Στον τέταρτο μήνα έχει μπει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο αιματηρός πόλεμος μεταξύ της Μόσχας και του ενεργούμενου των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ καθεστώτος του Κιέβου, συνεχίζεται ακατάπαυστα, αλέθοντας κορμιά, πολλαπλασιάζοντας τους νεκρούς, τους τραυματίες και τους πρόσφυγες, που ξεπερνούν σε σύνολο (εκτός της Ουκρανίας και εκτοπισμένοι στο εσωτερικό) τα δέκα εκατομμύρια!
Από επικοινωνία πάει καλά το Κίεβο, στο πεδίο των μαχών όμως;
Αν διαβάσει κανείς το περιεχόμενο αλλά και το ύφος των δηλώσεων του Ζελένσκι και της ηγετικής ομάδας του Κιέβου, με τις οποίες απορρίπτουν σχεδόν καθημερινά κάθε σκέψη ή πρόταση για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία, θα είχε αποκομίσει την εντύπωση πως σύντομα επίκειται μια σημαντική νίκη στο πεδίο των μαχών έναντι των ρωσικών δυνάμεων. Η πραγματικότητα, όμως, τους διαψεύδει και δεν θα αργήσει η ώρα που θα αναμετρηθούν με τις συνέπειες των επιλογών της. Διότι στην Ανατολική Ουκρανία, εκεί που έχουν επικεντρωθεί οι ρωσικές επιχειρήσεις εδώ και αρκετές εβδομάδες, βρισκόμαστε μπροστά σε συνεχείς ήττες των ουκρανικών δυνάμεων, που επιπλέον κινδυνεύουν με περικύκλωση ενόσω δεν δίνεται εντολή υποχώρησης και που δεν είναι απίθανο να οδηγήσουν ακόμα και στην κατάρρευση του ουκρανικού μετώπου.
Οι ρωσικές δυνάμεις από τη μια συνεχίζουν και κλιμακώνουν την καταστροφή των αποθηκών και του δικτύου μεταφοράς του δυτικού πολεμικού εξοπλισμού, δυσχεραίνοντας τον ανεφοδιασμό των ουκρανικών δυνάμεων που βρίσκονται στο Ντονμπάς. Από την άλλη, για να μην διακινδυνεύσουν μεγάλες απώλειες προσωπικού, δεν επιχειρούν προελάσεις και κυκλωτικές κινήσεις, παρά μόνο όταν το σφυροκόπημα από το βαρύ πυροβολικό τους έχει συντρίψει το μεγάλο μέρος των οχυρωμένων θέσεων του ουκρανικού στρατού σε κρίσιμα σημεία. Αυτή η τακτική έχει αποδώσει, με αποτέλεσμα 15 έως 20 χιλιάδες στρατιώτες των ουκρανικών δυνάμεων να απειλούνται άμεσα από περικύκλωση και εξουδετέρωση. Παράλληλα, ο ρωσικός στρατός κατακτά ή είναι προ των πυλών σημαντικών πόλεων.
Στον Βορρά, είναι θέμα ημερών αν όχι ωρών, να κατακτηθεί πλήρως η πόλη Λίμαν και έτσι να απειληθεί το Σλαβιάνσκ, όπου βρίσκεται το κέντρο διοίκησης των ουκρανικών δυνάμεων που μάχονται στο Ντονμπάς. Το Σεβεροντονέτσκ πολιορκείται 24 ώρες το 24ωρο από τα βορειοανατολικά. Στα νοτιοανατολικά του Ντονμπάς, η κατάκτηση στις 10 Μαΐου της πόλης Ποπασνάγια (που βρίσκεται σε στρατηγικό ύψωμα), έσπασε το ουκρανικό δίκτυο οχυρώσεων. Με εφαλτήριο την πόλη αυτή και με τη βοήθεια δυνάμεων που έχουν απελευθερωθεί μετά την παράδοση του Αζοφστάλ, είχαμε δύο σημαντικές κυκλωτικές κινήσεις: μία προς τα βορειοανατολικά, κυκλώνοντας την περιοχή της Ζολότε, αλλά και ώστε να προωθηθούν πιο βόρεια, για να να κλείσουν και «από τα κάτω» (δηλαδή από τον Νότο) τις ουκρανικές δυνάμεις που είναι οχυρωμένες στις πόλεις Λισιτσάνσκ- Σεβεροντονέτσκ. Η άλλη, προς τα νοτιοδυτικά, οδήγησε στην κατάληψη της Σβετλοντάρσκ, γεγονός που άνοιξε τον δρόμο προς τις πόλεις Σολεντάρ και το Μπακμούτ, καθώς και προς την κατάκτηση του στρατηγικού αυτοκινητόδρομου Ε40, που ενώνει τις πόλεις αυτές με το Σβεροντονέτσκ και που αποτελεί την κύρια πηγή ανεφοδιασμού των ουκρανικών δυνάμεων.
