Την ίδια στιγμή που φαίνεται πως αναζητούνται τρόποι για να ανοίξει το «παράθυρο» των διαπραγματεύσεων και να ανιχνευθούν δρόμοι επίτευξης ενός συμβιβασμού, ο άδικος πόλεμος στην Ουκρανία ως έκφραση της αμερικανορωσικής ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης ανεβάζει ασταμάτητα την κλίμακα της επικινδυνότητας του, ωθεί τις εξελίξεις στα όρια του αδιανόητου. Αυτή η εξόφθαλμη αντίφαση, που από καιρό σε καιρό και αφού διανύσει υπόγειες διαδρομές βγαίνει ορμητικά στην επιφάνεια, δεν είναι παρά αποτέλεσμα των μεγάλων διακυβευμάτων και των μεγάλων αδιεξόδων που χαρακτηρίζουν τη σύγκρουση αυτή και τους πρωταγωνιστές της (Ρωσία-ΗΠΑ) και την επιμονή αυτών των πρωταγωνιστών να μην είναι οι χαμένοι της υπόθεσης.
Πολύ πρόσφατες εκφράσεις της είναι, για παράδειγμα, οι αναφορές Πούτιν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στην τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Μακρόν, ενώ είχαν προηγηθεί από τον ίδιο λίγες μέρες πριν (στη συνέντευξή του στο ίδρυμα «Βαλντάι») δηλώσεις πως για τη Ρωσία δεν έχει κανένα όφελος, πολιτικό και στρατιωτικό, η χρήση πυρηνικών από μέρους της. Ή η επιστολή στα τέλη Οκτωβρίου 30 Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, με την οποία προέτρεπαν την κυβέρνηση Μπάιντεν να επιδιώξει απευθείας διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα, η οποία αποσύρθηκε την επόμενη μέρα εν μέσω κατακραυγής.
Ρωσία: στοχεύσεις, προβλήματα και ενδεχόμενα
«Σήμερα, ο μονοπολικός κόσμος ανήκει στο παρελθόν. Βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό ορόσημο. Η πιο σημαντική και επικίνδυνη δεκαετία από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι μπροστά».
Το παραπάνω απόσπασμα από την πολύωρη τοποθέτηση του Πούτιν στη «δεξαμενή σκέψης» Βαλντάι, όπως και οι εκτεταμένες αναφορές του σε χώρες που δεν ανέχονται πια τους επιλεκτικούς κανόνες της Δύσης, η ανάγκη να αλλάξει η σύνθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για να αντιπροσωπεύονται ισότιμα όλες οι περιοχές του πλανήτη είναι χαρακτηριστικά του πώς αντιμετωπίζει η ρωσική ηγεσία την παγκόσμια κατάσταση και πώς τοποθετεί μέσα σ’ αυτήν τον εαυτό της και τις στοχεύσεις της. Στην ίδια τοποθέτηση επανέλαβε όλη τη συλλογιστική του –με μπόλικο όπως πάντα αντικομμουνισμό- για την Ουκρανία (τεχνητό έθνος κ.ά.), επιτέθηκε ξανά στη «συλλογική Δύση» που έκανε το πραξικόπημα στο Μαϊντάν, δεν εφάρμοσε τις συμφωνίες του Μινσκ και οδήγησε τα πράγματα εκεί που είναι σήμερα. Για να καταλήξει πως η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε δύο επιλογές: είτε να συνεχίσει αυτή την πορεία που «σίγουρα θα μας συντρίψει όλους» είτε «τα έθνη να συνεργαστούν για να βρουν λύσεις»!
Η Ρωσία φανερά συνδέει την πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία με την ίδια της την ύπαρξη αλλά και με τη φιλοδοξία της να αποτελεί ένα από τα κέντρα του πολυκεντρικού κόσμου που θα «συνδιαμορφώνουν» τις τύχες του πλανήτη, εμφανιζόμενη ως «προστάτιδα» των ριγμένων και περιθωριοποιημένων από τη Δύση περιοχών της Γης. Ωστόσο και όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν μπορεί να προσπεράσει το γεγονός πως έχουν υπάρξει μια σειρά λανθασμένοι στρατιωτικοί και πολιτικοί υπολογισμοί, που έχουν δημιουργήσει μια σειρά προβλήματα στο πεδίο των μαχών τα οποία την αναγκάζουν σε επαναπροσδιορισμό των κινήσεων και των επιλογών της, ενώ τη βάζουν μπροστά σε κρίσιμα για την ίδια αλλά και για όλη την ανθρωπότητα διλήμματα.
