν σε πέρας μια ολόκληρη πορεία καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Σοβιετική Ένωση και τις υπόλοιπες πρώην σοσιαλιστικές χώρες και λαϊκές δημοκρατίες, που είχε εγκαινιάσει το 20ο Συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε το 1956. Ήταν μια πορεία αναίρεσης των σοσιαλιστικών χαρακτηριστικών αυτών των κοινωνιών, γκρεμίσματος των ιστορικών κατακτήσεων της εργατικής τάξης και των λαών στις χώρες που απελευθερώθηκαν από τον ζυγό του καπιταλισμού, διεύρυνσης των προνομίων και της εξουσίας των κοινωνικών στρωμάτων και των πολιτικών τους εκπροσώπων, που από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 είχαν πάρει το πάνω χέρι και γυρνούσαν τον τροχό της Ιστορίας προς τα πίσω.
Εξετάζοντας τα γεγονότα εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι με αυτά αποκαταστάθηκε μια σωστή σχέση των πραγμάτων, πως επήλθε η ιστορική δικαίωση του πολιτικού ρεύματος (μ-λ κίνημα) και των αγωνιστών που για δεκαετίες έδωσαν τη μάχη ενάντια στον εκφυλισμό του σοσιαλισμού και του κομμουνιστικού κινήματος, πως οι κόκκινες σημαίες έφυγαν από τα χέρια των ρεβιζιονιστών που τόσο πολύ τις ατίμασαν, μέχρι να αποκαλυφτεί επιτέλους ολόπλευρα που οδηγούσαν τις εξελίξεις. Μόνο που τα πράγματα δεν είχαν καθόλου έτσι. Και όπως σωστά είχε διαβλέψει η οργάνωσή μας από τότε, οι ανατροπές που συντελέστηκαν το '89-'91 αποτέλεσαν την απαρχή μιας εφιαλτικής περιόδου για την εργατική τάξη και τους λαούς του πλανήτη.
Η όψη του κόσμου, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά βάση μεταπολεμικά, εισέρχεται σε μια περίοδο δραστικών μεταβολών που εξελίσσονται έως και τις μέρες μας. Τίθεται σε νέα βάση ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής, η στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση του κεφαλαίου στην εργατική τάξη απογειώνεται και λαμβάνει χαρακτηριστικά «ιστορικής ρεβάνς», συνολικά αναδύονται στην επιφάνεια οι πιο αντιδραστικές και επιθετικές τάσεις του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Οι νικητές της ταξικής αναμέτρησης του προηγούμενου αιώνα διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους το «τέλος της Ιστορίας»!
Απέναντι σε όλα αυτά, η εργατική τάξη και οι λαϊκές μάζες στέκονται αμήχανα, ανίκανες να αντιδράσουν ουσιαστικά, αφοπλισμένες ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά, με το σοσιαλιστικό όραμα πέρα για πέρα συκοφαντημένο στις συνειδήσεις τους. Και αν αυτή η κατάσταση χρειάστηκε δεκαετίες ρεβιζιονιστικής κυριαρχίας για να διαμορφωθεί, οι οβιδιακές μεταμορφώσεις των «κομμουνιστών» στις ηγεσίες των ανατολικών χωρών εν μια νυκτί σε καπιταλιστές, έρχονται να δώσουν μεμιάς τη χαριστική βολή!
Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που επί της ουσίας συνέβη τότε; Ποιος ο χαρακτήρας των δραματικών εκείνων εξελίξεων;
Σίγουρα, πάντως, όχι η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος! Αυτή είχε συντελεστεί ήδη από
τη δεκαετία του ΄50 στη Σοβιετική Ένωση, με την άνοδο στην εξουσία της ρεβιζιονιστικής κλίκας και της «ιντελιγκέντσιας» που αυτή εκπροσωπούσε. Ήταν άνοδος νεοαστικών στοιχείων, δηλαδή, που είχαν διαμορφωθεί την προηγούμενη περίοδο στο εσωτερικό της σοσιαλιστικής κοινωνίας, στη βάση των αδυναμιών, κενών και λαθεμένων επιλογών που τη χαρακτήρισαν, ασφυκτιώντας, όμως, εντός του «σταλινικού» πλαισίου. Με σταθμό το 20ο Συνέδριο, αυτά τα στοιχεία κατόρθωσαν να αναλάβουν τα ηνία, να αδρανοποιήσουν περαιτέρω το προλεταριάτο και να εδραιώσουν τη θέση και τα χαρακτηριστικά τους μέσα σε μια πορεία. Τα θεωρήματα της «ειρηνικής συνύπαρξης με τον ιμπεριαλισμό», του «ειρηνικού περάσματος στον σοσιαλισμό», του «παλλαϊκού κράτους», των «παραγωγικών δυνάμεων», της ΕΤΕ, δεν αποτέλεσαν παρά το ιδεολογικό όχημα αυτής της διαδικασίας.
