Μεγάλο ζήτημα έχει ανοίξει με την είσοδο στη Βουλή τριών ακροδεξιών σχηματισμών, «Σπαρτιάτες», «Ελληνική Λύση», «Νίκη». Διατυπώνονται διαφόρων ειδών απόψεις, ενώ δεν έλειψαν και κραυγές αγωνίας που φτάνουν έως και στην επίρριψη ευθυνών στο λαό για αυτή την αρνητική εξέλιξη.
Αγωνίες που «υποψιάζομαι» ότι εμφανίζονται μέσα από μια σχέση αλληλοτροφοδότησης με την απογοήτευση που προκάλεσε σε έναν κόσμο ο εκλογικός καταποντισμός του ΣΥΡΙΖΑ. Σημεία των καιρών. Όταν κανείς κινείται τρεφόμενος από αυταπάτες, τίποτε πιο φυσικό να απογοητεύεται όταν η πραγματικότητα τον προσγειώνει ανώμαλα. Ακόμη χειρότερα, όταν αρνείται να δει τις δικές του ευθύνες, τότε ψάχνει τις αιτίες οπουδήποτε, ακόμη και στο… λαό που «δεν καταλαβαίνει». Ας τα βάλουμε όμως σε μια σειρά.
Από ποιους κινδυνεύουμε
Τα εκλογικά αποτελέσματα δημιούργησαν -και δικαιολογημένα με έναν τρόπο- ανησυχίες για αυτά που έπονται, για τους κινδύνους που απειλούν το λαό. Το πραγματικό ωστόσο πρόβλημα βρίσκεται στο πώς προσδιορίζονται αυτοί οι κίνδυνοι αλλά και οι δυνάμεις που -κατά κύριο λόγο- απειλούν τις λαϊκές μάζες. Από ποιους λοιπόν κινδυνεύει ο λαός αλλά και γενικότερα οι λαοί του κόσμου; Θα είμαι σύντομος και περιεκτικός.
Κινδυνεύουν από την επίθεση του κεφαλαίου που έχει εξαπολυθεί εδώ και δεκαετίες ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Κινδυνεύουν από τον ιμπεριαλισμό που μακελεύει λαούς, που κομματιάζει χώρες, που ρημάζει τις οικονομίες τους, που αποσυνθέτει τις κοινωνίες τους, που αναγκάζει εκατομμύρια ανθρώπους να πάρουν τους δρόμους της προσφυγιάς.
Κινδυνεύουν από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που έχουν μετατρέψει σε κρέας για τα κανόνια εκατομμύρια ανθρώπων, με τελευταία έκφρασή του πράγματος το καθημερινό μακελειό στην Ουκρανία και όχι μόνο.
Κινδυνεύει από το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα, από τη θανάσιμη σύμπλεξη της γενικευμένης κρίσης του με την παρόξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που διαμορφώνει τις πιο ζοφερές προοπτικές συνολικά για την ανθρωπότητα.
Εδώ βρίσκονται οι κίνδυνοι, αυτές είναι οι δυνάμεις που απειλούν τους λαούς. Εδώ και το κύριο μέτωπο πάλης, ενάντια σ’ αυτούς τους εχθρούς είναι που χρειάζεται να επικεντρωθεί η πάλη των λαών.
Η μήτρα του φασισμού
Υπάρχουν βέβαια και οι ακροδεξιοί. Οι φασίστες. Πόσο στ’ αλήθεια κινδυνεύουμε απ’ αυτούς και θα έλεγα κυρίως υπό ποιους όρους και ποιας μορφής οι κίνδυνοι από αυτή την πλευρά; Ας αναφερθώ, λοιπόν, και σ’ αυτό και πάλι με όσο μεγαλύτερη συντομία μπορώ.
Το πρώτο που χρειάζεται να ξεκαθαριστεί είναι πως δεν πρόκειται για λαϊκής προέλευσης (όπως θέλει να εμφανίζεται) ρεύμα, αλλά αστικής υφής. Για την ακρίβεια, πρόκειται για «αποφύσεις» του αστικού σώματος, τις οποίες αυτό το -αστικό- σώμα μπορεί και να τις εκθρέψει ή και να τις αποβάλει, ανάλογα τις συνθήκες και τις ανάγκες του. Από την άποψη αυτή, και η υποτιθέμενη φασιστική ιδεολογία (και οι ακροδεξιές παραλλαγές της) δεν αποτελεί παρά μια ιδιαίτερη μορφή της αστικής ιδεολογίας, που περισσότερο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν παρα-ιδεολογία παρά σαν ιδεολογία καθεαυτή.
