Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να έχει συμπληρώσει δυόμιση μήνες, τους νεκρούς και τους ξεριζωμένους να αυξάνονται διαρκώς και τις εχθροπραξίες να αναζωπυρώνονται ασταμάτητα, καμία αχτίδα αισιοδοξίας δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Και μπορεί στις 9 Μάη ο Πούτιν να μην ανακοίνωσε τη... συντέλεια του κόσμου, όμως η ένταση διαρκώς κλιμακώνεται, το πολεμικό κλίμα τροφοδοτείται αδιάκοπα, οι κίνδυνοι μεγαλώνουν.
Οι ΗΠΑ μπορεί, από τη μια, να υποβάθμισαν το ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία, όμως, από την άλλη, συνεχίζουν να υποδαυλίζουν το κλίμα. Στις 10 Μάη η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ ενέκρινε νομοσχέδιο για πακέτο ενίσχυσης της Ουκρανίας ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων(!) και μάλιστα με ψήφους τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικάνων. Πρόκειται για το τεράστιο πακέτο που ζήτησε ο Τζο Μπάιντεν για στρατιωτική, ανθρωπιστική και οικονομική βοήθεια από τις ΗΠΑ προς την Ουκρανία, το οποίο μένει να εγκριθεί και από την Γερουσία και το οποίο θα σημάνει ακόμη μεγαλύτερη όξυνση.
Στόχος των ΗΠΑ είναι το παραπέρα στρίμωγμα της Ρωσίας και η αποδυνάμωσή της μέσα από τη φθορά της συνεχόμενης εμπλοκής της στον πόλεμο. Παράλληλα, αποτελεί αντικειμενικά και μία πρόκληση προς τη Ρωσία, η οποία έχει επανειλημμένα εκτοξεύσει βαριές απειλές προς όσους ενισχύουν το καθεστώς του Κιέβου.
Στην ίδια επικίνδυνη κατεύθυνση όξυνσης της έντασης κινείται και η κοινή δήλωση του προέδρου και της πρωθυπουργού της Φινλανδίας για άμεση ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Πρόκειται για την κατάληξη μιας σειράς κινήσεων, πιέσεων και «διαβεβαιώσεων» από την πλευρά των ΗΠΑ προς την άρχουσα τάξη της Φινλανδίας, ενώ παράλληλη κίνηση συνεχίζει να υπάρχει και προς την πλευρά της Σουηδίας. Μάλιστα, στηρίζοντας αυτήν την κατεύθυνση, αλλά και θέλοντας να αναβαθμίσει τη συμμετοχή της Αγγλίας στα πράγματα, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, επισκέφθηκε τις δύο αυτές χώρες, δήλωσε ότι βρίσκεται «στο πλευρό τους» και υπέγραψε, ως άλλος «προστάτης», αμυντικό σύμφωνο με τη Σουηδία.
Όμως, στόχος των ΗΠΑ παραμένει και το παραπέρα στρίμωγμα των ιμπεριαλιστών της ΕΕ. Γιατί τα προβλήματα στο «δυτικό στρατόπεδο» παραμένουν σοβαρά και η πολυδιακηρυγμένη ενότητα της Δύσης δεν είναι και τόσο συμπαγής, καθώς οι χώρες της ΕΕ –και κυρίως οι βασικοί ιμπεριαλιστές– δεν είναι και πολύ ευχαριστημένες με τις ζημιές που υφίστανται και με την προοπτική να υπαχθούν ξανά κάτω από την εποπτεία των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, το σοβαρότατο ζήτημα της ενεργειακής τροφοδοσίας και των κυρώσεων συνεχίζει να κλονίζει τις σχέσεις της Δύσης. Έτσι, ενώ όλοι συνομολογούν την ανάγκη των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία, καθημερινά προκύπτουν ζητήματα «ανορθογραφιών». Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη συνάντηση Ντράγκι-Μπάιντεν, όπου ο Ντράγκι ήρθε σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και δήλωσε ότι η πληρωμή σε ρούβλια των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία είναι μία «γκρίζα ζώνη» χωρίς επίσημη απόφαση και ανέφερε ότι «οι περισσότεροι εισαγωγείς αερίου έχουν ήδη ανοίξει λογαριασμούς σε ρούβλια στη Gazprom»!
