Τις τελευταίες μέρες η Ευρώπη ζει πρωτόγνωρες καταστάσεις. Αφού για εβδομάδες οι ΗΠΑ κλιμάκωναν τη ρητορική τους γύρω από μια πιθανή ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, κατέληξαν, με βεβαιότητα σχεδόν, να (προ)ανακοινώνουν την ημερομηνία έναρξης της ρωσικής εισβολής για τη Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου. Το ακούσαμε και αυτό: πόλεμος με ραντεβού! Ο Πούτιν, αφού ειρωνεύτηκε την είδηση, δίνοντας εντολή… «να ελεγχθεί η ακριβής ώρα έναρξης της εισβολής», συναντήθηκε με τον γερμανό καγκελάριο Σολτς. Αργότερα, το Κρεμλίνο επιβεβαίωσε την έναρξη αποχώρησης μέρος των ρωσικών δυνάμεων που στάθμευαν κοντά στα σύνορα της Ουκρανίας. «Ανέκαθεν λέγαμε πως μετά την ολοκλήρωση των ασκήσεων (…) τα στρατεύματα θα επέστρεφαν στις βάσεις τους, δήλωσε ο εκπρόσωπός του, Πεσκόφ. Το Κρεμλίνο αλλάζει σκηνικό; Θα φανεί.
Από πολλούς πάντως υποστηρίζεται πως ο καθημερινός συναγερμός που παράγει και συντηρεί η Ουάσιγκτον έχει και έναν επιπλέον πολιτικό στόχο: όποιος μελλοντικός συμβιβασμός ήθελε προκύψει να πιστωθεί στην αποφασιστικότητα του Λευκού Οίκου.
Η κινητικότητα στο διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο, και σε διάφορους συνδυασμούς, για μια διευθέτηση διπλωματικού χαρακτήρα συνεχίζεται με αφίξεις, σε Κίεβο και Μόσχα, δυτικών ηγετών και διαφόρων αξιωματούχων. Σημαντικότερες, φυσικά, αυτές των Μακρόν και Σολτς. Από την άλλη, πυκνώνουν ενέργειες που διαμορφώνουν εμπόλεμη κατάσταση. Είχαμε μετακίνηση αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων σε Πολωνία και Ρουμανία (που θεωρήθηκε περισσότερο συμβολική κίνηση), σε απάντηση ανάπτυξης πρόσθετων ρωσικών δυνάμεων, που μετέχουν σε ασκήσεις, κοντά στη μεθόριο της Λευκορωσίας με την Ουκρανία.
Ωστόσο, ιδιαίτερα εντυπωσιακές παραμένουν οι εκκενώσεις, μέχρι και κλείσιμο, δυτικών πρεσβειών στο Κίεβο, που ακολούθησαν την τακτική των ΗΠΑ οι οποίες όχι μόνο ανακοίνωσαν την απομάκρυνση του μη απαραίτητου προσωπικού της πρεσβείας τους, αλλά και των όποιων αμερικανών στρατιωτών. Η πόλη Λβιβ, κοντά στα πολωνικά σύνορα, έχει καταστεί περιζήτητος τόπος γα πολλές ξένες αποστολές: διπλωματικές και εμπορικές. Τέλος, πολλά και τα καλέσματα σε πολίτες τους να εγκαταλείψουν τη χώρα εντός 48 ωρών έχουν απευθύνει σειρά δυτικών χωρών. Φυσικά και πολλοί «εύποροι», και όχι μόνο οι ολιγάρχες, εγκαταλείπουν το Κίεβο μέχρι να ξαναγίνει ασφαλές και να επιστρέψουν. Κάτι που ανάγκασε τον Ζελένσκι να ορίσει το ποιος
είναι Ουκρανός, λέγοντας ότι «δεν είναι αυτός που έχει ουκρανικό διαβατήριο, αλλά αυτός που παραμένει αυτές τις στιγμές στη χώρα του». Το θέμα ωστόσο είναι τι ελέγχει στην επικράτεια της Ουκρανίας, και βασικά στο στρατό, η κυβέρνηση Ζελένσκι. Το σίγουρο είναι πως η πίεση πάνω της είναι τεράστια, και από τις δύο πλευρές.
Σε κάθε περίπτωση το παρασκήνιο – απροσδιόριστης έκτασης και εύρους - είναι σε έξαρση,
διαμορφώνοντας ένα αντιφατικό προσκήνιο. Έχει διαφανεί πως η κυβέρνηση στο Κίεβο θέλει να αποτρέψει τον πόλεμο, έστω και με έναν επώδυνο συμβιβασμό. Οι δηλώσεις ουκρανών - και όχι μόνο- αξιωματούχων αναδεικνύουν τη σύγχυση που επικρατεί στο πεδίο της δημόσιας αντιπαράθεσης. Παράδειγμα, η δήλωση του ουκρανού πρέσβη στο Λονδίνο, Πριστάικο, που έγινε στο BBC στις 14 Φεβρουαρίου και ο οποίος μίλησε και για ματαίωση ακόμα των σχεδίων περί ένταξης της χώρας του στο ΝΑΤΟ. Βέβαια, αργότερα ανασκεύασε, αλλά η αίσθηση της σύγχυσης παρέμεινε.