Και για να μην επεκτείνομαι, ας σταθώ μόνο στο γεγονός ότι οι αντιλήψεις τους επικεντρώνονται στο ρόλο του κράτους. Στην αναγκαιότητα για ένα «ισχυρό» κράτος, ένα «εθνικό» κράτος κ.λπ. Μα ένα τέτοιο κράτος ήδη υπάρχει και δεν είναι άλλο από το… αστικό κράτος. Το οποίο φυσικά ούτε που διανοούνται να ανατρέψουν. Στοχεύουν όμως να το κάνουν, λέει, «ισχυρότερο», απαλλάσσοντάς το από εκείνες τις αδυναμίες με βάση τις οποίες αυτό το κράτος εμφανίζεται ενδοτικό, ανεκτικό και συνεπώς ευάλωτο απέναντι σε κινδύνους που το απειλούν. Τους κομμουνιστές, τους Εβραίους, τους τσιγγάνους και εσχάτως τους μετανάστες.
Όργανα του συστήματος
Με αυτούς τους όρους οι ακροδεξιές, φασιστικές δυνάμεις υφίστανται και λειτουργούν στο πλαίσιο του συστήματος και σαν δύναμη του συστήματος. Σαν το όργανο που αξιοποιείται, χρησιμοποιείται ενάντια στο λαό και με όποιους τρόπους και στόχους επιλέγονται κάθε φορά. Για «επιχειρήσεις», λ.χ., που δεν κρίνεται σκόπιμο να τις αναλάβουν οι «επίσημες» δυνάμεις του συστήματος. Για να θέτουν ζητήματα, να ανοίγουν δρόμους, να προπαρασκευάζουν πολιτικές που σχεδιάζει να προωθήσει το σύστημα.
Από εκεί και πέρα και όσον αφορά το αν οι φασιστικές δυνάμεις μπορούν να γίνουν δύναμη εξουσίας. Θα επαναλάβω μια άποψη που έχω διατυπώσει εδώ και χρόνια. Οι φασιστικές δυνάμεις μπορούν να γίνουν δύναμη εξουσίας μόνο και εφόσον τις επιλέξει για αυτόν το ρόλο η… πραγματική εξουσία με βάση αναγκαιότητες που μπορεί να υπάρξουν. Δηλαδή η αστική τάξη και οι μηχανισμοί της.
Τα διδάγματα της ιστορίας
Αυτή η άποψη επιβεβαιώνεται άλλωστε και από την ιστορία. Τις συνθήκες που οδήγησαν στην άνοδο σειράς φασιστικών καθεστώτων και δικτατοριών στην Ευρώπη του μεσοπολέμου. Το γενικό φόντο οριζόταν από την επίδραση, τον πανικό που είχε δημιουργήσει στις αστικές τάξεις η Οκτωβριανή Επανάσταση, η δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, η άνοδος του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος.
Η ενίσχυση των αντιλήψεων πως το καπιταλιστικό σύστημα χρειαζόταν μια σκληρή, μια σιδερόφραχτη πολιτική για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου. Με τον Χίτλερ συνέπραξε το γερμανικό κεφάλαιο, οι πρώσοι γιούνκερ, αξιωματικοί του στρατού, ενώ υποστηρίχθηκε και από κεφαλαιοκράτες των ΗΠΑ. Αυτοί ήσαν οι παράγοντες με βάση τους οποίους ο Χίντενμπουργκ ανέθεσε την καγκελαρία στον Χίτλερ, παρότι δεν διέθετε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τον Μουσολίνι τον στήριξαν οι γαιοκτήμονες του νότου, οι βιομήχανοι του βορρά, η εκκλησία, το παλάτι. Αντίστοιχα συνέβη και σε μια σειρά άλλες χώρες. Σημαντικό ρόλο είχε και η διάθεση των ιμπεριαλιστών της Δύσης (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ) να χρησιμοποιήσουν μια επανεξοπλισμένη Γερμανία για τη συντριβή της Σοβιετικής Ένωσης.
Μόνο που η σύμπλεξη των ναζιφασιστικών τάσεων με τον ρεβανσισμό και τις ιδιαίτερες επιδιώξεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού ή ακόμη και ο μεγαλοϊδεατισμός του Μουσολίνι καθώς και οι φιλοδοξίες τού ιαπωνικού μιλιταρισμού έθεσαν και άλλης τάξης ζητήματα. Αυτά ήταν που περιέπλεξαν όλους τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστών της Δύσης και έθεσαν το όλο ζήτημα των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε εντελώς διαφορετικές βάσεις.
