Οι σημαντικότερες εκλογές του 2023 στον πλανήτη, όπως έγραψε ο «Εconomist» για τις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία, αποτέλεσαν μια τεράστια νίκη για τον νυν πρόεδρο Ερντογάν, από τον πρώτο γύρο (49,51% έναντι 44,88% ). Τελικά επικράτησε με 52,14% έναντι 47,86% του Κιλιτσντάρογλου και της ετερόκλητης αντιπολίτευσης. Εξίσου σημαντικό: το κόμμα του Ερντογάν (AKP) και οι σύμμαχοί του εξασφάλισε την πλειοψηφία των εδρών (320 στις 600) της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης. Το αποτέλεσμα, και στις δύο κάλπες, διέψευσε τα διάφορα πολιτικά κέντρα της Δύσης που ήθελαν και επιθυμούσαν να διαμορφωθεί μια άλλη πολιτική πραγματικότητα στην Τουρκία.
Μπορεί να είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πολιτικά η κατάσταση που διαμορφώνεται στην Τουρκία, αλλά μια πρώτη ανάγνωση των αποτελεσμάτων επιβεβαιώνει ότι, έπειτα από είκοσι χρόνια, υπάρχει ένα συμπαγές κομμάτι της κοινωνίας, πάνω από 50%, που σε οποιεσδήποτε συνθήκες εκφράζεται από το αφήγημα του Ερντογάν. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια κοινωνική πλειοψηφία στην Τουρκία η οποία, όπως και να χαρακτηρίζεται (συντηρητική, θρησκευόμενη κλπ), είναι σε κάθε περίπτωση αντιδυτική και διαχωρίζεται από τη λεγόμενη «κεμαλική κληρονομιά».
Το ερώτημα είναι, τι ανατροπές προδικάζει η συνέχιση της διακυβέρνησης Ερντογάν τα επόμενα χρόνια; Ένα ερώτημα που σίγουρα απασχόλησε και απασχολεί Δύση και Ανατολή. Εγγύς και Άπω. Πώς δηλαδή θα επηρεαστούν οι περιφερειακές και διεθνείς ισορροπίες της Τουρκίας;
Στα προηγούμενα ερωτήματα βαρύνουσα σημασία θα έχει η εσωτερική διάσταση της νέας θητείας του Ερντογάν στη διακυβέρνηση της χώρας και το ενδεχόμενο όξυνσης της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Ωστόσο είναι γεγονός πως η πολυσυλλεκτική σημερινή αντιπολίτευση αντιμετωπίζει ένα ιδεολογικά συμπαγές πολιτικό και θρησκευτικό σχήμα, το οποίο έχει δημιουργήσει τις δικές του κοινωνικές ομάδες τόσο στο χώρο των επιχειρηματιών και των θεσμών όσο και στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας.
Το πέτυχε αξιοποιώντας τη βοήθεια πλούσιων ισλαμικών κρατών αλλά και με οικονομικά-στρατιωτικά ανοίγματα στη Μόσχα. Οι S-400, η ενέργεια, οι κατασκευές, ο πυρηνικός προσανατολισμός της Άγκυρας και γενικότερα η οικονομική εξάρτηση επιχειρηματικών ομάδων που δημιούργησε και ευνόησε ο πρόεδρος Ερντογάν σε πολλούς τομείς δεν θα επέτρεπαν ριζικές και απότομες αλλαγές πολιτικής απέναντι στη Μόσχα, ακόμη και με Κιλιτσντάρογλου. Εκτιμάται ότι ο κλονισμός που θα προκαλούνταν ενδεχομένως, αν επικρατούσε ο Κιλιτσντάρογλου, δεν θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από κάποια δυτική στήριξη, πράγμα που άλλωστε κανένας δεν έχει δεσμευθεί να το κάνει.
Το φαινόμενο Ερντογάν, η ανθεκτικότητά του δείχνει τις ρίζες που έχει αποκτήσει στην κοινωνία. Όλα αυτά σηματοδοτούν εδραίωση του καθεστώτος ώστε ο «ερντογανισμός» να μπορεί να επιβιώσει χωρίς τον Ερντογάν. Ο Ερντογάν στη νέα θητεία του στην ηγεσία του τουρκικού κράτους και έχοντας επίγνωση ότι το «παιχνίδι» δεν έχει τελειώσει, αλλά και του βιολογικού του ορίζοντα, θα έχει το χρόνο να προετοιμάσει τη διαδοχή του, διαιωνίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις μείζονες επιλογές του, που οι αναλυτές τις εντοπίζουν στη συνολική ρήξη με τον κεμαλισμό.
Όσο και αν οι όροι κεμαλισμός – ισλαμισμός αποτελούν χαρακτηριστικό δυτικών προσεγγίσεων, είναι γεγονός πως, πριν από την εμφάνιση του Ερντογάν στην κεντρική πολιτική σκηνή, η φυσιογνωμία της Τουρκίας και ο γεωπολιτικός της προσανατολισμός ήταν δεδομένα: δυτικόστροφη πολιτική, εξυπηρέτηση αμερικανικών συμφερόντων. Δυτικοί αναλυτές εκτιμούν πως ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ αρχίζουν να συμβιβάζονται με το γεγονός πως η Τουρκία δεν είναι η ίδια που ήταν πριν από 20 χρόνια και πως αν θέλουν να κατανοήσουν τα νέα δεδομένα πρέπει να αναλύσουν την Τουρκία όχι με απόλυτα δυτικούς όρους.