Έτσι την άνοιξη, η υποτίμηση της στήριξης του καθεστώτος του Κιέβου από τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ οδήγησε σε αποτυχία το σχέδιο αλλαγής ή πειθαναγκασμού της ουκρανικής ηγεσίας ώστε να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το φθινόπωρο η «ουκρανική» αντεπίθεση ανέδειξε το κρίσιμο πρόβλημα του συσχετισμού δυνάμεων στο μέτωπο αλλά και των εφεδρειών και την οδήγησε σε πρώτη φάση στη μερική επιστράτευση, τις προσαρτήσεις των τεσσάρων περιοχών και την εκτόξευση σε τακτά χρονικά διαστήματα πυρηνικών απειλών. Για να φτάσει, μετά και τα χτυπήματα σε Nord Stream 1 και 2 και κυρίως μετά την επίθεση με drones κατά του ρωσικού στόλου στη Σεβαστούπολη της Μαύρης Θάλασσας, στην επιλογή των μαζικών επιθέσεων καταστροφής του ενεργειακού (κυρίως) δικτύου της Ουκρανίας. Όσον αφορά το τελευταίο συμβάν με την επίθεση στο ρώσικο στόλο, είναι μάλλον επιλογή της Ρωσίας να βάλει στο πολιτικό στόχαστρο τη Βρετανία, σαν τον «αδύναμο κρίκο» του αγγλοσαξονικού άξονα.
Πάντως τα προβλήματα σε όλη τη γραμμή του πολεμικού μετώπου εξακολουθούν να υφίστανται. Το γεγονός πως η μεγάλη πλειοψηφία των επίστρατων δεν έχει ακόμα ριχτεί στον πόλεμο και η αμερικανονατοϊκή πολύπλευρη στήριξη του Κιέβου κλιμακώνεται με συνέπεια το καθεστώς του Κιέβου να οργανώνει, π.χ., μεγάλη επίθεση προς τη Χερσώνα αποτελούν σημαντικές πλευρές και πηγές αυτών των προβλημάτων. Ωστόσο υπάρχει και κάτι βαθύτερο: στοιχεία από ρωσικές πηγές καταδεικνύουν πως παρά την πορεία ανασυγκρότησής του από το 2000 και έπειτα, ο ρωσικός –συμβατικός- στρατός υπολείπεται του σοβιετικού στρατού σε πολλά και κρίσιμα επίπεδα. Επιπλέον, με εξαίρεση την πικρή εμπειρία του Αφγανιστάν και την επιτυχή αλλά άλλης φύσης και κλίμακας εμπλοκής του στη Συρία, ο ρωσικός στρατός είναι «άκαπνος» και μάλλον αναγκαστικά τώρα «μαθαίνει να πολεμά».
Ταυτόχρονα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι στρατιωτικές επιλογές της είχαν και έχουν πολιτικούς προσδιορισμούς και περιορισμούς. Έτσι η ρωσική ηγεσία, αν και έχει ανοίξει τη συζήτηση στο εσωτερικό της, είναι έως τώρα αρνητική στη μετατροπή της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» σε «πόλεμο», τόσο γιατί αυτό θα διογκώσει τα ζητήματα διαχείρισής του στη ρωσική κοινωνία, που ήδη υφίστανται, όσο και κυρίως διότι μια τέτοια κίνηση θα δρομολογούσε συνθήκες πλήρους ρήξης με τη Δύση και κυρίως με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, κάτι που η ίδια δεν θέλει. Ενώ συνυπολογίζει τις διαφοροποιήσεις και τις αποστάσεις που κρατά τόσο η Κίνα όσο και χώρες όπως το Καζαχστάν μετά την ανακοίνωση των προσαρτήσεων αλλά και αντιδρώντας στις αναφορές της Ρωσίας στα πυρηνικά.
Φυσικά η ρωσική ηγεσία προετοιμάζεται ολοφάνερα για έναν μακρύ κύκλο αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και το ενεργούμενό τους καθεστώς του Κιέβου. Κρίσιμα στοιχεία αυτής της προετοιμασίας είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών ενοποίησης του «ενωσιακού κράτους» Ρωσίας-Λευκορωσίας σε πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο αλλά και η προετοιμασία της Λευκορωσίας για είσοδο -αν χρειαστεί ή αν προκληθεί- στην πολεμική σύγκρουση, η αναβάθμιση ιδιαίτερα του πολεμικού της ναυτικού, η ανάπτυξη κάθε είδους βαλλιστικών πυραύλων με τεχνολογίες που να διατηρούν το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ΗΠΑ, η προσπάθειά της να συγκροτήσει τις συμμαχίες της.