Ζοφερές προοπτικές
Πώς τίθεται πλέον το ζήτημα στις σημερινές συνθήκες. Όπως έχω αναφέρει σε σχετικά πρόσφατη τοποθέτησή μου, ο κόσμος έχει μπει εδώ και καιρό σε μια σκοτεινή περίοδο. Μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των πιο αντιδραστικών, επιθετικών και πολεμοκάπηλων δυνάμεων του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Από την ήττα του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και την παλινόρθωση στις σοσιαλιστικές χώρες που έχει διαμορφώσει τους πιο αρνητικούς συσχετισμούς σε βάρος των λαών.
Από τη θανάσιμη, όπως ανέφερα, σύμπλεξη της γενικευμένης κρίσης του συστήματος με την παρόξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Μια παρόξυνση που έχει οδηγήσει σε μια μείζονος σημασίας πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στις ΗΠΑ-Δύση από τη μια μεριά και τη Ρωσία από την άλλη. Μια σύγκρουση που δεσπόζει στις σημερινές εξελίξεις και η οποία πυροδοτεί και θα συνεχίζει να πυροδοτεί τις πιο αντιδραστικές τάσεις στον κόσμο, όποια κι αν είναι η έκβασή της.
Άμεση συνέπεια, η γενικευμένη στρατιωτικοποίηση των ανταγωνισμών με ό,τι αυτό σημαίνει σε όλα τα πεδία, εσωτερικά σε κάθε χώρα και διεθνώς.
Αναδιαρθρώσεις των βιομηχανικών, παραγωγικών δομών στη βάση αυτών των απαιτήσεων με αντίστοιχες επιδράσεις στην κοινωνική διάρθρωση.
Κλιμάκωση της επίθεσης ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες, στις οποίες θα επιδιώκεται να φορτωθούν τα κόστη της κρίσης και των αναδιαρθρώσεων, θωράκιση αυτών των επιλογών θεσμικά αλλά και με την ενίσχυση των δυνάμεων και μεθόδων καταστολής των λαϊκών αντιδράσεων.
Ένταση των πιέσεων και των εκβιασμών στις πιο αδύναμες χώρες με στόχο την ένταξή τους στο αντίστοιχο κάθε φορά ιμπεριαλιστικό μπλοκ ή ακόμη και βίαιων επεμβάσεων.
Γενικότερα εξελίξεις που θα πριμοδοτούν και θα ενισχύουν τις πιο αντιδραστικές τάσεις και δυνάμεις τόσο στις καπιταλιστικές μητροπόλεις όσο και σε άλλες χώρες. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, αναμενόμενη και η ενίσχυση των ακροδεξιών έως και φασιστικών δυνάμεων. Δυνάμεων που, όπως κιόλας αναφέρθηκε, θα λειτουργούν ως το βρώμικο χέρι του συστήματος ενάντια στις λαϊκές μάζες.
Απ’ εκεί και πέρα και όσον αφορά την πιθανότητα να αναλάβουν κυβερνητικές εξουσίες, αυτό δεν θα εξαρτηθεί από αυτούς που εμφανίζονται σήμερα ως «σωτήρες» - πολλοί εκ των οποίων δεν αποτελούν παρά φαιδρές περιπτώσεις. Θα εξαρτηθεί από τις ανάγκες και τις επιλογές των βασικών δυνάμεων του συστήματος. Από το πόσο θα μπορούν να συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά με βάση τις δομές και τους μηχανισμούς της αστικής τους «δημοκρατίας» τα ζητήματα που θα θέτουν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αναμετρήσεις, η κρίση και οι λαϊκές αντιδράσεις.
Το αβγό του Κολόμβου
Ας επιστρέψω όμως εκεί απ’ όπου ξεκίνησα αυτό το κείμενο. Στο θέμα που έχει τεθεί με την είσοδο των ακροδεξιών σχηματισμών στη Βουλή. Στις ανησυχίες που δημιουργήθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις φθάνουν στα όρια του πανικού. Μια αντιμετώπιση που τη θεωρώ το λιγότερο αποπροσανατολιστική. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφησυχάζουμε, αλλά να θέτουμε το πρόβλημα στις σωστές του βάσεις.