Η επιμονή και εμμονή των ΗΠΑ για επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει διάφορες ερμηνείες. Από το ότι δεν είναι επικείμενη (όπως πληροφορούνταν στις 04.02 οι διαπιστευμένοι στον Λευκό Οίκο δημοσιογράφοι) φτάσαμε στον ορισμό ημερομηνίας! Βέβαια τις προβλέψεις τις χρεώνονται τα ΜΜΕ, με υποβοήθηση των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Αν και ανώτεροι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ λένε ότι δεν μπορούν να επιβεβαιώσουν αναφορές των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών για την Ουκρανία, εκτιμούν ότι μια ρωσική στρατιωτική ενέργεια θα μπορούσε να συμβεί οποιαδήποτε μέρα και ότι γενικά προσπαθούν να αποτρέψουν
οποιαδήποτε «αιφνιδιαστική επίθεση», κοινοποιώντας όσα γνωρίζουν για τα ρωσικά σχέδια.
Η αποτροπή άμεσου αιφνιδιασμού ή ακόμη και η προσπάθεια να προκληθεί μια περιορισμένη σύρραξη στα ανατολικά αποτελούν δύο ερμηνευτικές βάσεις της συμπεριφοράς των βασικών εμπλεκόμενων. Αναμφίβολα η κάθε πλευρά πιστεύει ότι μακροπρόθεσμα έχει πλεονέκτημα έναντι της άλλης στην περιοχή. Ωστόσο η σημερινή κατάσταση, όπως διαμορφώνεται στην Ευρώπη (πέρα από την αγορά ενέργειας), δείχνει να εξυπηρετεί ΗΠΑ και Ρωσία σε διάφορα επίπεδα, δοκιμάζοντας τις αντοχές των Ευρωπαίων και αναδεικνύοντας νέα διλήμματα. Ο Πούτιν έχει καταστήσει σαφές ότι η μείωση της επιρροής της Ρωσίας στην «αυλή της» θα είναι πλέον πρόβλημα για όλους, και ιδιαίτερα για τους Ευρωπαίους.
Πέρασαν αρκετοί μήνες από τότε που ξεκίνησε η νέα κρίση στην Ουκρανία και έχει διαφανεί πως η διατλαντική ενότητα και ομοφωνία περιορίζεται κατά βάση σε κοινά ανακοινωθέντα! Σχεδόν φανερά, οι ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις διαμορφώνουν δικούς τους διαύλους επικοινωνίας με το Κρεμλίνο, πράγμα που αποτελεί έμπρακτη διαφοροποίηση από την Ουάσινγκτον. Μακρόν και Σολτς δεν δείχνουν πρόθυμοι να ακολουθήσουν τον Μπάιντεν σε έναν πόλεμο φθοράς με τον Πούτιν, πόσο μάλλον στην κλιμάκωσή του.
Στη βάση όλων αυτών πολλοί αναλυτές (κύρια Ευρωπαίοι) βλέπουν να επανατίθεται αντικειμενικά πλέον (αν και με εξελισσόμενους όρους πολεμικής κρίσης) το γενικότερο ζήτημα «ευρωπαϊκής ασφάλειας». Εκτιμούν πως πρέπει, και μπορεί, να οριστεί ένα νέο συνολικό «σύμφωνο», αφού θεωρητικά και πρακτικά οι συμφωνίες των δύο προηγούμενων δεκαετιών που αφορούσαν την Ευρώπη έχουν καταρρεύσει. (Σχετικά πρόσφατα - επί Τραμπ - οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τις Συνθήκες INF και «Ανοιχτοί Ουρανοί»). Ένα σύμφωνο σχέσεων μεταξύ των πυρηνικών υπερδυνάμεων που θα καθορίσει, ίσως για τις επόμενες δεκαετίες, το στάτους της Ευρώπης. Εκτιμούν ότι αυτό το νέο πλαίσιο θα μπορούσε να ανανεώσει και να εκσυγχρονίσει τις Συμφωνίες του Ελσίνκι που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το ’75, κάνοντας λόγω για ένα «Ελσίνκι 2», που θα προβλέπει επιθεωρήσεις πυραύλων των ΗΠΑ σε Πολωνία και Ρουμανία από τη Ρωσία και παρόμοια πρόσβαση στους ρωσικούς πυραύλους στο Καλίνινγκραντ. Ωστόσο η ουσία των συμφωνιών του Ελσίνκι δεν αφορούσε επιθεωρήσεις πυραύλων, αλλά αποδοχή ζωνών επιρροής!
Το ζήτημα είναι το πόσο είναι δύσκολο - ή ακόμα και αδύνατο - για τις ΗΠΑ να συνάψουν σήμερα τέτοια συμφωνία. Και δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης ή αμοιβαίας καχυποψίας. Συνδέεται με γενικότερα ζητήματα κυριαρχίας, και αυτό είναι εν μέρει ανεξάρτητο από το πώς θα εξελιχθεί η τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία.
Σήμερα, για τις ΗΠΑ προέχει η διαμόρφωση μιας κοινής βάσης με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (ως ένα προαπαιτούμενο) απέναντι στο κύριο μέτωπο, τη Ρωσία. Για τη Ρωσία, ο επαναπροσδιορισμός της συγκατοίκησής της με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, όπως δήλωσε και ο Μακρόν μετά τη συνάντησή του με τον Πούτιν.
ΧΒ