Η πυκνή και παράλληλη εξέλιξη των στρατιωτικών και πολιτικών κινήσεων με κέντρο τον πόλεμο στην ή καλύτερα για την Ουκρανία (και όχι μόνο) αναδεικνύει ξανά και ξανά πως «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», που στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά την πολιτική και τις παγκόσμιες επιδιώξεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που συμμετέχουν άμεσα (Ρωσία) ή έμμεσα (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ) στη μεγαλύτερη, από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, σύγκρουση στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Γι’ αυτό και γίνονται τόσο ευδιάκριτα όχι μόνο τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των αντίπαλων μερών αλλά και οι ενυπάρχουσες αντιθέσεις σε κάθε πλευρά. Άλλο τόσο γίνονται ευδιάκριτοι οι σοβαροί προβληματισμοί και τα αδιέξοδα που διαπιστώνουν δυνάμεις του συστήματος μπροστά στα επικίνδυνα, για την ίδια του την ύπαρξη, όρια στα οποία συνεχώς πλησιάζει αυτή η σύγκρουση. Προβληματισμοί και αδιέξοδα που μέχρι στιγμής δεν κατορθώνουν να ανασχέσουν τη βασική ροπή προς το βάθεμα και πλάτεμα της σύγκρουσης.
«Διάλογος» με βόμβες και όπλα
Νομίζουμε ότι έχει γίνει φανερό πως οι τρεις επιθέσεις του καθεστώτος του Κιέβου με σαφή -αν και υπόγεια- την αμερικανοΝΑΤΟϊκή ιμπεριαλιστική υποστήριξη βαθιά μέσα στο ρωσικό έδαφος (έως και 700 χιλιόμετρα από τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας), που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων και την αεροπορική βάση Ένγκελς όπου σταθμεύουν τα στρατηγικά βομβαρδιστικά των ρωσικών αεροδιαστημικών δυνάμεων, δεν ήταν μόνο ή και κυρίως απάντηση στους σαρωτικούς βομβαρδισμούς του ενεργειακού δικτύου της Ουκρανίας από τη Ρωσία. Περισσότερο αποτελούσε «απάντηση» σε έναν ιδιότυπο «διάλογο» που διεξάγεται στα πλαίσια της Δύσης συνολικά και των ΗΠΑ ιδιαίτερα και αφορούσε ειδικά μια «απάντηση» στο δυνάμωμα τελευταία των φωνών για διαπραγματεύσεις. «Διάλογο» στον οποίο συμμετέχει και επεμβαίνει και η Ρωσία, ενώ και η ίδια αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της και στις διεθνείς σχέσεις της πιέσεις ανάλογου χαρακτήρα. Φυσικά, όπως ο πόλεμος έτσι κι αυτός ο «διάλογος» συνεχίζεται αμείωτα…
Έτσι είχαμε άλλα δύο–τρία κύματα βομβαρδισμών του ρωσικού ιμπεριαλισμού με το κύμα της 16ης Δεκέμβρη (ένατο από την έναρξή τους στις αρχές φθινοπώρου) να είναι το πιο συντριπτικό. Βομβαρδισμοί που συνεχίζουν να σμπαραλιάζουν το ενεργειακό δίκτυο της Ουκρανίας και να καθιστούν μη λειτουργικά σημαντικά τμήματα του σιδηροδρομικού δικτύου της Κεντρικής Ουκρανίας, γεγονός που έχει ήδη τον αντίχτυπό του στο μέτωπο του Ντονμπάς. Βομβαρδισμοί που αυξάνουν την εσωτερική πολιτική και κοινωνική πίεση στο καθεστώς του Κιέβου, ενώ δίνουν ακόμη μεγαλύτερο έδαφος στις ενστάσεις των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών όσον αφορά την αντιρωσική επιθετική γραμμή των ΗΠΑ με την οποία αναγκάζονται εν πολλοίς να συντάσσονται. Βομβαρδισμοί που συνδυάζονται με μια –ύστερα από αρκετό καιρό- αργή προέλαση των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στο βασικό μέτωπο του Ντονμπάς, γεγονός που υποδεικνύει εκτός των άλλων ότι έχουν αρχίσει να παίζουν ρόλο οι ξεκούραστες εφεδρείες που στάλθηκαν εκεί.