Οι Ευρωπαίοι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης…
Το «κάρφωμα» των ευρωπαϊκών εταιρειών που πληρώνουν σε ρούβλια το ρωσικό φυσικό αέριο από τον Ιταλό πρωθυπουργό Ντράγκι κατά τη συνάντησή του με τον Μπάιντεν στην Ουάσιγκτον, αποτέλεσε ταυτόχρονα και μια πραγματιστική αποτύπωση των ορίων στα οποία έχουν φτάσει τα ευρωπαϊκά κράτη από τις συνέπειες των (αυτο)κυρώσεων και τη συνεχιζόμενη πίεση των ΗΠΑ (απευθείας ή μέσω του φερέφωνού τους Ζελένσκι) αυτές (οι κυρώσεις δηλαδή) να επεκταθούν και να κλιμακωθούν. Ακόμα περισσότερο, υπογράμμισε τα όρια της ΕΕ (και όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο) η πρότασή του για την ανάγκη ο Αμερικανός πρόεδρος να σηκώσει το τηλέφωνό του και να μιλήσει με τον Ρώσο ομόλογό του, πρόεδρο Πούτιν, για να ανοίξει ο δρόμος της διαπραγμάτευσης!
Έτσι, ήρθε το ιταλικό σχέδιο ειρήνευσης για να επισφραγίσει αυτή την αγωνία και να αναδείξει το γεγονός πως οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές βρίσκονται πράγματι σε δεινή θέση και προσπαθούν με κάθε τρόπο να βρουν διέξοδο από την ασφυξία που έχει δημιουργηθεί, λόγω της όξυνσης της αμερικανορωσικής αντιπαράθεσης και των κλιμακούμενων πιέσεων των ΗΠΑ.
Επιπλέον, να μην ξεχνάμε πως Γερμανία, Γαλλία και από κοντά τελευταία και η Ιταλία, έχουν ακόμα ένα πρόβλημα στα «πόδια τους»: τη Βρετανία, που λειτουργεί σαν ο πρόθυμος προβοκάτορας των ΗΠΑ, στοχεύοντας παράλληλα την αναβάθμιση της διεθνής θέσης της («παγκόσμια Βρετανία») και η οποία καθημερινά πριμοδοτεί την ένταση στην Ουκρανία, γυρνάει στην περιοχή «πουλώντας» προστασία σε Μολδαβία, Φιλανδία και Σουηδία και χρησιμοποιεί τις σχέσεις της με την Πολωνία για να φυτιλιάζει την ήδη έκρυθμη κατάσταση. Το μόνο που δεν έχει κάνει ακόμα η Βρετανία είναι να… ζητήσει μετ’ επιτάσεως να αρθούν οι αντιρρήσεις των Γαλλογερμανών και να επισπευσθεί η ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ!
Μέσα σ’ αυτό το καθόλου ευχάριστο γι’ αυτούς τοπίο, οι ιμπεριαλιστές της ηπειρωτικής δυτικής Ευρώπης και διαφοροποιούνται μέσω δηλώσεων από την αμερικανική εμπρηστική ρητορική περί ήττας της Ρωσίας και παράλληλα, με την προσπάθεια να κρατήσουν τους διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα ανοιχτούς, θέτουν πιο έντονα την ανάγκη διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου. Παράλληλα με την άρνηση και των δύο να αποδεχθούν μια ταχεία ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, όχι μόνο επιχειρούν να κοντύνουν τον Ζελένσκι, αλλά κυρίως να στείλουν μηνύματα δυσαρέσκειας προς την Ουάσιγκτον για το παιχνίδι που παίζεται σε βάρος τους. Διότι γνωρίζουν καλά πως ενόσω ο πόλεμος συνεχίζεται, όχι μόνο τα περιθώριά τους για διαφοροποίηση μικραίνουν, αλλά επιπλέον δημιουργούνται δεδομένα που οδηγούν ακόμα και στην ακύρωση των όποιων φιλοδοξιών μιας έστω και σχετικής χειραφέτησής τους έναντι του υπερατλαντικού συμμάχου.
Όχι τυχαία, ο Λαβρόφ και με σκοπό να εντείνει τις ενυπάρχουσες δυσαρέσκειες, δηλώνει πως η ΕΕ έπαψε να είναι «μια εποικοδομητική οικονομική πλατφόρμα» και μετατρέπεται σε «παράρτημα του ΝΑΤΟ».
