Η κυβέρνηση της ΝΔ, με περίσσιο αντεργατικό θράσος, αξιοποιώντας τον αρνητικό συσχετισμό και στα πλαίσια του εργατικού κινήματος, κινήθηκε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα για το νέο αντεργατικό έκτρωμα, που νομιμοποιεί κι επεκτείνει τη σύγχρονη εργασιακή βαρβαρότητα. Από καιρό είχε ξεκινήσει κι έναν πόλεμο αποπροσανατολισμού και λάσπης, με βασικό σύμμαχο τα ΜΜΕ, ώστε συντεταγμένα ν’ αποκρύψουν τα βαθιά αντεργατικά χαρακτηριστικά της επίθεσης.
Σημαντικούς συμμάχους βρήκε για άλλη μια φορά η κυβέρνηση στους εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ. Στις αρχές Αυγούστου, εκδίδουν ανακοίνωση με «εποικοδομητική κριτική» για το «ξεπέρασμα των όποιων καθυστερήσεων» στην εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Τρεις μέρες πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου στην ολομέλεια της Βουλής, καταγράφουν σε εκτενές δελτίο τύπου τις προτάσεις της ΓΣΕΕ, με τις οποίες αποδέχονται και νομιμοποιούν πρακτικά το σύνολο των διατάξεων του νομοσχεδίου, ζητώντας ορισμένες «βελτιωτικές αλλαγές». Χωρίς καμιά αναφορά σε απεργία (η μοναδική ως τώρα περίπτωση σε κατάθεση αντεργατικού νομοσχεδίου με τέτοια κεντρικά χαρακτηριστικά), υιοθετούν ολόκληρη την κυβερνητική προπαγάνδα, τόσο σε σχέση με την «ανάγκη» -του κεφαλαίου- να προχωρήσει η αντεργατική επίθεση με νέα μέτρα, όσο και σε σχέση με τον δήθεν φιλεργατικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου, για το οποίο παραπονιούνται ότι εξαιρεί τους δημόσιου υπαλλήλους απ’ τις «προστατευτικές διατάξεις του». Η αναζήτηση «θετικών πτυχών» κι οι εκκλήσεις για «ελέγχους» και «εφαρμογή του νόμου» είναι ίδια με τη στάση που κράτησε κατά την περίοδο της προώθησης του νόμου Χατζηδάκη, που κατέληξε ν’ ακυρώσει απεργία και να βάλει πλάτη στην εφαρμογή της επίθεσης. Η ΓΣΕΕ, πλήρως αποκομμένη απ’ τους εργαζόμενους, αποδεικνύει στην κυβέρνηση και στο σύστημα συνολικά τη δυνατότητα που διαθέτει να ενισχύει την αντεργατική πολιτική και να υπονομεύει τις εργατικές αντιστάσεις. Και ζητάει ως αντάλλαγμα την κατοχύρωση του ρόλου του επίσημου συνομιλητή (και διαχειριστή για πλήθος ζητημάτων).
Στοιχισμένα με τη ΓΣΕΕ, πλήθος εργατικών κέντρων, ομοσπονδιών, αλλά και πρωτοβάθμιων σωματείων, σφύριζαν αδιάφορα για εβδομάδες απ’ την ώρα που αναρτήθηκε το νομοσχέδιο. Το μεγαλύτερο εργατικό κέντρο της χώρας, της Αθήνας, στη μοναδική ανακοίνωσή του μέχρι να γίνει γνωστό ότι η ΓΣΕΕ δεν αποφάσισε απεργία, ενώ ανέλυε τα αντεργατικά χαρακτηριστικά του νομοσχεδίου με σχετική λεπτομέρεια, κατέληγε: «Θα αγωνιστεί (το ΕΚΑ) με όλα τα νόμιμα μέσα με σκοπό να διατηρήσει όποιο προστατευτικό πεδίο υφίσταται… Οι εργαζόμενοι θα μπορούν να προσφεύγουν στο Εργατικό Κέντρο Αθήνας, το οποίο θα είναι διαρκώς αρωγός σε κάθε προσπάθειά τους για τη μη χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων… αλλά και την απαίτηση για ελέγχους από τα αρμόδια όργανα χωρίς παρωπίδες και στεγανά». Καμία αναφορά σε απεργιακούς αγώνες, καμία αναφορά σε συλλογικές διαδικασίες εντός των σωματείων και της βάσης των εργαζόμενων. Νόμιμα μέσα, δικαστικές προσφυγές, και -την τελευταία στιγμή- μια απεργία για να βγουν απ’ την υποχρέωση. Παράλληλη... ακινησία επέδειξε η ΑΔΕΔΥ, με ανύπαρκτη την οποιαδήποτε διαδικασία ή κίνηση στους χώρους του δημοσίου συνολικά. Στάση που δεν «ξεπλένεται» με την απόφαση για 24ωρη απεργία, επίσης τελευταία στιγμή και ύστερα απ’ την απόφαση της ΓΣΕΕ.