Στο Ντονμπάς οι ρωσικές δυνάμεις έχουν περικυκλώσει και είναι στην τελική ευθεία της κατάληψης μερικών σημαντικών πόλεων-φρουρίων του Κιέβου (Μπακχμούτ, Σολεντάρ, Μαρίινκα), κρίσιμων κόμβων της πυκνής οχυρωματικής γραμμής που είχε φτιαχτεί με τη βοήθεια των δυτικών προστατών την περίοδο 2014-2022 στην περιοχή. Εξελίξεις που ασκούν επιπλέον πίεση εξίσου στην κατεύθυνση της αναζήτησης μιας κάποιας εκεχειρίας και στην κατεύθυνση παραπέρα ενίσχυσης του Κιέβου.
Αντιθέσεις και σταθερές στη Δύση
Εκ παραλλήλου και μετά τις δηλώσεις Μακρόν και Μπάιντεν αλλά και του Σολτς που εξέφρασε την «ανάγκη» η «Ευρώπη να ξαναγυρίσει στην ειρηνική τάξη πραγμάτων», και αφού το Κρεμλίνο ανταπάντησε πως δεν έχει νόημα η συζήτηση με τις ΗΠΑ μιας και αυτές δεν αναγνωρίζουν τα «νέα εδάφη που τώρα ανήκουν στη Ρωσία», ο υπέργηρος αλλά μάλλον απόλυτα διαυγής Κίσινγκερ επανήλθε για μια ακόμη φορά στο καυτό ζήτημα. Με βάση έναν ρεαλιστικό κυνισμό που τον διακρίνει, τα προτεινόμενα από αυτόν μέτρα αποτελούν μια προσπάθεια αντιστοίχισης των αποτελεσμάτων στο στρατιωτικό και πολιτικό πεδίο. Σε άρθρο του στο περιοδικό «The Spectator» που έχει τίτλο «Πώς να αποφύγουμε έναν νέο Παγκόσμιο Πόλεμο», καλεί σε αμοιβαίες υποχωρήσεις/κατοχυρώσεις για τον αντίπαλο. Έτσι προτείνει την κατοχύρωση του Ντονιέτσκ, του Λουγκάνσκ και φυσικά της Κριμαίας στη Ρωσία και διενέργεια δημοψηφισμάτων «στις άκρως αμφισβητούμενες περιοχές που έχουν αλλάξει πολλές φορές χέρια κατά τη διάρκεια των αιώνων» (αναφέρεται φανερά σε Χερσώνα, Ζαπορίζιε). Παράλληλα θεωρεί πως δεν έχει πια νόημα η συζήτηση για την «ουδετερότητα» της Ουκρανίας και πως αυτό που πρέπει να μπει στο τραπέζι είναι το είδος της σχέσης της με το ΝΑΤΟ. Επιστέγασμα των προτάσεών του, αφενός η αναγνώριση του ρόλου της Ρωσίας και αφετέρου το κτίσιμο, όπως γράφει, πάνω «στις στρατηγικές αλλαγές που έχουν ήδη συντελεστεί, ενσωματώνοντάς τες σε μια νέα δομή, για να πετύχουμε ειρήνη μέσω των διαπραγματεύσεων». Φυσικά η «υποδοχή» των προτάσεών του από το καθεστώς Ζελένσκι ήταν η αναμενόμενη.