Το πρώτο που οφείλουμε είναι, όπως ήδη ανέφερα, να προσδιορίσουμε το πού βρίσκεται η βασική πηγή των κίνδυνων που αντιμετωπίζει ο λαός. Να το θέσω πολύ απλά, από ποιους κινδυνεύει άμεσα, περισσότερο και πραγματικά ο λαός; Από τον Βελόπουλο ή τον Μητσοτάκη; Από τη «Νίκη» ή τις «ευρωπαϊκές οδηγίες»; Από τους «Σπαρτιάτες» ή τις αμερικανικές βάσεις στη χώρα μας;
Όσο τουλάχιστον με αφορά, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα προσδιορίζει και το ενάντια σε ποιες δυνάμεις οφείλει να επικεντρωθεί η λαϊκή πάλη. Αυτό δεν σημαίνει ότι αφήνουμε στο απυρόβλητο τις ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις.
Αναγκαία η πολιτική ανάλυση, η κριτική, η αποκάλυψη του ρόλου τους στην υπηρεσία του συστήματος, των διασυνδέσεών τους με το κεφάλαιο και τους μηχανισμούς του συστήματος. Επιτακτικά αναγκαίες οι αντιφασιστικές λαϊκές κινητοποιήσεις, η μαχητική αντιμετώπιση των φασιστικών προκλήσεων. Μόνο που θεωρώ ότι η πιο αποτελεσματική αντιμετώπισή τους συνδέεται με την ανάπτυξη της πάλης σ’ αυτό που προσδιόρισα σαν το κύριο μέτωπο.
Το αριστερό ζητούμενο
Ας εξηγηθώ περισσότερο. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε συναρτάται με το συνολικότερο πρόβλημα της Αριστεράς (στη χώρα μας και όχι μόνο). Στα «κενά» που αφήνουν οι ανεπάρκειές της και που δίνουν τη δυνατότητα σε ακροδεξιές δυνάμεις να εμφανίζονται έως και ως «αντισυστημικές». Το πρόβλημα έχει συγκεκριμένες εκφράσεις.
Όσο η λαϊκή πάλη συνεχίζει να βρίσκεται σε επίπεδα που δεν βάζουν σοβαρό πρόβλημα στο σύστημα τόσο θα μπορεί ο κάθε τυχάρπαστος να ψαρεύει σε θολά νερά. Να παριστάνει τον «αντισυστημικό», τον «αντάρτη», τον «επαναστάτη», τον «φίλο του λαού», τον «πατριώτη». Η ανάπτυξη της λαϊκής πάλης, πέρα από τα άλλα σημαντικά ζητήματα που μπορεί να απαντήσει, προσφέρει τις δικές της απαντήσεις και σ’ αυτό το ζήτημα. Είναι αυτή που θα αποκαλύπτει το ρόλο τού καθένα, που θα βάζει τον κάθε κατεργάρη στη θέση του.
Στην περίπτωση, λ.χ., που αναπτυχθούν σημαντικοί εργατικοί αγώνες που θα θέτουν πρόβλημα στο κεφάλαιο, με ποιον θα πάνε οι φασίστες; Θα συνταχθούν με τους εργάτες ή θα αναλάβουν το ρόλο των τραμπούκων της εργοδοσίας και του ιμπρεσάριου των απεργοσπαστών; Όταν οι λαϊκές δυνάμεις οξύνουν την πάλη τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εξάρτηση, ποια θα ’ναι η «πατριωτική» θέση που θα πάρουν οι απόγονοι των ταγμάτων ασφαλείας; Όταν και εφόσον το λαϊκό κίνημα αρχίσει να αμφισβητεί πραγματικά την κυριαρχία του συστήματος, με ποιον θα συμπαραταχθούν οι «αντισυστημικοί» αυτού του φυράματος;
Κλείνοντας, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως δεν θεωρώ καθόλου ότι το ζήτημα μπορεί να απαντηθεί εύκολα ή από τη μια στιγμή στην άλλη. Αντικειμενικά οι συσχετισμοί θα συνεχίσουν να είναι αρνητικοί και να εμφανίζουν σημαντικά προβλήματα και δυσκολίες. Υποκειμενικά οι δυνάμεις τής εν γένει αριστεράς επιμένουν να περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους. Εκείνο στο οποίο επιμένω είναι πως οι δρόμοι όπου μπορούν να αναζητηθούν οι απαντήσεις είναι συγκεκριμένοι και καθόλου άγνωστοι.