H κυβέρνηση, τον Ιούνιο του 2022, ψήφισε τον ν.4940/2022 με τον οποίο άλλαξε το σύστημα αξιολόγησης στο δημόσιο και τώρα, στον απόηχο του εγκλήματος των Τεμπών και επιδιώκοντας να επαναφέρει και να νομιμοποιήσει την προπαγάνδα περί των «κακών» δημοσίων υπαλλήλων, προχωρά στην εφαρμογή του.
Πλέον, η αξιολόγηση δεν θα γίνεται μόνο στο τέλος της χρονιάς με τη βαθμολογία των υπαλλήλων, αλλά η όλη διαδικασία θα ξεκινά με τη διατύπωση στόχων στην αρχή του χρόνου και θα ολοκληρώνεται με τη βαθμολόγηση αυτών στο τέλος της χρονιάς και αφού έχουν προηγηθεί δυο υποχρεωτικές συναντήσεις μεταξύ υπαλλήλου και προϊσταμένου.
Θεσπίζονται εννέα κριτήρια όπως «η επίλυση των προβλημάτων, η ευελιξία, η ανθεκτικότητα», αφηρημένα αλλά με ιδιαίτερο νόημα μέσα στην καθημερινότητα των ελλείψεων προσωπικού, υλικών και υποδομών και των ελαστικών σχέσεων εργασίας. Τρία απ’ τα κριτήρια αξιολογούνται υποχρεωτικά «προς ανάπτυξη» και η διαδικασία καταλήγει είτε σε «επιβράβευση της απόδοσης» είτε ακόμα και σε κατάργηση της σύμβασης του εργαζόμενου μετά από τέσσερεις δυσμενείς αξιολογήσεις.
Για να ξεπεραστεί ο σκόπελος της μη συμμετοχής των εργαζομένων, που καταγράφηκε τα προηγούμενα χρόνια, θεσπίζεται η υποχρεωτικότητα για τους προϊσταμένους, οι οποίοι σε περίπτωση δυσμενούς αξιολόγησης απειλούνται με καθαίρεση. Καθόλου τυχαία, καθώς αποτελούν το πιο ευάλωτο κομμάτι με τους περισσότερους να κατέχουν τις θέσεις τους με ανάθεση, που σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή ο εκάστοτε πολιτικός προϊστάμενος μπορεί να τους καθαιρέσει. Ας μην ξεχνάμε δε τη μεγάλη μισθολογική διαφορά των επιδομάτων θέσεων ευθύνης και το γεγονός ότι οι προϊστάμενοι είχαν χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν ως «δούρειος ίππος» εφαρμογής της αξιολόγησης υπό την απειλή αποκλεισμού τους απ’ τις επόμενες κρίσεις. Επιπλέον, κεντράροντας στους προϊσταμένους η κυβέρνηση προσπαθεί ν’ αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση με τον κλάδο των δημοσίων υπαλλήλων στον οποίο επικρατεί οργή και αγανάκτηση λόγω της χρόνιας μισθολογικής καθήλωσης, της εντατικοποίησης, της έλλειψης προσωπικού και υποδομών.
Για την υλοποίηση επιστρατεύεται ένα πλέγμα στελεχών από συμβούλους ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού και επιτροπές εποπτείας αξιολόγησης σε κάθε υπουργείο, με επικεφαλής το υπουργείο Εσωτερικών που καλείται να εντοπίζει τις «αποκλίσεις» και να εισηγείται τη λήψη διορθωτικών μέτρων. Για κάθε υπηρεσία θα εκδίδεται πιστοποιητικό ορθής και ολοκληρωμένης εφαρμογής του κοινού πλαισίου αξιολόγησης, που θα συνδέεται με τον προγραμματισμό των προσλήψεων, των μετατάξεων και των αποσπάσεων και, γιατί όχι αργότερα, με τη χρηματοδότηση και, εν τέλει, την ύπαρξή της.