Στο μεταξύ, με τους Δυτικούς να έχουν δώσει έως τώρα 40 δισ. δολάρια, όσα σχεδόν ο ετήσιος αμυντικός προϋπολογισμός της Γαλλίας, και ενώ η ΕΕ ψήφισε πρόσφατα το ένατο πακέτο κυρώσεων αλλά και νέες χορηγίες στο Κίεβο (άλλα 2 δισ. ευρώ) για στρατιωτικό εξοπλισμό, οι κόντρες μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχίζονται. Το «Ουκρανικό» κυρίως αλλά και ο νόμος IRA τροφοδοτούν ακατάπαυστα την αντιπαράθεση και τις δυσαρέσκειες των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Ο Μακρόν κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ουάσιγκτον υπογράμμισε την ανάγκη στρατηγικού διαλόγου των δύο πλευρών και τόνισε με νόημα πως λόγω της πολιτικής των ΗΠΑ να κοιτάζουν πρώτα τον εαυτό τους και μετά την αντιπαλότητά τους με την Κίνα, «η Ευρώπη, άρα και η Γαλλία μετατρέπεται σε ένα είδος μεταβλητής προσαρμογής» για αυτές.
Παράλληλα βέβαια οι ΗΠΑ, όπως επίσης έδειξε η επίσκεψη Μακρόν στην Ουάσιγκτον, συνεχίζουν να βάζουν τις σφήνες τους στις σχέσεις Γαλλίας-Γερμανίας. Έτσι δίνουν μεσολαβητικό ρόλο στο Παρίσι που επιπλέον επιχειρεί με όπλο τη γεωπολιτική του ισχύ να υπονομεύσει την οικονομική-πολιτική πρωτοκαθεδρία του Βερολίνου στην ΕΕ. Αντίστοιχα το Βερολίνο συνοδεύει τις διακηρύξεις για τη δημιουργία από μέρους του του μεγαλύτερου στρατού στην Ευρώπη με βαθύτερες –αν και καθόλου εύκολα επιτεύξιμες- επιδιώξεις. Έτσι ο Σόλτς με άρθρο του στο «Foreign Affairs» δηλώνει την πρόθεση της Γερμανίας να «γίνει ο εγγυητής της ευρωπαϊκής ασφάλειας (…) και υπέρμαχος πολυμερών λύσεων σε παγκόσμια προβλήματα».
Οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές μέσω του ΝΑΤΟ, της πρόθυμης Βρετανίας που αναζητά ρόλο στη σκιά του «αμερικάνου αδελφού» και των χωρών της «Νέας Ευρώπης», συνεχίζουν να οικοδομούν σταθερά τη διεύρυνση της στρατιωτικοπολιτικής τους παρουσίας στα δυτικά πλευρά της Ρωσίας και στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Σ΄ αυτή την κατεύθυνση, από τις εξελίξεις διαγράφεται η «απόδοση» μεγαλύτερου ρόλου στην Πολωνία για να εξυπηρετηθεί η περικύκλωση της Ρωσίας, ρόλο που η αστική τάξη της Πολωνίας υιοθετεί φανερά μέσω της σημαντικής ενίσχυσης του στρατού της και ευελπιστώντας σε αναβάθμιση της θέσης της στην περιοχή. Ίσως δεν είναι μόνο προπαγάνδα οι αναφορές στα ρώσικα ΜΜΕ ότι η Βαρσοβία εποφθαλμιά κάποια από τα τμήματα της Δυτικής Ουκρανίας (που κάποτε ανήκαν στο Πολωνο-Λιθουανικό Βασίλειο). Το «δώρο» με τα εκρηκτικά που ουκρανός αξιωματούχος παρέδωσε στον αρχηγό της πολωνικής αστυνομίας μήπως ήταν μια προειδοποίηση εκ μέρους του Κιέβου;
Ρώσικες δηλώσεις και διπλωματικές κινήσεις
Έχοντας ανακτήσει ξανά την πρωτοβουλία στο πεδίο των μαχών η Ρωσία στο πολιτικό και το διπλωματικό πεδίο από τη μια ενισχύει τις φυγόκεντρες τάσεις στη Δύση και από την άλλη επιμένει στην προβολή των ευρασιατικών χωρών που σχηματίζουν, όπως λέει, «μια νέα παγκόσμια πλειοψηφία». Όχι γιατί έχει αυταπάτες για τα όρια των κοινών συμφερόντων τους, αλλά γιατί θεωρεί πως μπορεί να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια πολλών αστικών τάξεων από την αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική καταπίεση αιώνων από τους δυτικούς «ιδιοκτήτες» του πλανήτη. Παράλληλα προσπαθεί να συγκροτήσει παραπέρα τις συμμαχίες της και να τις χρησιμοποιήσει –όσο είναι αυτό δυνατόν- στη σύγκρουση με ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στην (ή για την) Ουκρανία, αναδεικνύοντας τα ευρύτερα διακυβεύματά της.
