Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, όπως λέγονται οι εκλογές μεταξύ δύο προεδρικών, αφορούν την ανανέωση του συνόλου των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (διετής θητεία) και του ενός τρίτου περίπου των μελών της Γερουσίας (εξαετής θητεία). Οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ έχουν από το 2020 τον έλεγχο και στα δύο σώματα του Κογκρέσου και, όπως δείχνουν τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, οι Ρεπουμπλικάνοι ανακτούν τον έλεγχο της Βουλής. Για τους Δημοκρατικούς η «μάχη» δίνεται για τον έλεγχο της Γερουσίας, έστω και στο 50-50, αφού μετρά και η ψήφος της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις. Αυτό θα κριθεί τον επόμενο μήνα, αφού ήδη στην πολιτεία της Τζώρτζια το αποτέλεσμα οδηγεί σε επαναληπτικές.
Ποτέ στο παρελθόν ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ δεν είχαν τόση βαρύτητα, προβολή, σημασιοδότηση εντός και εκτός των ΗΠΑ. Το σύνηθες ήταν αυτές να λειτουργούν εκτονωτικά της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων, αφού το ένα από τα δύο σώματα (ή ακόμα και τα δύο) περνούσαν στο κόμμα που είχε χάσει τις προεδρικές εκλογές, αλλά χωρίς ιδιαίτερες πολιτικές προεκτάσεις. Η αρχή έγινε στις προεδρικές εκλογές του 2000, όπου ο Γκορ αμφισβήτησε τη νομιμότητα της εκλογής του Μπους του νεότερου. Αν και τότε διευθετήθηκε σύντομα η πολιτική αστάθεια, δημιούργησε προηγούμενο που έφτασε σε κορυφαίες στιγμές πριν 2 χρόνια με τα γεγονότα του Καπιτωλίου.
Φέτος οι ενδιάμεσες εκλογές είχαν πάρει χαρακτήρα δημοψηφίσματος από τους Ρεπουμπλικάνους που, με επικεφαλής τον Τραμπ, έδειχναν να θέλουν να συνεχίσουν την αμφισβήτηση των προηγούμενων προεδρικών εκλογών, προσδοκώντας ένα «κόκκινο κύμα» (το χρώμα του κόμματος), που ωστόσο δεν ήρθε. Το αποτέλεσμα, όπως σε γενικές γραμμές έχει διαμορφωθεί, δείχνει μια περισσότερο ισορροπημένη κατάσταση στο επίπεδο αυτό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται μια λιγότερο ισορροπημένη συνέχεια! Γιατί το ίδιο αποτέλεσμα ταυτόχρονα δείχνει και μια χώρα βαθιά διαιρεμένη και διχασμένη.
Σήμερα, μόνο εκτονωτικές, της όποιας δυσαρέσκειας, δεν μπορεί να χαρακτηριστούν αυτές οι εκλογές. Άλλωστε, τα αίτια αυτής της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης στις ΗΠΑ είναι βαθύτερα, συνιστώντας μια σύνθεση διαδοχικών κρίσεων των τελευταίων δεκαετιών. Τα θέματα της δημόσιας συζήτησης σε αυτές τις εκλογές, όπως και σε κάθε προηγούμενες, αφορούν τα λεγόμενα «εσωτερικά» ζητήματα, οικονομικά, κοινωνικά και άλλα. Τα αμεσότερα αφορούσαν την κραυγαλέα άνοδο των τιμών των καυσίμων (άσχετα αν οι ΗΠΑ είναι παραγωγός και εξαγωγέας), των τροφίμων και κατά συνέπεια του πληθωρισμού που καλπάζει, συνθέτοντας μια δραματική πραγματικότητα, στην οποία προσπάθησε, χωρίς ιδιαίτερα οφέλη όπως φαίνεται, να επενδύσει η «ατζέντα» των Ρεπουμπλικάνων. Ωστόσο, το εύρος των πληττόμενων «νοικοκυριών», το διευρυνόμενο συνεχώς χάσμα ανισοτήτων και η δεινή οικονομική θέση στην οποία έχουν περιέλθει εκατομμύρια κόσμου συνθέτουν μια άλλη «ατζέντα», που κανείς δεν μπορεί και δε θέλει να αγγίξει.
Η εξωτερική πολιτική αποτελεί σπάνια αντικείμενο συζήτησης στις αμερικανικές εκλογές, εκτός αν έχει αντίκτυπο στην οικονομία ή επιφέρει ανθρώπινες απώλειες. Έτσι, τα διεθνή ζητήματα, και βασικά ο πόλεμος στην Ουκρανία, δεν ήταν σε κανενός πολιτικού την «ατζέντα», ήταν όμως παρόντα με πολλούς έμμεσους τρόπους. Η σχεδόν απόλυτη διακομματική συναίνεση των πρώτων μηνών του πολέμου στα δύο νομοθετικά σώματα εμφάνισε σημάδια διαφοροποίησης από τον περασμένο Μάη, όταν τέθηκε προς ψηφοφορία ο νόμος για τις Επιπλέον Συμπληρωματικές Πιστώσεις στην Ουκρανία, που προέβλεπε αποστολή βοήθειας ύψους 40 δισ. δολαρίων. Από την άλλη, δημοσκοπήσεις καταγράφουν ότι το ποσοστό των πολιτών που ένιωθαν ότι οι ΗΠΑ έχουν υποχρέωση να υπερασπιστούν την Ουκρανία μειώνεται με γρήγορους ρυθμούς.
