Η άνοδος των ακροδεξιών μορφωμάτων και η είσοδος των Σπαρτιατών και της Νίκης στη Βουλή, αλλά και η παραμονή της Ελληνικής Λύσης δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Είναι το βασικό αποτέλεσμα και η συνέχεια της πολιτικής του συστήματος της εκμετάλλευσης απέναντι στον εχθρό λαό. Οι 600.000 ψήφοι της Ελληνικής λύσης, της Νίκης και των Σπαρτιατών αλλά οι δεκάδες χιλιάδες που μάζεψαν οι υπόλοιποι εθνικιστικοί και ακροδεξιοί συνδυασμοί έχουν τις πλάτες της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών. Είναι αποτέλεσμα της δεξιάς μετατόπισης του πολιτικού σκηνικού και της ανεπάρκειας της αριστεράς να καταλάβει βασικές πτυχές της ακροδεξιάς πολιτικής στη χώρα μας σήμερα. Καθόλου εντύπωση δεν πρέπει να προξενεί σε έναν προοδευτικό κόσμο το ότι ένα κόμμα σαν τους Σπαρτιάτες που φτιάχτηκε πριν τις εκλογές και στηρίζεται από τον καταδικασμένο για συμμέτοχή σε εγκληματική οργάνωση, νεοναζί Κασιδιάρη καταφέρνει και μπαίνει στη Βουλή. Ίσα ίσα όλο το προηγούμενο διάστημα βασικές πλευρές της πολιτικής του συστήματος γίνονταν ακραίες και επιθετικές απέναντι στην εργατική τάξη και τον λαό και δεν έπαιρναν την απάντηση που έπρεπε. Αντίθετα οι αυταπάτες που κυριαρχούσαν στις δυνάμεις του κινήματος ισορροπούσαν ανάμεσα στην αστική αυταπάτη (οι Ναζί στη φυλακή, κλείστε τα γραφεία τους κ.ά.) και την «αναρχική» αυτοδικία. Το ζήτημα, όμως, του φασισμού παραμένει και ζητάει απάντηση. Μπορεί ο φασισμός και οι όποιες εκφράσεις του να νικηθούν στα δικαστήρια και στο πεδίο που έχει ναρκοθετήσει το σύστημα; Ή μπορεί η απάντηση στον φασισμό να είναι το κυνήγι των φασιστών στις γειτονιές, οι αντισυγκεντρώσεις και οι περιπολίες;
Η ίδια η πραγματικότητα έδειξε ότι όχι μόνο δεν νίκησε το αντιφασιστικό κίνημα, όπως αρκετοί ακόμα δηλώνουν, με τη δίκη της Χρυσής Αυγής, αλλά το πρόβλημα παρέμεινε και γι’ αυτό και επανεμφανίστηκε. Έτσι κι αλλιώς, θα ήταν οξύμωρο για ένα πολιτικό σύστημα που έθρεψε το φασιστικό φαινόμενο να το εξαϋλώσει από τη μια μέρα στην άλλη. Ιδιαίτερα όταν ο χείμαρρος μέτρων που έρχεται το επόμενο διάστημα θα χρειαστεί τη βοήθεια όλων αυτών των μορφωμάτων, και στη Βουλή και έξω από αυτήν. Η όποια συζήτηση έχει ανοίξει στον αστικό τύπο για εκλογοδικεία που θα ακυρώσουν τις βουλευτικές έδρες των Σπαρτιατών, μπορεί στα αυτιά ενός δημοκρατικού κόσμου να δημιουργεί ελπίδες, αλλά είναι παραπλανητική και δεν απαντάει στην ουσία του προβλήματος. Κινείται στα ίδια πλαίσια που δημιούργησαν όλοι αυτοί που μιλούσαν για νίκη της δημοκρατίας ή νίκη του κινήματος, όταν καταδικάζονταν τα μέλη της Χρυσής αυγής και έπεφταν στα μαλακά. Ο άγριος καπιταλισμός και η επίθεση στον λαό χρειάζονται και τους φασίστες για να τους στρώσουν το έδαφος.
Από την άλλη, οι λογικές κυνηγητού σε γειτονιές και πορείες μπορεί να δίνουν μια αίσθηση αποτελέσματος, αλλά ουσιαστικά δεν καταφέρνουν να δουν το συνολικότερο ζήτημα και την πολιτική δουλειά που χρειάζεται να γίνει στην κοινωνία και στην εργατική τάξη ιδιαίτερα, για να έχουν αποτέλεσμα και οι όποιες κινηματικές απαντήσεις. Γιατί αλλιώς μένουν περιθωριοποιημένες από τον πλατύ λαό και δεν απαντάνε ούτε αυτές στο ζήτημα.