Στον ίδιο νόμο θεσπίστηκαν και τα περίφημα μπόνους, τα οποία συνδέουν αξιολόγηση με μισθό. Μπόνους για τα στελέχη που διαχειρίζονται τα Προγράμματα του ΕΣΠΑ, του Εθνικού Σχεδιασμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τα Ενιαία Σχέδια Δράσης των υπουργείων και που προβλέπεται να ανέλθουν σε 35εκ ευρώ ετησίως. Ένα μέτρο εξίσου προβληματικό, καθώς ενισχύει στο δημόσιο ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια και αντιδραστικά πρότυπα εργασιακών σχέσεων, εντείνει τις πελατειακές σχέσεις και διασπά τους εργαζόμενους, για το ποιοι θα είναι οι «εκλεκτοί» που θα επιλέξει ο εκάστοτε διευθυντής για να μπουν στα κατάλληλα πόστα και να συμπεριληφθούν στους τυχερούς, με προφανές αντάλλαγμα την πλήρη συμμόρφωση στις επιταγές και τις επιλογές της διοίκησης.
Μ’ έναν τρόπο, το πλαίσιο δεν είναι καινούριο. Η στοχοθεσία ίσχυε ήδη στο δημόσιο, αλλά δεν είχε ποτέ εφαρμοστεί με τους όρους που απαιτούσε το σύστημα. Αυτό που εφαρμοζόταν ήταν ένα, πλήρως απαξιωμένο στα μάτια των εργαζομένων, έντυπο βαθμολογίας στο οποίο η πλειοψηφία ήταν άριστοι και οι όποιες «παραφωνίες», είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω, εξετάζονταν «εσωτερικά» σε κάθε υπηρεσία.
Το νέο σύστημα αξιολόγησης αποτελεί ποιοτική αναβάθμιση από μεριάς κυβέρνησης, καθώς το αντιδραστικό πλαίσιο υπήρχε, όμως μετά τη θύελλα που είχε ξεσηκώσει προ δεκαετίας η «αξιολόγηση Μητσοτάκη», καμία κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει να το εφαρμόσει αποφασιστικά. Επιχειρεί μια αντιδραστική τομή και δίνει στο σύστημα νέα αντεργατικά εργαλεία στην κατεύθυνση για απολύσεις, κατάργηση της μονιμότητας, χειραγώγηση, πειθάρχηση και υποταγή των εργαζομένων. Εξ’ ου και η επιμονή να επιβληθεί δια πυρός και σιδήρου που ανάγκασε την κυβέρνηση ακόμα και να προχωρήσει σε παράταση των προθεσμιών προκειμένου η διαδικασία να μη γίνει «στο πόδι».
Αυτό λοιπόν που διαφοροποιεί το σύστημα αξιολόγησης του ν.4940/2022 είναι ακριβώς η ανοιχτή πρόθεση της κυβέρνησης να το εφαρμόσει. Κατ’ αρχήν, έσπευσε να κρίνει παράνομη την απεργία-αποχή της ΑΔΕΔΥ, την ίδια που προκηρύσσεται εδώ και πάνω από δέκα χρόνια χωρίς να στηρίζεται, με αποτέλεσμα να έχει τελείως εκφυλιστεί. Στη συνέχεια, έστειλε στα δικαστήρια και κάποιες απ’ τις ομοσπονδίες που δέχτηκαν να προκηρύξουν απεργία-αποχή απ’ την αξιολόγηση, μετά την άρνηση της ΑΔΕΔΥ να επιμείνει στην -έστω υπονομευμένη απ’ την ίδια- απόφασή της.
Η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, για λογαριασμό του συστήματος, να «κατοχυρώσει» την αξιολόγηση στον «στενό» δημόσιο τομέα, αντίστοιχα με τον τρόπο που κινείται ενάντια στους εκπαιδευτικούς, τονίζει την ανάγκη για συλλογική απάντηση απ’ τους εργαζόμενους. Η εδώ και χρόνια ξεπουλημένη στάση της ΑΔΕΔΥ με την απεργία-αποχή που ουσιαστικά δεν αντιμετώπισε την επίθεση, τώρα αποκαλύπτεται σ’ όλη της τη γύμνια, με την υπόκλιση στον νόμο Χατζηδάκη και τη μετακύλιση του ζητήματος στις ομοσπονδίες. Χωρίς μαζικές διαδικασίες και πραγματικούς αγώνες δεν ανατρέπονται οι νόμοι κι οι πολιτικές του συστήματος. Το νέο σύστημα αξιολόγησης, όπως και κάθε σύστημα αξιολόγησης, στοχεύει στη χειραγώγηση των εργαζομένων, στο χτύπημα της μονιμότητας και των εργασιακών δικαιωμάτων τους και πρέπει να τους βρει οργανωμένα απέναντι.