Η κριτική που ασκείται στη σημερινή διοίκηση του Λ. Οίκου από συστημικά κέντρα και ΜΜΕ αφορά τη διαχείριση της κρίσης στην Ουκρανία. Υποστηρίζουν ότι οι αμφίσημες δηλώσεις της σημερινής προεδρίας και η προβολή μιας μη δυναμικής στάσης λειτούργησαν όχι μόνο ενθαρρυντικά στη ρωσική επέμβαση, αλλά δημιούργησαν αντιστάσεις και αντισυσπειρώσεις από τρίτες χώρες (Ινδία, Τουρκία, Βραζιλία κ.α.) και εξανάγκασαν τους δύο μεγάλους αντιπάλους της (Κίνα και Ρωσία) να εξετάζουν στρατηγικές προσεγγίσεις! Χαρακτηριστικό στοιχείο η επιστολή 30 βουλευτών του Δημοκρατικού Κόμματος (οι οποίοι ανήκουν στη λεγόμενη «αριστερή» πτέρυγα) προς τον Μπάιντεν, μόλις δυο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, που ζητούν από τον αμερικανό πρόεδρο να ξεκινήσει απευθείας συνομιλίες με τη Ρωσία, με στόχο τον τερματισμό του πολέμου το συντομότερο δυνατόν. Κίνηση που αποτυπώνει την έντονη ανησυχία στο εσωτερικό των ΗΠΑ για την εξελισσόμενη κατάσταση και δικαιώνει τη άποψη του υπέργηρου Κίσινγκερ: «…πορευόμαστε χωρίς να έχουμε καμία αντίληψη για το πώς θα τελειώσει αυτό ή το πού υποτίθεται ότι θα οδηγήσει».
Δεν ξέρουμε αν και πόσο το αποτέλεσμα θα επιδράσει στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όμως σίγουρα θα επιδράσει στις διεθνείς εξελίξεις η συνέχιση της εσωτερικής ταλάντευσης. Η αλλαγή του status quo της Κίνας από στρατηγικό εταίρο σε ανταγωνιστή, όπως για πρώτη φορά τέθηκε δημόσια από τον Μπους το νεώτερο, όρισε ένα νέο διακύβευμα: την εξισορρόπηση της ανόδου της Κίνας.
Το σημερινό πολιτικό σκηνικό αποτελεί συνέχιση, αν όχι ενίσχυση, της βαθιάς πόλωσης της αμερικανικής κοινωνίας και του διχασμού που διαμορφώνουν τα κέντρα αποφάσεων, αντανακλώντας αδιέξοδα της παγκόσμιας στρατηγικής των ΗΠΑ. Πώς ο Μπάιντεν, με τη νέα σύνθεση του Κογκρέσου, θα προωθήσει με συνέπεια το δόγμα της διπλής ανάσχεσης Ρωσίας και Κίνας, που ορίζει τον κεντρικό άξονα της αμερικανικής στρατηγικής; Πώς θα συγκροτήσει συμμαχίες σε Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό για να επιβάλει ανάσχεση της επέκτασης της επιρροής της Κίνας;
Ο Μπάιντεν φέρεται να είναι απαξιωμένος, όχι μόνο στους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους, αλλά και στο κόμμα του, που όμως το οδηγεί αναγκαστικά σε έναν κύκλο εσωστρέφειας, ανοίγοντας τη συζήτηση για τις προεδρικές εκλογές του 2024. Αλλά και το στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων πρέπει να ξεκινούν διεργασίες. Το νέο όνομα που πλέον συζητείται είναι αυτό του κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις, για το 2024. Η ευρεία νίκη, 20 μονάδες, είναι μια καλή αφετηρία.
Ενδεχομένως το δίδυμο Τραμπ-Μπάιντεν να κάνει τις τελευταίες εμφανίσεις του στο πολιτικό προσκήνιο. Ήδη εμφανίζονται σενάρια για την κρίσιμη διετία 2022-24, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, που θα γνωρίζουμε τον επόμενο μήνα, καθώς, για τα δύο επόμενα χρόνια, τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Για κάποιους πολιτικούς αναλυτές η περίοδος Μπάιντεν, όταν ολοκληρωθεί, θα αποτελέσει παρένθεση. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι μόνο τι θα περικλείει αυτή η παρένθεση, αλλά τι θα ανοίξει το κλείσιμό της.
ΧΒ