Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα «διέρρευσε» από κυβερνητικές πηγές και δημοσιεύτηκε στα «Νέα» η πρόθεση Μητσοτάκη να προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών υδάτων νότια της Κρήτης μέχρι τον προσεχή Μάρτη. Όπως αναφέρεται στο σχετικό δημοσίευμα, η ανακίνηση του ζητήματος γίνεται ύστερα από τη νέα τουρκολιβυκή συμφωνία για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, αλλά και μετά τη μονομερή οριοθέτηση των δυτικών θαλάσσιων συνόρων από την αιγυπτιακή κυβέρνηση, ενώ η ενεργοποίηση της Exxon Mobil νοτιοδυτικά της Κρήτης και της Πελοποννήσου θεωρήθηκε ως ένδειξη μιας ευμενούς στάσης από τις ΗΠΑ. Η απόφαση αυτή παρουσιάστηκε, μάλιστα, ως η «τελευταία πράξη στο πεδίο των εθνικών ζητημάτων της κυβέρνησης πριν από τις εκλογές».
Μολονότι μόνιμα και μονότονα κυβερνητικοί παράγοντες δηλώνουν ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων είναι ένα «κυριαρχικό δικαίωμα που επαφίεται στην εκάστοτε κυβέρνηση να κρίνει πότε, πού και πώς θα το ασκήσει», φαίνεται τελικά ότι ο χρόνος που επιλέχτηκε δεν ήταν και τόσο «κατάλληλος». Νέες «διαρροές» διευκρίνισαν ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να προχωρήσει σε «τετελεσμένα», ενώ άλλα δημοσιεύματα εκφράζουν σοβαρούς προβληματισμούς, επικαλούμενα και τις επερχόμενες εκλογές, για να καταλήξουν ότι ένα τέτοιο σοβαρό εγχείρημα απαιτεί νηφαλιότητα και συμφωνία των βασικών τουλάχιστον αστικών κομμάτων, για να αποτελέσει και την απαρχή διευθέτησης όλων των εκκρεμοτήτων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (να και η απεύθυνση προς τους ιμπεριαλιστές).
Οπωσδήποτε η «διαρροή» στα «Νέα» στόχευε στη διερεύνηση των προθέσεων του αμερικάνικου παράγοντα, με την προσμονή ότι οι καλές υπηρεσίες του αστικού συστήματος της χώρας μας και πιο συγκεκριμένα της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα εκτιμηθούν δεόντως από τους υπερατλαντικούς συμμάχους και θα ανταμειφτούν, αφού και η περιοχή αναφοράς (νότια της Κρήτης) δεν θα δικαιολογούσε αντιδράσεις από την πλευρά της Τουρκίας (βρίσκεται εκτός των ορίων του casus belli).
Οι προσμονές, όμως, για μια ακόμη φορά διαψεύστηκαν. Ο αμερικανικός παράγοντας, δια του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ήταν σαφής: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν παίρνουν θέση για τις διαφορές στα θαλάσσια σύνορα άλλων κρατών. Καλούμε όλα τα μέρη να απέχουν από όλες τις ενέργειες που ενέχουν τον κίνδυνο να αυξήσουν τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο».
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι μωροφιλοδοξίες της άρχουσας τάξης της χώρας μας συναντούν το ανάχωμα των ιμπεριαλιστικών επιλογών, παρά την όλο και μεγαλύτερη υποταγή και προσαρμογή σ’ αυτές. Ηχηρό παράδειγμα, οι υπερφίαλες δηλώσεις για σταδιακή επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. του τότε ΥΠΕΞ Κοτζιά στις αρχές του 2018, που «προσγειώθηκαν» σύντομα, μαζί με τον ίδιο, που αποπέμφθηκε λίγους μήνες αργότερα από τον υπουργικό θώκο. Δεν λείπουν, βέβαια, και οι περιπτώσεις που οι «σύμμαχοι» και «προστάτες» δίνουν αέρα στα πανιά αυτών των μωροφιλοδοξιών, όπως έγινε με τη συμφωνία για ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας-Αιγύπτου και Ελλάδας-Ιταλίας και την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο, ως μέσο πίεσης προς την «απείθαρχη» Τουρκία και με σταθερή επιδίωξη τον εγκλωβισμό και των δύο αστικών τάξεων στους δικούς τους στρατηγικούς σχεδιασμούς.