Ο μόνος που φαίνεται να μην έχει πρόβλημα με τον εκβιασμό προς μια έντονα αμερικανόστροφη πορεία των πραγμάτων είναι ο Κυρ. Μητσοτάκης! Επαναλαμβάνοντας μονότονα ότι αυτή είναι «η σωστή πλευρά της Ιστορίας», προετοιμάζει τις βαλίτσες του για το ταξίδι του στις ΗΠΑ, κορδώνεται για την επικείμενη ομιλία του στο Κογκρέσο και φροντίζει να πάρει μαζί του –και ψηφισμένη– τη συμφωνία επέκτασης και αναβάθμισης των αμερικανονατοϊκών βάσεων στη χώρα. Η σχεδόν παραληρηματική ομιλία του στη Βουλή, στη συζήτηση για την ψήφιση της συμφωνίας, είναι ένα ακόμη δείγμα της ανερμάτιστης και τυχοδιωκτικής πολιτικής που προωθεί για λογαριασμό της ασπόνδυλης, εξαρτημένης ντόπιας άρχουσας τάξης. Φουσκωμένος από τις «ευκαιρίες» που δίνει η όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ στο πολεμικό μέτωπο της Ουκρανίας και το ρόλο που του τάζουν, ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν διστάζει να κάνει και «παλικαρισμούς» απέναντι στην ΕΕ, την οποία επανειλημμένα χαρακτήρισε ως «αργοκίνητο υπερωκεάνιο» με αφορμή το ζήτημα των τιμών της ενέργειας.
Βέβαια, αυτό που θέλει να (ή κάνει ότι) ξεχνάει είναι ότι η πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή (και όχι μόνο) είναι ένα διαρκές παιχνίδι σε βάρος των λαών και με όχημα εξαρτημένες αστικές τάξεις όπως η ντόπια, και πολιτικές ηγεσίες όπως της ΝΔ. «Ξέχασε» ότι ένα-δύο μήνες πριν κρύος ιδρώτας έλουσε τα αστικά επιτελεία με την ακύρωση του αγωγού Ηστ Μεντ και κάνει ότι δεν βλέπει την επιστολή που έστειλε τον Μάρτιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς το Κογκρέσο, υποστηρίζοντας το τουρκικό αίτημα για την πώληση νέων και την αναβάθμιση παλαιών F-16, ως «εναρμονισμένο με τα αμερικανικά συμφέροντα εθνικής ασφαλείας και την ανάγκη για ενότητα του ΝΑΤΟ».
Είναι τόσο εξόφθαλμη αυτή η «άνευ όρων» υπόκλιση στον αμερικάνικο παράγοντα που ακόμη και στελέχη της ΝΔ δυσανασχετούν. Δεν είναι τυχαία η παρέμβαση Σαμαρά στο συνέδριο της ΝΔ και η αποδοχή της, για τα λεγόμενα «εθνικά» ζητήματα και για «το λόμπι του κατευνασμού» στις σχέσεις με την Τουρκία. Φυσικά, και παρά τις γκρίνιες, κανείς από αυτούς δεν πρόκειται να αμφισβητήσει στο ελάχιστο την προοπτική ψήφισης και εφαρμογής της συμφωνίας. Αυτό για το οποίο δυσανασχετούν αφορά τα ανταλλάγματα.
Είναι, επίσης, βέβαιο ότι κανείς από αυτούς δεν δυσανασχετεί για λογαριασμό του ελληνικού λαού και της εργατικής τάξης, που θα φορτωθούν στις πλάτες τους –με κάθε τρόπο– τη νέα αυτή συμφωνία. Γιατί αυτή η συμφωνία θα «σφραγιστεί» με δυσβάσταχτα βάρη και τεράστιους κινδύνους για τις πλατιές λαϊκές και εργαζόμενες μάζες και τη νεολαία.
Και αυτά τα βάρη θα έρθουν να προστεθούν σε αυτά που ήδη με δυσκολία κουβαλάει ο λαός: τους μισθούς πείνας, την εκτόξευση των τιμών σε ενέργεια-καύσιμα και είδη πρώτης ανάγκης, τη βαριά φορολογία, αλλά και όσα βάρη του φορτώνονται διαρκώς από τη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών, με την υγεία να είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Μόνο ως κακόγουστο αστείο μπορεί να φανεί η –προεκλογικού τύπου– κυβερνητική παροχολογία, οι θριαμβευτικοί τόνοι και η «αποφασιστικότητα» για την οποία κομπάζει η κυβέρνηση. Με τον πληθωρισμό να αυξάνεται σταθερά (τον Απρίλιο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ανέβηκε στο 10,2%, ενώ, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, τον Μάιο-Ιούνιο θα ανέβει ακόμη περισσότερο), η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ είναι από τα πριν εξανεμισμένη, το επίδομα των 13 ευρώ το μήνα για τα καύσιμα είναι σκέτη κοροϊδία, ενώ οι εξαγγελίες για την επιδότηση του ρεύματος και τη φορολόγηση των υπερκερδών που έχουν οι εταιρείες ενέργειας κοντεύει να εξελιχθεί σε φιάσκο. Ιδιαίτερα για το τελευταίο, αξίζει να τονιστεί ότι ακόμη και οι φόροι για τα ψαλιδισμένα ποσά που «υπολόγισε» η δήθεν ανεξάρτητη ΡΑΕ ως υπερκέρδη, θα επιστραφούν τελικά στις ίδιες τις εταιρείες ενέργειας μέσω του «Εθνικού Σχεδίου Στήριξης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τις ανατιμήσεις στην ηλεκτρική Ενέργεια»!!!