Είναι γεγονός ότι τα βασικά ακροδεξιά μορφώματα που μπήκαν στη Βουλή κέρδισαν ψήφο από νέο κόσμο και από λαϊκές γειτονιές, από μεσαία στρώματα και από πιο περιθωριοποιημένο δυναμικό. Αυτή η εξέλιξη θυμίζει αρκετά το 2012 και την τότε είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, η οποία στηρίχτηκε σε παρόμοιο δυναμικό. Προφανώς υπήρξε, όμως, και το έντονο σπρώξιμο ή έστω η ανοχή για αρκετούς από αυτούς. Η Νίκη στηρίχτηκε σε κύκλους της εκκλησίας και της θρησκείας, ενώ ο Κασιδιάρης, με την ανοχή του συστήματος, είχε δημόσιο βήμα μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε αντίθεση με τον Μιχαλολιάκο, ο οποίος δεν «παιζότανε» τόσο. Παρόλα αυτά, από το 2012 έχει μεσολαβήσει αρκετός χρόνος και υπήρχαν γεγονότα καταλυτικά για την επανεμφάνιση αυτή. Η καραντίνα και οι θεωρίες συνομωσίας που ευδοκίμησαν και αναπαράχθηκαν από στελέχη του συστήματος, πάτησαν στον φόβο και στην άγνοια ενός κομματιού του λαού και τον έσπρωξαν σε τέτοια μορφώματα. Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση και το ζήτημα της τουρκικής επιθετικότητας την οποία πρέπει να ανακρούσουμε είναι ζητήματα που, εκτός από το επίσημο σύστημα, αναπαράχθηκαν και από κομμάτια της αριστεράς (ΚΚΕ, εξωκοινοβουλευτική αριστερά), ρίχνοντας νερό στον μύλο του εθνικισμού. Ο αντικομμουνισμός που λανσάρεται από τους ιμπεριαλιστές και τους αστούς και υιοθετείται από κομμάτια της αναρχίας και της «αριστεράς» (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ και Μαραντζίδη, αλλά και ΜέΡΑ25). Η συγκυβέρνηση της υποτιθέμενης αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ. Η συνεχής καταστρατήγηση δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, όπως το χτύπημα των σωματείων και των συνελεύσεών τους, της απεργίας και της διαδήλωσης, το δικαίωμα στην άμβλωση για τις γυναίκες, η αντιμεταναστευτική πολιτική και η περιθωριοποίηση προσφύγων και μεταναστών, ακόμα και το γεγονός πως ανθρώπινες ζωές θεωρούνται λαθραίες και προφανώς το τεράστιο ζήτημα που λέγεται εκμετάλλευση των ξένων εργατών στην Ελλάδα, καθώς και οι όροι διαβίωσης και ζωής για αυτούς. Οι πρόωρες αποφυλακίσεις και η καλή μεταχείριση βιαστών και δολοφόνων (αστυνομικών και παραγόντων του συστήματος) του λαού, της νεολαίας και των εργαζομένων από το κράτος. Όλα αυτά και πολλά ακόμα είναι βασικά ζητήματα τα οποία πρώτο και προεξάρχον το αστικό κράτος, μαζί με τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά του, δημιούργησε και μετά παρέσυρε όποιους ακολούθησαν. Γι’ αυτό και η όποια ευθύνη πρέπει να αναζητηθεί σε αυτό το πλαίσιο.
Η βασική πλευρά που πρέπει να απαντηθεί και δεν είναι μάχη μιας ριξιάς, αλλά επίμονη και επίπονη διαδικασία, είναι η σαπίλα και η σήψη της πολιτικής του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος, ενός πολιτικού συστήματος που με γνώμονα το κέρδος και την εκμετάλλευση, κρατάει τη γυναίκα στον μεσαίωνα, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες στην εξαθλίωση και τον θάνατο, τον εργάτη δέσμιο της εργοδοσίας και τη νεολαία χωρίς μέλλον. Αυτή η αντίληψη θέτει ότι σήμερα στην Ελλάδα ο βασικός φορέας φασιστικοποίησης είναι το ίδιο το σύστημα. Όσο η πάλη του λαού δεν κατορθώνει να συγκροτήσει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά τις δικές της δυνάμεις, τις δυνάμεις που θα επιμείνουν και θα κάνουν βήματα στον δρόμο της αντίστασης και διεκδίκησης και στην προοπτική της αναμέτρησης με το σύστημα, θα προκύπτουν οι απαντήσεις του αντιπάλου. Με γνώμονα αυτή την άποψη, πρέπει να αναδειχθεί στους χώρους δουλειάς, τα σωματεία, τα πανεπιστήμια, τα σχολεία και τις γειτονιές και να συνδεθεί με την πάλη και τη συγκρότηση των εργαζομένων. Αυτή η τοποθέτηση πρέπει να εξειδικεύεται σε κάθε χώρο που ζει ο λαός και να αποτυπώνεται με όρους διεκδίκησης και αντίστασης.