Σε διαβούλευση βρίσκεται το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, με σκοπό να κατατεθεί τον Δεκέμβρη στη Βουλή. Μπορεί τα αστικά ΜΜΕ να το έχουν βαφτίσει «μίνι», αλλά το νομοσχέδιο κινείται στις ίδιες ράγες, της υπονόμευσης του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση και στην περίθαλψη.
Περίοπτη θέση καταλαμβάνει το ζήτημα της διαχείρισης των συνταξιούχων που δουλεύουν. Προβλέπεται η αντικατάσταση της παρακράτησης του 30% της σύνταξης (που ισχύει σήμερα) με έναν «πόρο υπέρ ΕΦΚΑ». Αυτός θα είναι είτε το 10% του μισθού για τους συνταξιούχους που δουλεύουν ως μισθωτοί είτε το 50% της ασφαλιστικής κλάσης για ελεύθερους επαγγελματίες. Το βασικό εδώ δεν είναι ποιες περιπτώσεις χρεώνονται περισσότερο και ποιες λιγότερο, αλλά η νομιμοποίηση απ’ την πλευρά του συστήματος ενός καθεστώτος όπου η σύνταξη δεν αρκεί για την επιβίωση του συνταξιούχου. Αν θέλει να συνεχίσει να ζει, δεν αρκούν οι δεκαετίες εκμετάλλευσης που πέρασε ως εργαζόμενος. Πρέπει να συνεχίσει τη δουλειά για όσο αντέξει, με τη σύνταξη ν’ αποτελεί ένα είδος «επιδόματος πρόνοιας», αντί για την κατοχύρωση του δικαιώματος των απόμαχων της δουλειάς να ζουν με αξιοπρέπεια. Το σύστημα, ταυτόχρονα, προετοιμάζει το έδαφος για την αύξηση των ορίων ηλικίας, η οποία προβλέπεται με μόνιμο τρόπο απ’ τους «μνημονιακούς» νόμους, που παραμένουν σε πλήρη ισχύ. Και μπορεί η κυβέρνηση να καυχιέται (!) πως η διαχείριση της πανδημίας οδήγησε τόσους πολλούς σε πρόωρο θάνατο ώστε το προσδόκιμο ζωής να υποχωρήσει και, άρα, να μην απαιτείται αύξηση των ορίων ηλικίας το 2024, το ζήτημα όμως θα τίθεται ξανά και ξανά στα επόμενα χρόνια, με αναλυτές να υπολογίζουν ότι -με τα σημερινά νομοθετικά δεδομένα- σε περίπου 25 χρόνια θα δουλεύουμε μέχρι τα 72.
Σημαντικό ζήτημα αποτελεί κι η εισαγωγή του «ενεργού ΑΜΚΑ», με στόχο ασθενείς που αναζητούν περίθαλψη στα δημόσια νοσοκομεία να πληρώνουν απ’ την τσέπη τους. Ο σχεδιασμός προβλέπει «απενεργοποίηση» του ΑΜΚΑ για όσους δεν έχουν μόνιμη κατοικία στη χώρα, με την έννοια ότι δεν έχουν φορολογικές υποχρεώσεις στην Ελλάδα. Γι’ αυτούς, κάθε δαπάνη σχετική με δημόσιο νοσοκομείο θα χρεώνεται επί τόπου, όπως προβλέπεται και για όσους δεν έχουν καθόλου ΑΜΚΑ. Η ρύθμιση πατάει στο έδαφος που έχει στρώσει η αντιλαϊκή πολιτική στα νοσοκομεία, με την ενίσχυση των ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων και τη λεπτομερή κοστολόγηση κάθε εξέτασης και νοσηλείας.
Στο ίδιο νομοσχέδιο εισάγεται κι η φορολόγηση των παροχών των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), είτε δίνονται σε μορφή σύνταξης είτε εφάπαξ. Πρόκειται για το είδος των ταμείων που προωθούνται ολοένα και πιο έντονα απ’ την ΕΕ, σύμφωνα με τα αμερικάνικα πρότυπα, ακριβώς επειδή αφαιρούν την ευθύνη του κράτους απ’ την ασφάλιση. Υπονομεύουν έτσι το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση μέσω υποκατάστασης μ’ ένα είδος «συλλογικής αποταμίευσης», χωρίς δεσμεύσεις σε συγκεκριμένες παροχές και χωρίς κρατική εγγύηση σε περιπτώσεις κατάρρευσης. Όπως συνέβη σε περασμένες δεκαετίες σ’ άλλες χώρες (πχ. Καναδάς), για την αρχική καθιέρωση των επαγγελματικών ταμείων επιλέχτηκε ως κίνητρο η μη φορολόγηση των παροχών. Όταν όμως επεκτάθηκαν αρκετά, άρχισαν και να φορολογούνται. Αυτό προβλέπει το νέο νομοσχέδιο, με αρχικούς συντελεστές από 5% ως 20% στα εφάπαξ και 2,5% ως 10% στις συντάξεις, οι οποίοι θ’ αυξάνονται όσο αυξάνονται οι «ασφαλισμένοι» («συμμετέχοντες» θα ήταν πιο ακριβές) σε ΤΕΑ. Η δε ρύθμιση ανοίγει επικίνδυνο μονοπάτι για τη φορολόγηση και των εφάπαξ που δίνουν ορισμένα ασφαλιστικά ταμεία και είναι σήμερα αφορολόγητα (πχ. των δημοσίων υπαλλήλων).
Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης την καταβολή επιδομάτων του ΟΠΕΚΑ και της ΔΥΠΑ μέσω προπληρωμένης κάρτας, με το 50% του ποσού να καταναλώνεται υποχρεωτικά ηλεκτρονικά. Διακηρυγμένος στόχος «να υπάρχει εικόνα της συνολικής παροχής του κράτους προς τον πολίτη», με επόμενο βήμα τον περιορισμό και των ποσών.
Η κυβέρνηση προπαγανδίζει ότι το ασφαλιστικό νομοσχέδιο έχει «θετική κατεύθυνση». Στην πραγματικότητα, προωθεί την ίδια αντεργατική κι αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζεται σε κάθε πεδίο. Οι εργαζόμενοι πρέπει ν’ αναδείξουν το ζήτημα και να υπερασπιστούν αγωνιστικά το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, τη σύνταξη και την περίθαλψη, ανεξάρτητα απ’ τις -ανύπαρκτες- διαθέσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών που, για ακόμα μια φορά, σιγοντάρουν την κυβερνητική πολιτική.