Οι φτωχομεσαίοι αγρότες της χώρας μας χρόνια τώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πολιτική που φέρνει φτώχεια στα χωριά, που τους οδηγεί στην εγκατάλειψη καλλιεργειών και στο ξεκλήρισμα. Ειδικά φέτος, στα πολλά και οξυμένα αγροτικά προβλήματα ήρθε να προστεθεί και το κόστος παραγωγής που έχει εκτιναχτεί. Σε λιπάσματα, σπόρους και άλλα αγροτικά μέσα και εφόδια έχουμε τιμές διπλάσιες, ακόμα και τριπλάσιες σε σχέση με πέρυσι. Για παράδειγμα, η ουρία, ένα από τα βασικότερα λιπάσματα, έφτασε φέτος να πωλείται 1.050 ευρώ ο τόνος από 350 ευρώ που είχε πέρυσι. Το ίδιο συμβαίνει και στις ζωοτροφές όπου έχουμε υπέρογκες αυξήσεις που γονατίζουν τους κτηνοτρόφους. Πάνω από 80% αυξήθηκε η τιμή στο καλαμπόκι, πάνω από 45% στο τριφύλλι, πάνω από 40% στη σόγια κ.λπ. Παρόμοιες αυξήσεις έχουμε και στο αγροτικό πετρέλαιο, καθώς και στο αγροτικό ρεύμα που χρησιμοποιείται για πότισμα (γεωτρήσεις), αγροτοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις κ.λπ. Οι λογαριασμοί ρεύματος που έρχονται είναι διπλάσιοι από πέρυσι. Μέσω της «ρήτρας αναπροσαρμογής», οι αγρότες, όπως και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, πληρώνουν πανάκριβα το κόστος από την «απελευθέρωση»-ιδιωτικοποίηση της ενέργειας. Όσο για τα καύσιμα, έχουμε αυξήσεις που ξεπερνούν το 30%.
Η τεράστια ακρίβεια και η αύξηση του κόστους παραγωγής αδειάζει τις τσέπες των αγροτών και ροκανίζει το όποιο κέρδος περίμεναν από τις καλύτερες τιμές που συγκυριακά - λόγω πανδημίας και lockdown– είχαν φέτος μια σειρά προϊόντα όπως βαμβάκι, σιτάρι, καλαμπόκι κ.α. Σε καλλιέργειες όπως π.χ. το βαμβάκι, το δυσβάστακτο κόστος παραγωγής μηδενίζει τα όποια περιθώρια κέρδους και κάνει ασύμφορη την βαμβακοκαλλιέργεια για πολλούς αγρότες. Αυτό οδηγεί πολλούς να εγκαταλείψουν καλλιέργειες (και να στρέφονται σε άλλες που έχουν μικρότερο κόστος παραγωγής) ή να μειώνουν τα καλλιεργητικά έξοδα με λιγότερα λιπάσματα, λιγότερα ποτίσματα κ.λπ. και συνεπώς λιγότερη παραγωγή, λιγότερο εισόδημα.
Δεν πλήττονται βέβαια το ίδιο όλοι οι αγρότες από αυτή την αύξηση των καλλιεργητικών εξόδων. Η πολιτική αυτή χτυπάει κυρίως τους φτωχομεσαίους αγρότες, αφού άλλο κόστος παραγωγής (μειωμένο) έχουν οι μεγαλοαγρότες με τα πολλά ιδιόκτητα στρέμματα, τα ιδιόκτητα μηχανήματα κ.λπ. και άλλο κόστος παραγωγής (αυξημένο) έχουν όσοι καλλιεργούν σε νοικιασμένα χωράφια και πληρώνουν μεροκάματα για το όργωμα, τη σπορά, το συγκομιδή… Οι φτωχομεσαίοι αγρότες λοιπόν είναι αυτοί που κύρια πλήττονται και αυτοί είναι που έχουν συμφέρον να αντιπαλέψουν αυτήν την πολιτική που τους οδηγεί στη φτωχοποίηση και στο ξεκλήρισμα.
Και δεν είναι μόνο το ασήκωτο κόστος παραγωγής. Μαζί έχουμε και τις τεράστιες καταστροφές σε καλλιέργειες και αγροκτηνοτροφικές μονάδες, πότε από πλημμύρες, πότε από ξηρασία, πότε από παγετό, πότε από καύσωνα… Όχι μόνο και τόσο από «ακραία φυσικά φαινόμενα», όπως λέει η κυβέρνηση, αλλά κυρίως από την εγκατάλειψη της υπαίθρου, από τις ανύπαρκτες υποδομές, από την υποχρηματοδότηση, από την «απόσυρση» του κράτους… Όσο τον ΕΛΓΑ, ενώ από τη μια χαρατσώνει τους αγροκτηνοτρόφους με δυσβάστακτα ασφάλιστρα, από την άλλη ούτε αποζημιώνει το 100% των ζημιών, αλλά ούτε και καλύπτει όλες τις καταστροφές. Και βέβαια, πλημμύρες και λοιπές «φυσικές καταστροφές» αξιοποιούνται από την κυβέρνηση σαν ευκαιρία για να «σπρώξει» φρέσκο χρήμα προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, για να εκχωρήσει νέα πεδία κερδοφορίας στο μεγάλο κεφάλαιο, για να στήσει ΣΔΙΤ (όπως π.χ. τα νέα δίκτυα ΤΟΕΒ σε Καρδίτσα, Φάρσαλα κ.λπ. που ανακοίνωσε ο Μητσοτάκης) που θα κοστολογούν τις υπηρεσίες και θα χαρατσώνουν τους χρήστες-αγρότες.