…και μερίδες της αμερικανικής άρχουσας τάξης σε προβληματισμό
Τελικά, και τα δύο σώματα του Αμερικανικού Κογκρέσου (η Γερουσία και η Βουλή των Αντιπροσώπων) επικύρωσαν τη γιγάντια «βοήθεια» ύψους 40 δισ. δολαρίων προς το καθεστώς του Κιέβου. Αυτή η επικύρωση συνδυάστηκε με τη συνέχιση των πολεμοχαρών και εμπρηστικών δηλώσεων ανώτατων Αμερικανών αξιωματούχων, που ξεκινούσαν στην πιο μετριοπαθή εκδοχή τους από το να φθαρεί τόσο η Ρωσία που να μην ξανασηκώσει κεφάλι και έφταναν έως την πιο ακραία, που ζητούσαν την με κάθε τρόπο συντριβή της Ρωσίας στις ουκρανικές πεδιάδες.
Ταυτόχρονα είχαμε τις αιτήσεις ένταξης της Φιλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ (αναλυτική αναφορά υπάρχει σε άλλο άρθρο της εφημερίδας), που αν και η διαδικασία προσχώρησής τους επισκιάστηκε από τις αντιρρήσεις και τα ζητήματα που έθεσε η τουρκική ηγεσία, ήταν και αυτές εξελίξεις στην κατεύθυνση της έντασης, της διεύρυνσης και της κλιμάκωσης της κρίσης. Και αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο Πούτιν, εκτιμώντας ότι δεν μπορεί να αποτρέψει την εξέλιξη αυτή, δήλωσε πως αυτή δεν συνιστά απειλή, εφόσον δεν συνδυαστεί με τη δημιουργία βάσεων και την εγκατάσταση οπλικών συστημάτων του ΝΑΤΟ στις χώρες αυτές. Πάντως, η Ρωσία ανακοίνωσε ως αντίμετρα τη δημιουργία 12 νέων βάσεων στα δυτικά σύνορά της, για την αντιμετώπιση των νέων δεδομένων και προειδοποιώντας γενικά ότι αυτές οι αποφάσεις θα έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις στις συνθήκες ασφάλειας της περιοχής.
Με όλα τα προηγούμενα, είναι φυσικό οι συνομιλίες του Αμερικανού πρέσβη Τζακ Σάλιβαν στη Μόσχα καθώς και η τηλεφωνική επικοινωνία του Υπουργού Άμυνας Όστιν με τον Ρώσο ομόλογό του Σόγκου, να εμφανιστούν όχι ως άνοιγμα μιας νέας φάσης, αλλά ως μια προσπάθεια να υπάρξει μια στοιχειώδης συνεννόηση με σκοπό να αποτραπούν τα αδιανόητα (γραφόταν εκείνες τις μέρες πως οι Ρώσοι επιτελείς είχαν «κατεβάσει» τα «κόκκινα» τηλέφωνα για πολλές εβδομάδες και δεν απαντούσαν στις κλήσεις της άλλης πλευράς, δημιουργώντας ερωτηματικά και ανησυχία στις ΗΠΑ για το τι σημαίνει αυτό).
Ωστόσο, οι εξελίξεις στο πεδίο των μαχών, αλλά και τα διλήμματα που απορρέουν από το ενδεχόμενο κλιμάκωσης και διάχυσης του πολέμου, τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει συνολικά ο δυτικός κόσμος και ο διαφαινόμενος κίνδυνος να διαρραγεί το μέτωπο της Δύσης (όπως έδειξε η κίνηση της Ιταλίας με το «σχέδιο ειρήνευσης») έναντι της Ρωσίας και να χαθούν οι ημιτελείς επιτυχίες των ΗΠΑ, θεωρούμε πως οδήγησαν σε μια σειρά παρεμβάσεις σημαντικών παραγόντων, που εξέφρασαν ακριβώς αυτές τις ανησυχίες μερίδων της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης των ΗΠΑ. Προσμετρήστε στα προηγούμενα το γεγονός πως η Ρωσία, παρά τις δυσκολίες που έχει, όχι μόνο αντιμετωπίζει τις κυρώσεις, αλλά έχει αναβαθμίσει τις οικονομικές της σχέσεις και επαφές με Κίνα και Ινδία, ενώ έχει δημιουργήσει ρήγμα μέσα στην ίδια την ΕΕ.