ΗΠΑ: κλιμάκωση εν μέσω προβληματισμών
Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν πραγματικά μπει σε μια διαδικασία διαρκούς και κλιμακούμενου εξοπλισμού του ουκρανικού στρατού με τα πιο σύγχρονα πυραυλικά συστήματα, σπάζοντας στην πράξη κάποιες από τις «κόκκινες γραμμές» που είχε θέσει η Ρωσία όσον αφορά την εμπλοκή της Δύσης στον πόλεμο, ενώ στο τραπέζι έχει πέσει η αποστολή πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς αλλά και μαχητικών αεροσκαφών στο καθεστώς Ζελένσκι. Στην ίδια κατεύθυνση της αμφισβήτησης των «κόκκινων γραμμών» της Ρωσίας, δυτικοί αξιωματούχοι συμμετέχουν στο σχεδιασμό της «ουκρανικής αντεπίθεσης», χιλιάδες μισθοφόροι στρατολογημένοι στη Δύση συρρέουν στα πεδία των μαχών, δεκάδες χιλιάδες ουκρανοί στρατιώτες εκπαιδεύονται στη Βρετανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ ομολογείται πια ανοιχτά πως ο ουκρανικός στρατός καθοδηγείται σε πραγματικό χρόνο με τα στοιχεία που του παρέχουν οι δυτικοί δορυφόροι και με κρίσιμο ρόλο να παίζει το σύστημα STARLINK του γνωστού Έλον Μάσκ.
Γι’ αυτό το τελευταίο, καθόλου τυχαία, η Ρωσία έχει προσθέσει στη φαρέτρα των απειλών της και το ενδεχόμενο κατάρριψης των δυτικών δορυφόρων («νόμιμοι στόχοι»), κάτι που, αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλεγεί, είναι δείγμα κι αυτό των εφιαλτικών ενδεχόμενων που συνεχώς πληθαίνουν στην ουκρανική σύγκρουση. Την παραπάνω κατεύθυνση αναδεικνύουν και οι άκρως τυχοδιωκτικές και εμπρηστικές κινήσεις των ΗΠΑ- Βρετανίας σε σχέση με τους αγωγούς Nord Stream 1 και 2 και την επίθεση κατά του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα.
Σε ένα ευρύτερο πεδίο οι Αμερικανονατοϊκοί κλιμακώνουν την περίσφυξη της Ρωσίας με τον υπερδιπλασιασμό μέσα σε οχτώ μήνες των νατοϊκών στρατευμάτων στα δυτικά σύνορά της, ενώ στο στόχαστρο των Δυτικών έχει μπει και η Λευκορωσία. Ο νατοϊκός στόλος έχει κατακόρυφα αυξήσει την παρουσία του στη Βαλτική και τη Βόρεια Θάλασσα, ενώ οι Βαλτικές και η Πολωνία έχουν την τιμητική τους σ΄ αυτή την τεράστια συγκέντρωση πυρός στην περιοχή. Τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα «σουλατσάρουν» σε Μεσόγειο και Αδριατική, ενώ όλες οι αμερικανονατοϊκές βάσεις στην Ευρώπη (μεταξύ αυτών και στη χώρα μας) αναβαθμίζονται και έχουν τεθεί σε πλήρη ετοιμότητα. Η μεταφορά μάλιστα της επίλεκτης 101 αερομεταφερόμενης μεραρχίας των ΗΠΑ στη Ρουμανία, σε απόσταση μόλις πέντε χιλιομέτρων από το ρουμανοουκρανικά σύνορα, δεν είναι μόνο σημειολογική αλλά καταδεικνύει το πόσο πλησιάζονται τα όρια του αδιανόητου από την πλευρά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Λίγες μόλις μέρες πριν από τις «ενδιάμεσες εκλογές» στις ΗΠΑ και με ερωτηματικό εάν και κατά πόσο το αποτέλεσμά τους θα επηρεάσει τις επιλογές των ΗΠΑ όσον αφορά την Ουκρανία, οι έντυπες ναυαρχίδες του αμερικανικού κατεστημένου, όπως η Washington Post και οι New York Times, ξαναθέτουν, έμμεσα ή άμεσα, την ανάγκη διαπραγματεύσεων ΗΠΑ-Ρωσίας ή της ανάγκης να πιεστεί ο Ζελένσκι ώστε να γυρίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σε άρθρο του o Πολ Κρεγκ Ρόμπερτς, οικονομολόγος και συγγραφέας, βοηθός υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Ρίγκαν, καθηγητής πανεπιστημίων και πρώην αρχισυντάκτης της Wall Street Journal, εξηγεί ότι η ανθρωπότητα πλησιάζει στην περίοδο του Αρμαγεδδώνα όχι εξαιτίας της επιθετικότητας του Πούτιν αλλά λόγω… της διαρκούς υποχωρητικότητάς του! Περιοδικά όπως το Foreign Affairs κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου πως η πολιτική τής διοίκησης Μπάιντεν οδηγεί σε «παντοτινό πόλεμο» και τελικά θα επιφέρει τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, ενώ η πυρηνική απειλή είναι πιο κοντά από ποτέ.