Έτσι, όμως, ξέρει και μόνο έτσι μπορεί να κινείται αυτή η άρχουσα τάξη. Γιατί όταν τα «υπερωκεάνια» ταλαντεύονται, οι «βαρκούλες» ταράζονται. Και η μόνη διέξοδος που μπορούν να δουν και να υλοποιήσουν είναι η διαρκής επίθεση στο λαό και τα δικαιώματά του. Πόσο μάλλον όταν ο λαός είναι στη γωνία και ανοργάνωτος, αφοπλισμένος και χωρίς ορατή πολιτική διέξοδο. Έτσι όπως τον θέλουν όλα τα κόμματα του αστικού πολιτικού σκηνικού, προβάλλοντάς του ως διέξοδο τις κάλπες. (Αν και η ΝΔ τις θέλει και με ιδιαίτερες προδιαγραφές - χωρίς απλή αναλογική!)
Και αν αυτός αποφασίσει να κινηθεί αλλιώς, έτσι όπως φοβούνται, μαζικά και αγωνιστικά, τότε πρέπει να βρει απέναντί του ένα κράτος «ισχυρό» και αμείλικτο, αποφασισμένο να «υπερασπιστεί» τα δικαιώματα και τις ελευθερίες! Ένα κράτος όπως αυτό που αντιμετώπισαν οι φοιτητές του ΑΠΘ που βίωσαν από πρώτο χέρι τι σημαίνει κρατική καταστολή, κατάργηση του ασύλου και παρακράτος, αλλά και τι φέρνει η «πανεπιστημιακή αστυνομία», η οποία έχει πάρει πλέον και το πράσινο φως από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ναι, αυτό στο οποίο έχουν προσφύγει το ΕΚΑ και το σωματείο της ACS προκειμένου να κρίνει ως αντισυνταγματικά το νόμο Χατζηδάκη και το ΓΕΜΗΣΟΕ!
Κάπως έτσι έχει στηθεί όλο αυτό το ιδιότυπο προεκλογικό σκηνικό, με συνέδρια επί συνεδρίων, με αναβαπτίσεις, καταστατικές αλλαγές και μπόλικη αντιπολιτευτική ρητορεία. Τόση όση χρειάζεται για να διατηρηθεί το παιχνίδι μέσα στα εκλογικά πλαίσια και έξω από κάθε σκέψη για αντίσταση και αγώνα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητά μέλη και ψηφίζει για Πρόεδρο και Κεντρική Επιτροπή, αλλά ΔΕΝ ψηφίζει τη συμφωνία για τις βάσεις, η οποία ξεκίνησε ως διαδικασία επί διακυβέρνησής του! (Αξίζει να θυμηθούμε τη συνέντευξη του Πάιατ τον Οκτώβρη του 2021: «Μένω έκπληκτος, γιατί έχω πει στο παρελθόν πως αυτή η αναγέννηση των αμυντικών σχέσεων Ελλάδας - ΗΠΑ ξεκίνησε πραγματικά κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Τα τέσσερα μέρη που συνεχίζουμε να αναπτύσσουμε ως μέρος της αμυντικής συμφωνίας, είναι μέρη που εντοπίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, Ξεκινήσαμε να λειτουργούμε στη Λάρισα, στην Αλεξανδρούπολη και το Στεφανοβίκειο κατά τη διάρκεια της περιόδου ΣΥΡΙΖΑ. […] Και θα ήθελα να τονίσω στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται στη συμφωνία δεν είναι διαφορετικοί. Είναι όροι που ευθυγραμμίζουν τη συμφωνία με αυτές με άλλους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ.»
Το ΚΙΝΑΛ ψήφισε για όνομα (και αναβίωσε το… ΠΑΣΟΚ) αλλά δεν ψηφίζει ακόμη για Θέσεις! Αντίθετα, ψηφίζει υπέρ της συμφωνίας για τις βάσεις, καθώς είναι γνωστό ότι οι εκλογές δεν κρίνονται μόνο από αυτούς που ψηφίζουν αλλά και από αυτούς που κάνουν κουμάντο.
