Σε άγρια κόντρα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έχει εξελιχτεί το ζήτημα της εκλογής νέου προέδρου. Από τη μία η Έφη Αχτσιόγλου, η οποία, ενόψει του δευτέρου γύρου των εκλογών βγαίνει δημόσια και μιλάει για χυδαίες συκοφαντίες προς το πρόσωπό της, από την άλλη ο νέος «αστέρας» στο κόμμα της αντιπολίτευσης Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος, με τη συνδρομή του υποστηρικτή του Πολάκη, έχει ανεβάσει (ή κατεβάσει) το επίπεδο της εσωκομματικής αντιπαράθεσης.
Το βασικό στοιχείο της κατάστασης είναι η κρίση την οποία περνάει ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν φαίνεται να ξεπερνάει ανεξαρτήτως αποτελέσματος του δεύτερου γύρου. Κρίση η οποία έχει επέλθει από τα κακά εκλογικά αποτελέσματά του, τα οποία ήταν και η λογική συνέχεια για ένα κόμμα το οποίο ήθελε να είναι και με τον λαό και την αριστερά (στα λόγια) αλλά παράλληλα και με το κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές. Αυτή τη στάση του πληρώνει σε αυτή τη φάση, και η ανικανότητά του να παίξει έστω και αντιπολιτευτικό ρόλο φαίνεται από το γεγονός ότι δεν μπορεί να καρπωθεί σε εκλογικό -και όχι μόνο- επίπεδο τη δυσαρέσκεια η οποία υπάρχει απέναντι στην κυβέρνηση και το σύστημα.
Η δεξιά μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ και η ενσωμάτωσή του δεν είναι καινούργιο δεδομένο. Είναι προϊόν της πολιτικής του αντίληψης και της σοσιαλδημοκρατικιστικής οπτικής που είχε από τότε που ήταν κόμμα του 4%. Παρόλα αυτά, η μετατόπιση ακόμα δεξιότερα και η ενσωμάτωσή του στο σύστημα είναι εμφανής ακόμα και στους πιο δύσπιστους. Ανεξάρτητα από το πώς θα καταλήξει ο δεύτερος γύρος των εσωκομματικών εκλογών, μόνο και μόνο το γεγονός ότι υποψήφιος για την προεδρία του είναι ένας αμερικανοθρεμένος εφοπλιστής, ο οποίος έχει μαθητεύσει κοντά στο επιτελείο του Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2008, αλλά και σε αμερικάνικα think tanks εξωτερικής πολιτικής, είναι από μόνο του στοιχείο παραπέρα ενσωμάτωσης και ευθυγράμμισης με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Το παραπάνω κομμάτι του βιογραφικού του Κασσελάκη δεν φαίνεται να θορυβεί και ιδιαίτερα τα βασικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία, αν και έχουν βγάλει τα μαχαίρια, πιο πολύ ενδιαφέρονται για το γεγονός ότι είναι ένα μήνα στο κόμμα και βρίσκεται υποψήφιος πρόεδρος, παρά για τις καταβολές του και την τοποθέτησή του. Αν βάλουμε τώρα και στην εξίσωση ότι πολλά στελέχη, όπως ο Παππάς και ο Πολάκης έχουν στρατευτεί με τον Κασσελάκη, γίνεται εμφανέστερο ότι δεν υπάρχει προβληματισμός για την πολιτική ταυτότητα του κόμματος γιατί αυτή, απ’ ό,τι φαίνεται, εδώ και καιρό είναι δεδομένη. Αυτό που ανησυχεί τα βασικά στελέχη είναι το πώς θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα-πυλώνας της αστικής τάξης και του κεφαλαίου και πώς θα υπηρετήσει ως εξαρτημένο πολιτικό προσωπικό τα ιμπεριαλιστικά του αφεντικά. Σε αυτή τη συζήτηση δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός και γι’ αυτό και δεν ανοίγεται σαν τέτοια από κανέναν.
Αντίστοιχα η Αχτσιόγλου μπορεί να έχει στο «οπλοστάσιό» της την κοινοβουλευτική της διαδρομή, όμως αυτή ακριβώς φέρνει μαζί της και το μερίδιο της ευθύνης της για την κατάσταση διάλυσης που υπάρχει αυτή τη στιγμή μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, και σε πολιτικό επίπεδο έχει δώσει τα διαπιστευτήριά της στο κεφάλαιο με τον νόμο Βρούτση-Αχτσιόγλου για τα εργασιακά -τον οποίο προώθησε ως υπουργός Εργασίας- που επισφράγισε την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό.
Ακόμα και η αφωνία του Αλέξη Τσίπρα και η εξαφάνισή του από τις εκλογές και μετά (όχι αναγκαστικά για να στηρίξει τον έναν έναντι του άλλου υποψήφιου) είναι δείγμα κατανόησης τόσο των αδιεξόδων που υπάρχουν στο κόμμα, όσο και της φυσιογνωμίας που πρέπει να διαμορφώσει από δω και πέρα ο ΣΥΡΙΖΑ αν θέλει να εξακολουθεί να διεκδικεί ρόλο με αξιώσεις στο πολιτικό στερέωμα. Φυσιογνωμίας ακόμα πιο συστημικής και ευθυγραμμισμένης με το συνολικό κλίμα δεξιάς μετατόπισης που επιτάσσει το κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός. Αυτή η πορεία για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι μονόδρομος και δεν μπορεί να την αποφύγει όσο και να το απεύχεται, που δεν το απεύχεται! Αυτό που προβληματίζει κατά βάση είναι το πώς θα εξακολουθήσει να προχωρά στις ράγες του συστήματος, αλλά θα αποκτήσει ξανά τη λαϊκή υποστήριξη ή έστω την ανοχή, όπως την είχε ένα προηγούμενο διάστημα.