Πριν καν τη συγκρότηση του υπουργικού συμβουλίου είχαν καθοριστεί τα μέτωπα που θα κληθούν να προωθήσουν οι υπουργοί. Στον φάκελο που περίμενε τον νέο υπουργό Εργασίας, με δεδομένο το ιστορικό που κουβαλάει ο Γεωργιάδης, υπήρχαν αρκετά ζητήματα προς άμεση προώθηση, με σκοπό την αξιοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος με όσο το δυνατό μικρότερες αντιστάσεις. Ανάμεσά τους βρίσκονται τα ζητήματα της ανεργίας, του κατώτατου μισθού, των Συλλογικών Συμβάσεων και του ασφαλιστικού.
Όταν βέβαια το σύστημα αναφέρεται στην ανεργία, δεν το κάνει με όρους αντιμετώπισής της αλλά διαχείρισής της προς όφελός του. Περισσεύουν τα ευχολόγια περί μείωσης της ανεργίας, αλλά δεν ανταποκρίνονται σε καμία σοβαρή εκτίμηση των ιμπεριαλιστικών επιτελείων. Γι’ αυτό και το υπουργείο διαβεβαιώνει πως το μνημονιακό μέτρο του παγώματος των τριετιών στον κατώτατο μισθό όσο η ανεργία βρίσκεται πάνω από 10% δεν αμφισβητείται. Τα ζητήματα που πραγματικά τίθενται είναι η περαιτέρω αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου εισαγωγής εργαζόμενων από τρίτες χώρες (εκτός ΕΕ), όπως πιέζουν οι εργοδοτικές ενώσεις, καθώς και η επέκταση των προγραμμάτων κατάρτισης.
Η κατάρτιση άλλωστε, με τις πλάτες της ΕΕ και των ΕΣΠΑ, σπρώχνει μόνιμα τους εργαζόμενους σε μαθήματα κι εξετάσεις (πάντα εκτός ωραρίου), τους φορτώνει ιδεολογικά την ευθύνη για την ανεργία, αφαιρεί απ’ τους εργοδότες το βάρος της εκπαίδευσης, ενώ διαμορφώνει κι έναν ολόκληρο μηχανισμό από «κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης», δίνοντας ρόλο -ανάμεσα σε άλλους- και στη ΓΣΕΕ και λοιπές συνδικαλιστικές ηγεσίες, που επιδιώκουν τη μερίδα του λέοντος στα εκατομμύρια που διανέμονται.
Σχετικά με τον κατώτατο, αλλά και το μέσο μισθό, ορισμένες μόνο πλευρές είναι σίγουρες. Ότι η κυβέρνηση δεν προτίθεται ν’ αλλάξει το (μνημονιακό κι αυτό) καθεστώς καθορισμού του κατώτατου απ’ το κράτος. Ότι τα κριτήρια καθορισμού του θα συνεχίσουν να είναι όχι οι όποιες προεκλογικές υποσχέσεις, αλλά τα «δεδομένα της οικονομίας». Ότι η κατεύθυνση διάλυσης των ΣΣΕ θα παραμείνει κυρίαρχη, ενώ οι όποιες «διευκολύνσεις» (όπως η κήρυξη ορισμένων κλαδικών ΣΣΕ ως γενικά υποχρεωτικών) θα γίνονται απ’ το υπουργείο εφόσον η εργοδοσία έχει διασφαλίσει τους όρους ώστε να μην τηρούνται. Σ’ αυτήν άλλωστε την κατεύθυνση, το όλο πλαίσιο ασφυκτικού περιορισμού της συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης που κωδικοποίησε ο «νόμος Χατζηδάκη» θα διατηρηθεί και θα εφαρμοστεί ακόμα πιο σκληρά. Στην ίδια κατεύθυνση, η Επιθεώρηση Εργασίας θα διατηρήσει το διακοσμητικό της ρόλο. Συνολικά, οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν έχουν να περιμένουν κάτι απ’ τη νέα κυβέρνηση, αλλά θα τη βρουν μπροστά τους στην προσπάθεια διεκδίκησης αυξήσεων στους μισθούς και καλύτερους όρους δουλειάς.
Οι πολιτικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης δεν θα περιοριστούν βέβαια στο να δυσκολέψουν τις εργατικές διεκδικήσεις. Το σύστημα απαιτεί μεγαλύτερη επίθεση σε κάθε δικαίωμα, δεν αρκείται στην -όποια- σημερινή κατάσταση. Χαρακτηριστική περίπτωση το ασφαλιστικό, όπου θεωρείται «εκκρεμότητα» απ’ το 2017 η ψήφιση ενός ενιαίου κανονισμού ασφάλισης και παροχών στον ΕΦΚΑ, δηλαδή περικοπές για πλήθος κατηγοριών ασφαλισμένων. Στόχος που επίσης δεν έχει επιτευχθεί θεωρείται η επέκταση των επαγγελματικών ταμείων ασφάλισης, στο πλαίσιο που προωθεί η ΕΕ και ακολουθεί τα κυρίαρχα πρότυπα στις ΗΠΑ. Παρά τις αντιδράσεις των ασφαλιστικών εταιριών, που δεν θέλουν να χάσουν μερίδιο της σχετικής τεράστιας αγοράς, η κυβέρνηση αναζητά τρόπους επέκτασής τους με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της χώρας. Θεωρείται πιθανό ένα «πολυεργοδοτικό» καθεστώς, που θα επιτρέπει τη συμμετοχή εργοδοτών από διαφορετικούς κλάδους και θα «δικαιολογεί» τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ στη διοίκησή του, όπως η ίδια έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι επιθυμεί σε όλες τις ΕΓΣΣΕ των τελευταίων χρόνων. Το βέβαιο χαρακτηριστικό πάντως παραμένει η λογική της απόσυρσης του κράτους απ’ την κοινωνική ασφάλιση και η απουσία κάθε ευθύνης όταν κάτι πάει στραβά (όπως ήταν η δραματική μείωση των αποθεματικών των ευρωπαϊκών επαγγελματικών ταμείων το 2009 ή τα πάμπολλα ταμεία τύπου 401k στις ΗΠΑ που έχουν φαληρίσει).
Τα εργασιακά δικαιώματα παραμένουν στο στόχαστρο της νέας κυβέρνησης. Κι αν ο υπουργός επέλεξε για πρώτο του «καλεσμένο» τον ΔΣ της Lamda Development, δίνοντας τον τόνο της τοποθέτησής του, οι εργαζόμενοι πρέπει να επιλέξουμε το δρόμο της συγκρότησης των δικών μας δυνάμεων. Της συλλογικής οργάνωσης και πάλης τόσο για τη βελτίωση των όρων δουλειάς και αμοιβής μας, όσο και για την αντίσταση στην κεντρική αντεργατική πολιτική και τα μέτρα που θα επιχειρήσει να επιβάλει.