Επίσης, σε αντίθεση με όσα διατείνονται ορισμένες αναλύσεις από αστική ή ακόμα και «προοδευτική» σκοπιά, οι λαϊκές μάζες δεν έπαιξαν κανέναν ουσιαστικό ρόλο σε εκείνα τα γεγονότα. Οι ιθύνοντες αυτών των κοινωνιών είχαν φροντίσει να τις περιθωριοποιήσουν καιρό πριν, άσχετα από το αν επιχείρησαν να τις χρησιμοποιήσουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση για τους δικούς τους σκοπούς. Το ότι στο δημοψήφισμα του Μάρτη του '91, για παράδειγμα, ψήφισαν κατά πλειοψηφία υπέρ της διατήρησης της Σοβιετικής Ένωσης, κάθε άλλο παρά αποδεικνύει την ενεργή τους παρουσία στις εξελίξεις και δεν γίνεται να ερμηνευτεί καν αποκλειστικά και μόνο από την άποψη της ανάμνησης της ανωτερότητας των σοσιαλιστικών κεκτημένων του παρελθόντος, αν αναλογιστούμε ότι οι πάσης φύσεως τάσεις νοσταλγίας τότε ενισχύονταν και από τις δυνάμεις εκείνες που επεδίωκαν την αναστήλωση της κραταιής σοσιαλιμπεριαλιστικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης της μπρεζνιεφικής περιόδου (όπως και την επέκταση της ισχύος της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της καπιταλιστικής Ρωσίας σήμερα!). Η βασική αντίθεση στους κόλπους των κοινωνιών του παλινορθωμένου καπιταλισμού, επομένως, ανάμεσα στην εργατική και τη Νέα Αστική Τάξη (ΝΑΤ) που εξουσίαζε, παρέμεινε αδρανής.
Στην πραγματικότητα, το στοιχείο που καθόρισε τις εξελίξεις του ΄89-΄91 ήταν η παρόξυνση της εσωτερικής αντίφασης ενός καθεστώτος που δεν ήταν πλέον σοσιαλιστικό από τη μία, ενώ από την άλλη δεν μπορούσε να μετεξελιχθεί ακόμα σε «τυπικά» καπιταλιστικό. Η ιδιότυπη αστική τάξη που κυριαρχούσε επεδίωξε να αποτινάξει από πάνω της το βαρίδι του κομμουνιστικού μανδύα που ήταν υποχρεωμένη να φορά μέχρι τα τότε και να κάνει βήματα στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσής της. Γεγονός καθόλου απλό, που ακόμα και σήμερα στην «ανασυγκροτημένη» ιμπεριαλιστική Ρωσία του Πούτιν παραμένει ανοικτό και προσκρούει στους ιστορικούς όρους καταγωγής αυτής της τάξης.
Γιατί, όπως έχουμε αναλύσει διεξοδικά στο παρελθόν, η ΝΑΤ στη Σοβιετική Ένωση και τις ανατολικές χώρες αναπτύχθηκε σε δύο βασικά τομείς, τον κρατικό-κομματικό από τη μια (με το κράτος να έχει απορροφήσει επί της ουσίας το κόμμα) και τον παραγωγικό-οικονομικό από την άλλη. Αυτή ήταν και η βασική της αντίφαση, που οξύνθηκε στο έπακρο και οδήγησε στις καταρρεύσεις, όσο και αν και οι δύο μερίδες της ήταν απόλυτα ενωμένες σε ό,τι αφορούσε το ξήλωμα της σοσιαλιστικής επαναστατικής κατεύθυνσης. Σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση αυτής της εσωτερικής αντίφασης έπαιξε το διεθνές πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί, με την καπιταλιστική «πετρελαϊκή» κρίση να πλήττει και τη Σοβιετική Ένωση, ενώ οι πιέσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού του Ρίγκαν, που συνερχόταν από την ήττα του Βιετνάμ, έσερνε πλέον μαζί του -μετά τη στροφή της- την Κίνα και επιχειρούσε την επίθεση σε όλα τα μέτωπα, είχαν καταστεί αφόρητες.