Ποιο είναι άραγε το κρίσιμο σημείο που ερμηνεύει την αντίφαση ότι ενώ όχι μόνο στην Δύση αλλά και στο ίδιο το εσωτερικό τής ιμπεριαλιστικής άρχουσας τάξης των ΗΠΑ έχει ξαναφουντώσει η συζήτηση για την ανάγκη να γίνουν διαπραγματεύσεις και να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός, την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ ερωτοτροπούν με όλο και πιο επικίνδυνες και οριακές καταστάσεις αλλά και αντίστροφα;
Νομίζουμε πως είναι το γεγονός ότι η δρομολόγηση μιας τέτοιας διαδικασίας συμβιβασμού θα αποτελούσε αντικειμενικά αναγνώριση αυτών που απαιτεί ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, θα αποτελούσε μια ομολογία ότι ο «μονοπολικός κόσμος» έχει τελειώσει ανεπιστρεπτί και η Ρωσία (και άλλοι) έχουν λόγο στη διαμόρφωση της «παγκόσμιας τάξης»! Αντίστροφα, και ακριβώς επειδή οι ΗΠΑ κάτι τέτοιο δεν μπορούν να το αποδεχτούν, πασχίζουν να αντιμετωπίσουν τη σχετική τους αποδυνάμωση με κάθε τρόπο, πριμοδοτούν την ένταση, πλησιάζοντας κάθε φορά ολοένα και πιο κοντά στο σημείο βρασμού και τότε, μπροστά στο αδιανόητο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος που δεν θα έχει νικητή, προβάλλει αναγκαστικά η ανάγκη να αναζητηθούν δρόμοι διαπραγμάτευσης.
Και η «Ευρώπη»;
Μέσα σ΄ αυτό το τοπίο που διαμορφώνει η αμερικανορωσική αντιπαράθεση, οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές αναζητούν μάταια οδούς διαφυγής και προώθησης ενός συμβιβασμού. Παράλληλα και ενώ το αίμα ρέει άφθονο στις ουκρανικές πεδιάδες και τα χαρακώματα, σαν γνήσιοι ιμπερια-ληστές, οι Ευρωπαίοι με πρωτοστατούσα τη Γερμανία διαγκωνίζονται με τις ΗΠΑ για το ποιος θα αναλάβει (η ΕΕ ή το G7) την «ανοικοδόμηση της Ουκρανίας»! Βέβαια και προς στιγμήν, οι ιμπεριαλιστικές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης δρέπουν τους καρπούς τής αναγκαστικής τους στοίχισης πίσω από την επιθετική γραμμή των ΗΠΑ, με τις έριδες στο εσωτερικό της ΕΕ μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας (και όχι μόνο) να μεγαλώνουν επικίνδυνα. Ταυτόχρονα οι ευρωπαϊκοί λαοί αρχίζουν να βγαίνουν μαζικά στο δρόμο, αντιστεκόμενοι στις πολιτικές τής ακρίβειας και της φτώχειας, αντιδρώντας στον άγριο χειμώνα που τους υπόσχεται το πολιτικό προσωπικό των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών χωρών αλλά και των εξαρτημένων από αυτούς αστικών τάξεων.
Εν κατακλείδι, αυτό το τυχοδιωκτικό και επικίνδυνο σπιράλ, αυτή η ματωμένη πορεία σε τεντωμένο σχοινί που πριμοδοτούν ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Ρωσία είναι ζήτημα αν και σε ποια φάση και με ποιους όρους μπορεί να σταματήσει ή έστω να παγώσει προσωρινά. Αντίθετα, συνεχίζει να παράγει ακατάπαυστα ολοένα και περισσότερες «δεσμεύσεις» σε μια κατεύθυνση γενίκευσης του πολεμικού μακελειού, με ό,τι και αν σημαίνει αυτό!
Επί του πιεστηρίου
Η επιβεβαίωση από μεριάς του Τζέικ Σάλιβαν, του Σύμβουλου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, ότι Ουάσιγκτον και Μόσχα διατηρούν επαφές για το ζήτημα των πυρηνικών και αυτό είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ δείχνει το μέγεθος του προβλήματος και σε ποιες επικίνδυνα οριακές καταστάσεις κινείται η ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση στην Ουκρανία.