Το ΜΕΡΑ25 δεν ψηφίζει για τις βάσεις αλλά κάνει συνέδριο κοινοβουλευτικής (και συνολικότερης) επιβίωσης, ενώ κάνει κοινοβουλευτικές εμφανίσεις και σε κινηματικά γεγονότα!
Το δε ΚΚΕ είναι μονίμως σε προεκλογικό οίστρο, σαλπίζει αντεπιθέσεις χωρίς αγώνες, ενώ για να δικαιολογεί τα σαλπίσματα και να ρίχνει στάχτη στα μάτια των αφελών αναφέρεται σε αγώνες-φαντάσματα και απεργιακές κλιμακώσεις χωρίς… απεργίες.
Αυτό το «ευνουχισμένο» πολιτικό σκηνικό, των φτηνών πανηγυρισμών στις πλάτες του λαού που υποφέρει, δεν έχει καμία σχέση με τις αγωνίες και τις ανάγκες του λαού. Αυτός εξακολουθεί να αναζητά διέξοδο, τη διέξοδο που όλοι του αρνούνται.
Είναι θετικό στοιχείο το ότι το ζήτημα των μισθών έχει αναδειχτεί σε κεντρικό ζήτημα. Όμως είναι ενδεικτικό ότι μετά την κυβερνητική εξαγγελία κανείς (και πολύ περισσότερο οι ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ) δεν δίνει προοπτική αγωνιστικής διεκδίκησης κόντρα στην κυβερνητική πολιτική.
Είναι θετικό στοιχείο το ότι έχει ανοίξει –έστω και επιμέρους– το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων. Όμως είναι πρόβλημα όταν ανοίγει με υπονομευτικούς όρους, χωρίς αγώνες και ενεργοποίηση των εργαζομένων, με αυξήσεις κάτω και από τα τρέχοντα μεροκάματα (όπως συνέβη με τη νέα ΣΣΕ των οικοδόμων για την οποία πανηγυρίζουν ΠΑΜΕ και ΚΚΕ), κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των εργοδοτών και με διάρκεια δυόμιση-τρία χρόνια, δηλαδή με τους εργαζόμενους δέσμιους για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένους μισθούς ενώ ο πληθωρισμός καλπάζει.. Με επιχείρημα ότι κύριο ζήτημα είναι να υπάρξει συλλογική σύμβαση, δηλαδή με το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιούσαν οι ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες 15 χρόνια πριν για να δικαιολογήσουν τις κατάπτυστες συλλογικές συμβάσεις που υπέγραφαν και για να στρώσουν το δρόμο προς την κατάργησή τους.
Είναι θετικό στοιχείο το ότι έχει ανοίξει η συζήτηση για το βρόμικο ρόλο των εταιρειών ενέργειας και η αποκάλυψη των δεινών που φέρνουν για το λαό οι κάθε είδους ιδιωτικοποιήσεις, όμως είναι λάθος αυτό να συνδέεται με ανεδαφικά σχέδια για τη δήθεν δυνατότητα άλλης, φιλολαϊκής ενεργειακής διαχείρισης στα πλαίσια αυτού του συστήματος.
Η ενεργοποίηση και η οργάνωση λαού και εργαζομένων για την αντίσταση σε αυτή τη βάρβαρη πολιτική και τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους είναι αυτό που πρέπει να αναδειχτεί πλατιά και αποφασιστικά.
Το κυβερνητικό αφήγημα (που, επιπλέον, φρόντισε να τελειώσει και την πανδημία, λίγο πριν καταφτάσουν τα πρώτα τσάρτερ με τους τουρίστες) και οι εκλογικές αυταπάτες της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης μπορούν να σπάσουν μόνο με το λαό στο προσκήνιο.
Με αντιιμπεριαλιστικές-αντιπολεμικές πρωτοβουλίες κόντρα στο αιματοβαμμένο παρόν και μέλλον, κόντρα στην πολιτική της εξάρτησης και της υποτέλειας.
Με λαϊκές πρωτοβουλίες ενάντια στην ακρίβεια και τη λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος.
Με τους αγώνες της εργατικής τάξης για συλλογικές συμβάσεις και πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς, κόντρα στις «αντοχές της οικονομίας» όπως τις ορίζει το κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του.
Με μαζικούς αγώνες εργαζομένων, λαού και νεολαίας ενάντια στην κρατική καταστολή, για την υπεράσπιση του ασύλου, για να μην περάσει η πανεπιστημιακή αστυνομία, για να καταργηθεί ο νόμος Χατζηδάκη.