Μέρα με τη μέρα η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση του αγροτόκοσμου φουσκώνει. Δυσαρέσκεια, αγανάκτηση και οργή που εκδηλώνεται ακόμα και από παραδοσιακούς ψηφοφόρους της ΝΔ. Αυτό αναγκάζει τόσο την κυβέρνηση όσο και κυβερνητικούς βουλευτές από αγροτικές περιοχές να αναζητούν κινήσεις εκτόνωσης. Στοιχεία διαχείρισης και εκτόνωσης της δυσαρέσκειας υπάρχουν και στην παραίτηση-καρατόμηση του υπουργού Γεωργίας Σ. Λιβανού. Μια αποπομπή που κάθε άλλο παρά ήταν απόρροια ενός κάποιου «αξιακού κώδικα» του Κ. Μητσοτάκη ή του «αισθητικού και ηθικού υπόβαθρου» της παράταξης της ΝΔ, όπως επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί από την κυβέρνηση.
Όσο για τα μέτρα-ασπιρίνες που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, σε καμιά περίπτωση δεν απαντούν το πρόβλημα. Για το αγροτικό πετρέλαιο ανακοίνωσε επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, που όμως ισχύει μόνο για το 2021 και μόνο για λίγους, αφού αφορά μόνο τους νεοεισερχόμενους αγρότες και όσους είναι μέλη συνεταιρισμών. Μιλάμε δηλαδή για μείωση-κοροϊδία, που αφήνει απ’ έξω την μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών. Πετάει ψίχουλα στους αγρότες (50 εκατομμύρια όλα κι όλα θα κοστίσει στον προϋπολογισμό η επιστροφή του ΕΦΚ), την ίδια στιγμή που προκλητικά επιδοτεί με εκατοντάδες εκατομμύρια το κεφάλαιο και τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Για το αγροτικό ρεύμα, η κάλυψη μέρους της ρήτρας αναπροσαρμογής (κατά 80% για το τελευταίο 5μηνο του 2021 και κατά 50% για το πρώτο 2μηνο του 2022) επίσης δεν λύνει το πρόβλημα, αφού πάλι μιλάμε για αυξήσεις και για δυσβάσταχτους λογαριασμούς. Στάχτη στα μάτια των κτηνοτρόφων είναι και η μείωση του ΦΠΑ στις ζωοτροφές (από 13% στο 6%), αφού ο ΦΠΑ είναι ουδέτερο στοιχείο, συμψηφίζεται και δεν επιβαρύνει το κόστος. Αλλά και η επιδότηση στον τζίρο των κτηνοτρόφων (μόνο 7% και μόνο για το 3μηνο Γενάρης-Μάρτης του ’22) αποτελεί κοροϊδία, όταν οι αυξήσεις σε ζωοτροφές, φυράματα κ.λπ. έχουν υπερδιπλασιάσει τα έξοδα και το κόστος.
Τα χειρότερα βέβαια είναι μπροστά, αφού με τη νέα ΚΑΠ 2021-2027 η αντιαγροτική πολιτική θα συνεχιστεί με μεγαλύτερη ένταση. Με νέες περικοπές-μειώσεις στις επιδοτήσεις, παραπέρα φτωχοποίηση για τους μικρούς και μεσαίους αγρότες, βάθεμα της διατροφικής εξάρτηση της χώρας, βάθεμα της ταξικής διαστρωμάτωσης στους αγρότες με ξεκλήρισμα των φτωχομεσαίων από τη μια και συγκέντρωση-συγκεντροποίηση του κλήρου και της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής σε μεγαλοαγρότες-νεοτσιφλικάδες και αγροτοδιατροφικούς ομίλους από την άλλη.
Η ανατροπή αυτής της πολιτικής είναι όρος επιβίωσης για τους φτωχομεσαίους αγρότες. Για να συνεχίσουν να καλλιεργούν, για να έχουν μέλλον στα χωριά τους. Παρά την άσχημη κατάσταση του αγροτικού κινήματος, τα προβλήματα έβγαλαν και θα ξαναβγάλουν τον αγροτόκοσμο στους δρόμους και στα μπλόκα. Μόνο που τη μάχη αυτή τη δίνουν χωρίς τα «εργαλεία» παλιότερων εποχών. Χωρίς τα όργανα πάλης του αγροτικού κινήματος, με όργανα-σφραγίδες, με ομοσπονδίες-σφραγίδες, με διαλυμένους και ανύπαρκτους αγροτικούς συλλόγους. Και αν για την αντίσταση σ’ αυτή την πολιτική απαιτείται μαζικό αγωνιστικό αγροτικό κίνημα, για το ξαναζωντάνεμα του αγροτικού κινήματος απαιτούνται μαζικοί αγροτικοί σύλλογοι που να συσπειρώνουν την πλειοψηφία της φτωχομεσαίας αγροτιάς. Και πάνω απ’ όλα απαιτείται πολιτική γραμμή ενάντια σε κυβέρνηση-ΚΑΠ-ΕΕ, για την ανατροπή της αντιαγροτικής πολιτικής. Οι αγωνιστές αγρότες, συμμετέχοντας στα μπλόκα και στηρίζοντας τις κινητοποιήσεις, αυτήν την κατεύθυνση οφείλουν να υπηρετήσουν.