Η αγριότητα της κρατικής καταστολής στο πανεπιστήμιο κλιμακώθηκε την Παρασκευή 16 Σεπτέμβρη, όταν οι εγκατεστημένες δυνάμεις των ΜΑΤ στο ΑΠΘ έπνιξαν στα χημικά πάνω από 5.000 φοιτητές, ηλικιωμένους και παιδιά στη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Όσα αποκαλύφθηκαν πλατιά στις λαϊκές μάζες, προσπάθησε μάταια να κουκουλώσει η προκλητική ανακοίνωση της αστυνομίας, που μιλούσε για ομάδες μπαχαλάκηδων και ισχυριζόταν ότι δεν υπήρξε χρήση χημικών. Χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας διαπίστωσαν με τα ίδια τους τα μάτια ποιους στοχεύει η παρουσία της αστυνομίας στο πανεπιστήμιο: τους ίδιους τους φοιτητές, τον λαό ολόκληρο και όχι δήθεν κάποιες «ακραίες μειοψηφίες», όπως ισχυρίζεται η κυβερνητική προπαγάνδα ή την «πάταξη της εγκληματικότητας» μέσα στις σχολές. Αυτές οι ενέργειες τσαλάκωσαν στις συνειδήσεις πλατύτερων μαζών τη συστημική αξιοπιστία και αφήγηση. Τα συγκλονιστικά γεγονότα της Παρασκευής 16/9 ήρθαν ως συνέχεια της κρατικής τρομοκρατίας που επικρατούσε για εβδομάδες μέσα στις σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, σε μια επίμονη προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλλει την παρουσία της ΟΠΠΙ μέσα στις σχολές. Ξεχείλισε το ποτήρι της οργής της νεολαίας, η οποία κατέβηκε μαζικά στον δρόμο, με αυθόρμητη διαδήλωση χιλίων φοιτητών τη νύχτα των γεγονότων και βέβαια, με την παρουσία περισσότερων από 3.000 διαδηλωτών την επόμενη μέρα στη Θεσσαλονίκη.
Μπροστά στον φόβο ενός ευρύτερου νεολαιίστικου ξεσηκωμού, σε μια φάση που η άρχουσα τάξη δέχεται πολλαπλές πιέσεις, η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε προσωρινά για πολλοστή φορά στο θέμα της εισόδου της ΟΠΠΙ μέσα στις σχολές. Οι επαναλαμβανόμενες συγκεντρώσεις και η αντίσταση των φοιτητών εν μέσω εξεταστικής έφθειραν το κυβερνητικό σχέδιο για φαστ-τρακ εγκατάσταση της ΟΠΠΙ τον Σεπτέμβρη προτού ανοίξουν οι σχολές. Οι αντιφάσεις του ίδιου του συστήματοςν που δημιούργησε ένα κατασταλτικό σώμα (ΟΠΠΙ) που αδυνατεί να επιβάλλει την παρουσία του χωρίς τη συνοδεία των ΜΑΤ, δημιούργησαν επιπλέον προβλήματα στον κυβερνητικό σχεδιασμό. Έτσι, με πρόσχημα την απουσία τουρνικέ, η κυβέρνηση αποφάσισε να ρίξει τους τόνους, παύοντας για λίγο τις «παρενοχλήσεις» στο φοιτητικό κίνημα με τις αιφνιδιαστικές απόπειρες εισόδου της αστυνομίας. Ανακοινώθηκε ότι η ΟΠΠΙ προσωρινά θα περιπολεί έξω από τους χώρους των πανεπιστημίων, μέχρις ότου οι πρυτανικές αρχές τοποθετήσουν τουρνικέ και κάμερες, οι οποίες θα επιτρέπουν την «ασφαλή» εγκατάστασή της στο εσωτερικό.