Η πολιτική Γκορμπατσόφ, επομένως, εξέφρασε την προσπάθεια διαφοροποίησης των εσωτερικών συσχετισμών στη ΝΑΤ, με τη μερίδα που είχε αναπτυχθεί στον παραγωγικό μηχανισμό να
επιδιώκει να κερδίσει πόντους έναντι της επικρατούσας για δεκαετίες κρατικίστικης. Ταυτόχρονα, έθετε επί τάπητος τη συλλογική ανάγκη της ΝΑΤ να αυξήσει τον βαθμό εκμετάλλευσης του προλεταριάτου, για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις «εσωτερικές» και «εξωτερικές» της ανάγκες.
Όλα τα γεγονότα που ακολούθησαν, όπως το αποτυχημένο πραξικόπημα των «κρατιστών» τον Αύγουστο του '91, η ανάδειξη του Γιέλτσιν, το δυνάμωμα των φυγόκεντρων τάσεων των αστικών εθνικών τμημάτων (με τα γνωστά αποτελέσματα), η συμφωνία διάλυσης της ΕΣΣΔ, καθορίστηκαν από τις εσωτερικές αυτές αντιφάσεις και αντιθέσεις, με τους Δυτικούς, βέβαια, να μην υστερούν καθόλου στις παρεμβάσεις και την άσκηση πίεσης προς τον χώρο εκείνο που αντίκριζαν πλέον ως νέο πεδίο κυριαρχίας τους.
Σε ό,τι μας αφορά, οι εξελίξεις γύρω από την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ σηματοδοτούν και το κλείσιμο ενός κύκλου. Μια ιστορική φάση του κομμουνιστικού κινήματος, που σφραγίστηκε από την «έφοδο στον ουρανό» της Οκτωβριανής Επανάστασης, την Τρίτη Διεθνή, την αντιφασιστική πάλη των λαών, τη συγκρότηση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, τη ΜΠΠΕ στην Κίνα και τις απόπειρες απάντησης στην καπιταλιστική παλινόρθωση, ολοκληρωνόταν.
Η ήττα του εργατικού-επαναστατικού-κομμουνιστικού κινήματος είναι μια πραγματικότητα και τις συνέπειές της βιώνουν με οδυνηρό τρόπο οι λαοί. Η επίγνωση αυτής της πραγματικότητας ορίζει και το μέγεθος των προκλήσεων που έχουν να αντιμετωπίσουν οι επαναστάτες στην ταξική πάλη της σύγχρονης εποχής. Επί της ουσίας, οφείλουν «να ξαναρχίσουν». Όχι φυσικά από το μηδέν, μιας και η εμπειρία των επαναστατικών εγχειρημάτων και της ήττας τους παρέχει ένα ολόκληρο υλικό που πρέπει να αξιοποιηθεί.
Κρίσιμο ζήτημα σε αυτή την κατεύθυνση για την οργάνωσή μας αποτελεί η βαθύτερη διερεύνηση των όρων και των αιτιών της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Μια διαδικασία άρρηκτα δεμένη με την υπεράσπιση του κομμουνιστικού κινήματος από τη διαστρέβλωση και τη συκοφαντία του ταξικού εχθρού, αλλά και με την πάλη που διεξάγουν σήμερα οι λαϊκές μάζες ενάντια στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα και τη βαρβαρότητα που επιβάλλει. Για να ενσωματωθούν τα συμπεράσματά της στην κομμουνιστική φυσιογνωμία που απαιτεί η εποχή μας, καθώς και να τεθούν οι βάσεις για τους νέους επαναστατικούς κύκλους που βρίσκονται μπροστά.