Τα χωρικά ύδατα μπήκαν στο πεδίο του αντιδραστικού ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού από το 1995, όταν η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, δηλώνοντας ότι θα ασκήσει μονομερώς το δικαίωμα επέκτασής τους, με την Τουρκία να απαντά ότι μια τέτοια ενέργεια αποτελεί αιτία πολέμου (casus belli). Μια επέκταση στα 12 ν.μ. θα καθιστούσε το Αιγαίο Πέλαγος «κλειστή ελληνική θάλασσα», με αποτέλεσμα την «επίλυση» των περισσοτέρων ζητημάτων αντιπαράθεσης (ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα, γκρίζες ζώνες, εναέριο χώρο, περιοχή έρευνας και διάσωσης) σε όφελος της άρχουσας τάξης της χώρας μας.
Το ζήτημα μέχρι πρόσφατα αφορούσε το Αιγαίο και έτσι, όταν τον Ιανουάριο του 2021 η Ελλάδα επέκτεινε την αιγιαλίτιδα ζώνη στο Ιόνιο, η Τουρκία δεν αντέδρασε, δηλώνοντας ότι αυτό «δεν επηρεάζει καθόλου το καθεστώς του Αιγαίου». Η στάση αυτή άλλαξε τις τελευταίες μέρες, ύστερα από τις διαρροές για επέκταση των χωρικών υδάτων στην περιοχή της Κρήτης. Κυβερνητικοί και άλλοι παράγοντες, με συνεχή και έντονο τρόπο, δήλωσαν την κατηγορηματική αντίθεση του τούρκικου καθεστώτος σε οποιαδήποτε αλλαγή του status των χωρικών υδάτων, επισείοντας μάλιστα την απειλή του casus belli, επεκτείνοντας το και στο Λιβυκό Πέλαγος.
Αιτία αυτής της αντίδρασης δεν είναι μόνο ή κυρίως ότι μια ενδεχόμενη επέκταση στην περιοχή των Αντικυθήρων κλείνει τη μία από τις δύο εξόδους από το Αιγαίο προς τη Μεσόγειο (η άλλη βρίσκεται στην περιοχή της Καρπάθου). Βασική αιτία είναι ότι μια τέτοια ενέργεια έχει άμεση σχέση με το νέο (της τελευταίας δεκαετίας) πεδίο του αντιδραστικού ανταγωνισμού για τις ΑΟΖ και τις «μεγάλες ιδέες» των δύο αστικών τάξεων. Της «Γαλάζιας Πατρίδας» από τη μια (Τουρκία) και του «τετραπλασιασμού του χώρου κυριαρχίας» από την άλλη (Ελλάδα). Μπλέκεται με τη διεκδίκηση ρόλου στον κρίσιμο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, ως υπεργολάβου των ιμπεριαλιστών στο γενικό γεωστρατηγικό πεδίο, όσο -και πιο ειδικά- στον ενεργειακό τομέα. Το άνοιγμα του ζητήματος των χωρικών υδάτων στην Κρήτη επιδιώκει να δημιουργήσει ρήγμα στις τουρκολιβυκές συμφωνίες για καθορισμό και εκμετάλλευση των θαλάσσιων ζωνών, αποτελώντας μέρος μιας αλληλουχίας ενεργειών και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, που ανεβάζουν το επίπεδο επικινδυνότητας στις σχέσεις των δύο χωρών.
Φυσικά, η αστική «μας» τάξη δεν μπορεί να ενεργήσει χωρίς τη συγκατάθεση ή έστω την ανοχή των πυλώνων εξάρτησής της και κυρίως των ΗΠΑ. Σε μια περίοδο που εξελίσσεται η πολεμική αναμέτρηση στην Ουκρανία, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός επιθυμεί σταθερή και αρραγή τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και παράλληλα δεν έχει κανένα λόγο, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, να συνηγορήσει σε ενέργειες που θα δυσκολέψουν τη διαδικασία πλήρους επανάκαμψης της Τουρκίας στη Δύση. Έτσι, φαίνεται ότι για μια ακόμη φορά τα σχέδια για επέκταση των χωρικών υδάτων στην περιοχή της Κρήτης θα παραμείνουν στο συρτάρι του Μαξίμου.