Αυτός ο νέος κύκλος αντιπαράθεσης μεταξύ φοιτητών και κυβέρνησης έδειξε ότι τα αντανακλαστικά της νεολαίας είναι ζωντανά, μαχητικά, ικανά να βάζουν πρόβλημα και να εμπνέουν βαθύ φόβο στο σύστημα. Έδειξε, ωστόσο, ότι η οργή συνεχίζει να εκδηλώνεται με τη μορφή αναλαμπών, ενώ η αποδιοργάνωση του φοιτητικού κινήματος είναι τέτοια, που ακόμη και μετά τα γεγονότα της συναυλίας του ΑΠΘ στάθηκε αδύνατο να ενεργοποιηθούν οι γενικές συνελεύσεις των συλλόγων. Οι μεγαλύτερες ευθύνες αναλογούν στην πρώτη δύναμη (ΚΝΕ-ΠΚΣ), που διατηρώντας ισχυρές δεσμεύσεις «υπευθυνότητας» απέναντι στο σύστημα, όχι μόνον απουσίαζε εντελώς από την υπόθεση και τις διαδηλώσεις, αλλά καταπολέμησε ανοιχτά τις προσπάθειες σύγκλισης γενικών συνελεύσεων, καταδικάζοντάς τες ως «ανεύθυνες και ανώριμες». Από την άλλη πλευρά, η ακτιβίστικη λογική τύπου «Ζορό» που εκδηλώθηκε μέσα στους φοιτητές με ευθύνη της αναρχοαυτονομίας και μερίδας των ΕΑΑΚ, ενέτεινε το αίσθημα αδυναμίας και αδιεξόδου, αδυνατώντας να απαντήσει στο ερώτημα «και τώρα, πώς προχωράμε;». Στο μεταξύ, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, ένα νέο σκηνικό νομιμοποίησης της αστυνομίας στήνεται σε σχολές και φοιτητικές εστίες, στρώνοντας το έδαφος για τα επόμενα χτυπήματα.
Παρά τα προσωρινά μπρος πίσω, είναι ολοφάνερο ότι όλο και λιγότερο η κυβέρνηση υπολογίζει το πολιτικό κόστος μπροστά στην αναγκαιότητα να καταστείλει μια ολόκληρη γενιά που της διαλύει το μέλλον. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται και από το βίαιο χτύπημα της φοιτητικής διαδήλωσης στην Αθήνα, μία μέρα μετά τα γεγονότα της συναυλίας στη Θεσσαλονίκη. Συνολικά η αστική τάξη έχει θέσει τον μεγαλεπήβολο στόχο να τελειώνει με το φοιτητικό κίνημα και την πολιτικοποίηση της νεολαίας μέσα στα ελληνικά πανεπιστήμια, που γαλούχησαν γενιές και γενιές νέων αγωνιστών. Θέλει να «κόψει την αρτηρία» που αιμοδοτεί τη ριζοσπαστικοποίηση στην Ελλάδα, στοχεύοντας τους χώρους που αυτή αναπαράγεται και αναπνέει (πανεπιστήμια, πλατείες) προκειμένου να εδραιώσει την πολιτική της φτώχιας, της ανεργίας και των ταξικών φραγμών. Παρά τις μικρές ή τις μεγαλύτερες αναδιπλώσεις και ταλαντεύσεις, κινείται βασικά με αποφασιστικότητα, κερδίζοντας σταθερά έδαφος χρόνο με τον χρόνο, μήνα με τον μήνα, σε βάρος των φοιτητών. Αυτή η πολιτική έχει βάθος και ορίζοντα. Η ανατροπή της δεν είναι υπόθεση της μιας ριξιάς, αλλά απαιτεί οικοδόμηση κινήματος, ενός κινήματος με τρία στοιχεία: πολιτικά θεμέλια, μαζικότητα και διάρκεια. Που θα συνδέει πολιτικά την καταστολή με το χτύπημα των δικαιωμάτων και την έλλειψη προοπτικής, αγγίζοντας ευρύτερες φοιτητικές μάζες. Που θα ξεφεύγει από εκλογικές αυταπάτες και λογικές που ζητούν συστημικό ανασχηματισμό του τύπου «να πέσει η κυβέρνηση» και «να παραιτηθεί ο πρύτανης». Που θα έχει ως κύτταρα οργάνωσης τους ίδιους τους φοιτητικούς συλλόγους και τις γενικές τους συνελεύσεις, εμπλέκοντας όσο γίνεται πλατύτερα τους φοιτητές στην υπόθεση αυτή. Που θα θέσει στο τραπέζι το ζήτημα των καταλήψεων ως αναγκαία προϋπόθεση για να μετατραπούν οι σχολές σε κέντρα αγώνα. Σε λίγες ημέρες, ένα νέο εξάμηνο ξεκινά και οι φοιτητές επιστρέφουν στα αμφιθέατρα. Οι μάχες βρίσκονται μπροστά.