Οι τρεις πιο σημαντικές από αυτές τις παρεμβάσεις ήταν το εκτενές άρθρο του Τσαρλς Κάπτσαν, καθηγητή διεθνών σχέσεων του αμερικανικού πανεπιστημίου Georgetown, (ανώτερου στελέχους του think tank Council on Foreign Relations και πρώην κορυφαίου συμβούλου των Ομπάμα και Κλίντον) στην ιστοσελίδα The Atlantic, η ομιλία του διαβόητου Χένρι Κίσινγκερ στην πρόσφατη Σύνοδο του Νταβός και το κεντρικό άρθρο των «Τάιμς της Νέα Υόρκης». Ο πρώτος υπογράμμισε πως «το δικαίωμα του Κιέβου να αγωνίζεται για πλήρη εδαφική κυριαρχία δεν το καθιστά στρατηγικά σοφό. Ούτε η αξιοσημείωτη επιτυχία της Ουκρανίας στην απόκρουση της αρχικής προέλασης της Ρωσίας θα πρέπει να είναι αιτία υπερβολικής εμπιστοσύνης για τις επόμενες φάσεις της σύγκρουσης. Πράγματι, ο στρατηγικός πραγματισμός δικαιολογεί μια ειλικρινή συνομιλία μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ουκρανίας σχετικά με τον περιορισμό των φιλοδοξιών του Κιέβου και τη συμβιβαστική λύση για ένα αποτέλεσμα που υπολείπεται της «νίκης» και έθεσε τρία σημεία που «απαιτούν μια τέτοια αυτοσυγκράτηση». Πρώτο σημείο: η συνέχιση των κυρώσεων ενάντια στη Ρωσία και η διακοπή λόγω του πολέμου στις αλυσίδες εφοδιασμού «τροφοδοτούν την αύξηση των τιμών σε πολλές χώρες και θα μπορούσαν να προκαλέσουν παγκόσμια έλλειψη τροφίμων». Δεύτερον, υπάρχει ο κίνδυνος της κλιμάκωσης είτε στην περίπτωση που πάνε καλά τα πράγματα για τη Ρωσία (να κινηθεί προς δυτικά) είτε, εάν χάνει, να χρησιμοποιήσει όπλα μαζικής καταστροφής και με τον κίνδυνο να πραγματοποιούνται χτυπήματα κοντά σε εδάφη χωρών του ΝΑΤΟ. «Τρίτον, παρόλο που η Δύση έχει επιδείξει εντυπωσιακή ενότητα υποστηρίζοντας την Ουκρανία και αντιστάθηκε στη ρωσική επιθετικότητα, η αλληλεγγύη της Δύσης μπορεί να εξασθενίσει με την πάροδο του χρόνου». Στο σημείο αυτό, θέτει και το ζήτημα των εξελίξεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ και την άνοδο του Τραμπ. Το κεντρικό άρθρο των ΝΥΤ υπερθεμάτισε και αυτό στην «αυτοσυγκράτηση» των ΗΠΑ και στον προσδιορισμό ρεαλιστικών στόχων για την Ουκρανία, από την ηγεσία της οποίας πρέπει να απαιτηθούν δύσκολες αποφάσεις…
Ο Χένρι Κίσινγκερ ανοιχτά και καθαρά προέτρεψε τη Δύση να εγκαταλείψει τον στόχο της για συντριπτική ήττα των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία και να πιέσει παράλληλα την Ουκρανία να δεχθεί διαπραγματεύσεις εντός των επόμενων δύο μηνών, οι οποίες περιλαμβάνουν εδαφικές παραχωρήσεις από μέρους της, «πριν δημιουργηθούν εντάσεις που δεν θα μπορούν να ξεπεραστούν εύκολα». Για να επαναφέρει την παλιότερη θέση του πως: «Το ιδανικό αποτέλεσμα θα ήταν να πάρει η Ουκρανία τη θέση ενός ουδέτερου κράτους, ως γέφυρα μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης».
Μια αναγκαία συνόψιση
Αν θέλαμε να συνοψίσουμε τις εξελίξεις των τελευταίων δύο εβδομάδων, θα λέγαμε πως τόσο οι εξελίξεις στο πεδίο των μαχών όσο (ή και περισσότερο) η προοπτική παράτασης της σύγκρουσης και διάχυσής της, απειλούν τη δυτική συνοχή, έχουν δημιουργήσει αντίρροπες σκέψεις και έχουν μεγαλώσει τα σοβαρά διλήμματα που αντιμετωπίζουν όλες οι δυνάμεις, με πρώτες τις ΗΠΑ, από την αρχή ακόμα της πολεμικής όξυνσης. Ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι ακόμα ικανές -και δεν γνωρίζουμε πότε και αν θα το καταφέρουν- να δρομολογήσουν μια πορεία όχι φυσικά προς την ειρήνη, αλλά προς ενός είδους διαπραγμάτευση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και με στόχο μια έστω προσωρινή ανάπαυλα. Ή αλλιώς ειπωμένο, έχουμε μπροστά μας πολύ αίμα ακόμη!