Υποστηρίζεται πως για πολλούς ευρωπαίους πολιτικούς ο Ερντογάν ήταν ένα χρήσιμο πολιτικό «εργαλείο», επιτρέποντας στην ΕΕ να αποκλείσει νόμιμα οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση με την Άγκυρα σχετικά με την ένταξη. Όπως επεσήμανε το POLITICO, «η επανεκλογή του Ερντογάν θα ήταν (και άρα είναι) ένα βολικό αποτέλεσμα για την Ευρώπη», επισημαίνοντας πως ορισμένοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναπνέουν πλέον με ανακούφιση. Οι δύο πλευρές θα πρέπει να επικεντρωθούν πλέον στη γνώριμη, βραχυπρόθεσμη «θετική ατζέντα». Η ΕΕ, κατακεραυνώνοντας τον αυταρχισμό της Τουρκίας - στον οποίο έχει μικρή επιρροή –, (ξανα)βαδίζει κυνικά στο δρόμο μιας καθαρά συναλλακτικής σχέσης. Παράδειγμα, η συνέχεια της συμφωνίας για τη μετανάστευση του 2016. Συνολικά, αυτό που αποκάλυψαν ξεκάθαρα οι εκλογές στην Τουρκία είναι η έλλειψη σαφούς πολιτικής τής ΕΕ απέναντί της.
Έχει ενδιαφέρον το πώς θα εξελιχθούν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις στο επόμενο διάστημα και ιδιαίτερα μέχρι και τις εκλογές στις ΗΠΑ, οι οποίες αντιμετωπίζουν και δικά τους αδιέξοδα. Ωστόσο, είναι φανερό πως οι δύο πλευρές δεν επιθυμούν πλήρη ρήξη και ταυτόχρονα γνωρίζουν ότι είναι πολύ δύσκολη η ολική επαναφορά των διμερών σχέσεων στην «κανονικότητα του παρελθόντος». Με την Ουκρανία να αλλάζει το παιχνίδι (η αποχή της Τουρκίας από τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας μοιάζει ανυπέρβλητο όριο), οι ΗΠΑ ενδεχομένως να αρκεστούν στην προσπάθεια να μην επιδεινωθούν παραπέρα οι διμερείς σχέσεις.
Στόχος των ΗΠΑ είναι να παραμείνει η Τουρκία του Ερντογάν στο νατοϊκό στρατόπεδο, να μην καταστεί περιφερειακή ηγεμονική δύναμη και να περιοριστεί η όποια συνεργασία της με τη Ρωσία και την Κίνα. Από την άλλη, τόσο για τη Ρωσία όσο και για την Κίνα, στόχος είναι να ενισχυθούν οι αποκλίσεις του Ερντογάν από τη Δύση. Ζητούμενο ένας κοινός παρονομαστής ΗΠΑ-Τουρκίας, που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς στη διευθέτηση εκκρεμοτήτων.
Ωστόσο οι σχέσεις ΗΠΑ–Τουρκίας και η όποια βελτίωση και να επιδέχονται είναι οριοθετημένες από γεγονότα που ωθούν την Τουρκία μακριά από τη Δύση. Το σημαντικότερο αφορά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν το καλοκαίρι του 2016, που στη συνέχεια ο Ερντογάν το εκμεταλλεύτηκε ενισχύοντας την αντίληψη ότι οι Αμερικανοί είναι εχθροί και εμπόδιο της Τουρκίας στην ανοδική πορεία της.
Το γεγονός ότι η συμμετοχή και στις δύο εκλογικές διαδικασίες ήταν μεγάλη επιβεβαιώνει, με έναν τρόπο, πως το δίλημμα που τέθηκε ήταν πολύ σημαντικότερο από την επιλογή ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Οι τούρκοι πολίτες που έσπευσαν μαζικά στις κάλπες γνώριζαν, ή διαισθανόταν, ότι η επιλογή αφορούσε τη φυσιογνωμία και τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας τους.
Η πόλωση της τουρκικής κοινωνίας γύρω από τις δύο διαφορετικές αντιλήψεις, Ισλάμ και Δύση (Κεμαλισμό), που θα ορίσουν την πορεία της χώρας, υποχρεώνει τους Δυτικούς να εξετάσουν τις κινήσεις τους κάτω από τα νέα δεδομένα που θα ορίσουν οι επιλογές του Ερντογάν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας.
Συμπερασματικά: Οι γενικότερες συνθήκες υπαγορεύουν μια στάση αναμονής μέχρι το επόμενο όριο. Αν ρίξουμε μια ματιά στη σύγκρουση στην Ουκρανία, στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, βλέπουμε ότι διαμορφώνεται μια κατάσταση που απαιτεί προσαρμογές από όλες τις πλευρές. Η αστική τάξη της Τουρκίας, με τις πολιτικά ευρύτερες στοχεύσεις και ανισοβαρείς ενδεχομένως επιδιώξεις της, δεν είναι σίγουρο ότι αντιλαμβάνεται πλήρως το γεγονός ότι προσανατολίζεται προς ένα επίπεδο ανταγωνισμών όπου κυριαρχούν οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές υπερδυνάμεις, των οποίων τα σχέδια σίγουρα ξεπερνούν τις όποιες σημερινές φιλοδοξίες της.
ΧΒ