Σ’ ένα τέτοιο κλίμα, το ΠΑΜΕ επέδειξε αντίστοιχες καθυστερήσεις κι ελάχιστες κινήσεις, κυρίως εικονικού χαρακτήρα. Σ’ ένα μήνα διαβούλευσης του νομοσχεδίου, προχώρησε σε δύο μεσημεριανές συγκεντρώσεις στελεχών έξω απ’ το υπ. Εργασίας και ένα κάλεσμα σε σύσκεψη σωματείων και ομοσπονδιών με «πανηγυρικά» χαρακτηριστικά. Μια απογευματινή συγκέντρωση που είχε οργανώσει με επίκεντρο το ζήτημα των πλημμυρών, συμπληρώθηκε βιαστικά με το ζήτημα του νομοσχεδίου. Κι αυτό με δεδομένη την εργατική κινητοποίηση που πραγματοποιήθηκε με συμμετοχή και της Ταξικής Πορείας την προηγούμενη μέρα. Παράλληλα, τα δεκάδες δευτεροβάθμια όργανα και τα πολλαπλάσια πρωτοβάθμια που ελέγχει σ’ όλη τη χώρα βρίσκονταν σε απόλυτη αδράνεια, χωρίς καμιά παρέμβαση στους χώρους δουλειάς, με τους εργαζόμενους έρμαια της κυβερνητικής προπαγάνδας. Φανερά αιφνιδιασμένο απ’ την ταχύτητα που κινήθηκε η κυβέρνηση, αποτέλεσμα της επικέντρωσης των δυνάμεων του ΚΚΕ στη «μεγάλη μάχη» των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, οδήγησε τα δευτεροβάθμια όργανα που ελέγχει σε απόφαση για απεργία στις 21/9 (αφού είχαν προηγηθεί αποφάσεις με... ανοιχτή ημερομηνία απεργίας), αναλαμβάνοντας να συμπληρώσει το κενό που άφησε η ΓΣΕΕ, αλλά με τα ίδια χαρακτηριστικά έλλειψης συγκρότησης όρων και δουλειάς για την επιτυχία της απεργίας.
Δεν είναι τυχαία η επαναφορά από στελέχη του της τοποθέτησης ότι «ο νόμος Χατζηδάκη έχει μείνει στα χαρτιά», παραβλέποντας την αντίφαση με τη -σωστή- επισήμανση ότι το νομοσχέδιο Γεωργιάδη πατάει στο έδαφος του νόμου Χατζηδάκη. Ούτε το «αίτημα» περί 7ωρου-35ωρου, την ώρα που το σύστημα τσακίζει το 8ωρο. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους «τρέλα», αλλά για την έκφραση της συγκεκριμένης πολιτικής αντίληψης που λέει πως οι αγώνες δεν μπορούν να φέρουν νίκες, πως οι κεντρικές πολιτικές επιλογές είναι «αδιαμφισβήτητες». Με βάση αυτή, οι εργατικές κινητοποιήσεις δεν έχουν λόγο να έχουν συγκεκριμένο στόχο-επίδικο, επομένως το μόνο νόημα που τους απομένει είναι η προπαγάνδιση του «προγράμματος». Και κάπως έτσι, συντηρεί το «δικαίωμα» να κοινά επικριτικά το δάχτυλο στις εργαζόμενες μάζες που «δεν καταλαβαίνουν» και όλο... ψηφίζουν λάθος.
Για τη μεγάλη πλειοψηφία των συνδικαλιστικών δυνάμεων, το σενάριο της μιας απεργίας τη μέρα ψήφισης του εκάστοτε νόμου, που επαναλαμβάνεται διαρκώς, φαίνεται να βολεύει από πολλές πλευρές. Η ανατροπή της επίθεσης κι η αντίσταση στην εργασιακή βαρβαρότητα όμως αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου για τους εργαζόμενους και την εργατική τάξη. Μια τέτοια διαδικασία απαιτεί μαζική συμμετοχή και κινητοποίηση, διάρκεια, αποφασιστικότητα και σύγκρουση με την αντιδραστική «νομιμότητα» που επεκτείνεται.