Όπως υπογράμμισε και ο επικεφαλής του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO), του «αμυντικού συμφώνου» της Ρωσίας, το αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία και οι όροι των ειρηνευτικών συμφωνιών που θα ακολουθήσουν «θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση ασφαλείας σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη και στον ευρασιατικό χώρο γενικά, και ίσως την αρχιτεκτονική τής διεθνούς ασφάλειας». Ενώ ο Πούτιν σε μήνυμά του προς τη Σύνοδο των υπουργών Άμυνας του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης (SCO) και της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (CIS) των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών τόνισε μεταξύ διαπίστωσης και απειλής πως «η πιθανότητα σύγκρουσης στον κόσμο αυξάνεται ως άμεση συνέπεια των προσπαθειών της Δύσης να διατηρήσει την κυριαρχία της με οποιοδήποτε μέσο».
Χαραμάδες αισιοδοξίας δεν υπάρχουν
Τις τελευταίες μέρες έχει αναζωπυρωθεί η συζήτηση στο πλαίσιο της Δύσης για την αποστολή πυραύλων PATRIOT μεγάλου βεληνεκούς από τις ΗΠΑ στο καθεστώς του Κιέβου. Άραγε οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν σε μια κίνηση που δεν σπάει απλώς μία ακόμη κόκκινη γραμμή όσον αφορά την έμμεση εμπλοκή τους στον πόλεμο, αλλά θα δώσει τη δυνατότητα στο Κίεβο να απειλήσει άμεσα τη Ρωσία με χτυπήματα στις μεγάλες πόλεις της; Οπότε οι αμφίσημης σημασίας αλλά πάντως άκρως ανησυχητικές δηλώσεις του Μεντβέντεφ για νόμιμους νατοϊκούς στόχους αποτελούν μία ακόμη έκφραση των υπερβολικών και πολλές φορές χωρίς αντίκρυσμα τοποθετήσεών του ή στέλνουν προειδοποιητικό μήνυμα προς τους αμερικανούς ιθύνοντες για τις συνέπειες που θα έχει μια τέτοια κίνηση από μεριάς τους;
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, έβγαιναν και οι πρώτες ειδήσεις για την επίσκεψη Πούτιν στη Λευκορωσία. Οι ανακοινώσεις Πούτιν και Λουκασένκο για το βάθεμα της συνεργασίας των δυο χωρών δεν μας διαφώτισαν παραπέρα και ούτε αναμενόταν άλλωστε για το περιεχόμενο των συνομιλιών. Άλλωστε τα ρωσικά ΜΜΕ αρχικά και έπειτα και τα δυτικά έχουν προκαταβολικά ρίξει την προσοχή τους στις βαρυσήμαντες, όπως γράφουν, δηλώσεις στις οποίες θα προχωρήσει ο Πούτιν μέσα στην εβδομάδα αυτή, πιθανότατα την Πέμπτη 22 του Δεκέμβρη. Σε κάθε περίπτωση, τα χαρακτηριστικά των ιμπεριαλιστών και οι επιδιώξεις τους δεν μας αφήνουν χαραμάδες αισιοδοξίας για το τι μέλλει γενέσθαι.