παλεύουμε για
√ Την ανάδειξη της κομμουνιστικής κατεύθυνσης στο κίνημα και στη μαζική πάλη
√ Τη συγκρότηση μιας αξιόμαχης επαναστατικής κομμουνιστικής Οργάνωσης
Η γραμμή και το «όραμα» των δυνάμεων του συστήματος
Εργάτες και λαοί ζουν την πιο ταραγμένη και άγρια περίοδο που έχει βρεθεί ο πλανήτης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επικρατεί ένα «χάος» οξύτατων αντιθέσεων των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα), που έχει ήδη «μετρηθεί» με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και σακατεμένους και έχει ως επίκεντρό του έναν πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης (Ουκρανία), αλλά και πολλές άλλες εστίες που έχουν αναφλεγεί ή απειλούνται με ανάφλεξη και επέκταση. Τα ποτάμια αίματος και η απερίγραπτη φρίκη στη Γάζα αλλά και στη Δ. Όχθη είναι κρίσιμο κομμάτι αυτού του λογαριασμού. Σε αυτό τον χορό του αίματος και της καταστροφής χωρών και λαών συμμετέχουν και συμβάλλουν οι ιμπεριαλιστές «δεύτερης τάξης» (Ευρώπη, Ιαπωνία), αναζητώντας μέσα σε αυτόν θέση και ρόλο στις υπό διαμόρφωση στρατηγικές συμμαχίες. Με τυχοδιωκτισμούς και με θεαματικές παλινωδίες, μια σειρά ενδιάμεσες δυνάμεις (Ινδία, Βραζιλία, Ιράν...) αναζητούν το πώς θα εξαργυρώσουν όσο πιο ακριβά το βάρος τους στο εξελισσόμενο μακελειό. Οι εξαρτημένες χώρες στοιχίζονται ολοένα πιο σφικτά και από κάθε άποψη στα ιμπεριαλιστικά αφεντικά τους, ενώ κάποιες από αυτές (όπως η Τουρκία) παίζουν με τη φωτιά των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Βάση αυτής της κατάστασης αποτελεί η ολόπλευρη κρίση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, που αλληλοτροφοδοτείται με τους ανταγωνισμούς, ενώ η επίλυσή της διαρκώς όλο και περισσότερο δένεται με την επίλυση του ζητήματος της ηγεμονίας/κυριαρχίας στον πλανήτη. Δηλαδή, με την επίλυση του ερωτήματος «ποιος-ποιον», με τη διέξοδο της πολεμικής αναμέτρησης μεταξύ των διεκδικητών του πλανήτη.
Μέσα σε αυτό το χάος των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών, μέσα στα μπλοκαρίσματα των παραγωγικών και εφοδιαστικών αλυσίδων, μέσα στην αμφισβήτηση ή/και τη ντε φάκτο κατάργηση ρυθμίσεων και (άτυπων και διακηρυγμένων) συμφωνιών που για δεκαετίες ίσχυαν σαν εκφράσεις ενός συσχετισμού που υπήρχε μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ενώ η πρώτη δύναμη του πλανήτη (ΗΠΑ) μπροστά στο κρίσιμο όριο των εκλογών του Νοέμβρη του 2024 βρίσκεται βαθύτατα διχασμένη για τον δρόμο και τις επιλογές που μπορεί και χρειάζεται να ακολουθήσει στο παγκόσμιο ταμπλό και ενώ είναι σε πλήρη εξέλιξη το ζήτημα της διάταξης των δυνάμεων και… «αναμενόμενες» οι μεταπηδήσεις και οι μεταστροφές, ένα βασικό ζήτημα είναι και οφείλει να είναι καθαρό:
Η γραμμή όλων των δυνάμεων του συστήματος είναι δεδομένη και κοινή όσον αφορά τους εργάτες και τους λαούς. Είναι η γραμμή της αναπαραγωγής του («όλου») καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, του ξεπεράσματος της κρίσης και της επίλυσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, με «καύσιμα» και «πρώτη ύλη» τα δικαιώματα στη ζωή και στη δουλειά των εργατικών-λαϊκών μαζών και την ίδια τη ζωή τους. Αυτό είναι το σχεδόν μοναδικό -και οπωσδήποτε απόλυτα κυρίαρχο- «πολιτικό πρόταγμα» που υπάρχει στον πλανήτη. Ως προς αυτό, δεν υπάρχει καμία αναστολή, καμία ταλάντευση σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που υπηρετούν το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό και σε όλη την κλίμακα των δυνάμεων αυτών. Επιπλέον το πρόταγμα αυτό δεν είναι «απλώς» πολιτικό, αλλά στη βάση του δεδομένου αρνητικού συσχετισμού, έχει τη σφραγίδα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Της ιδεολογίας, δηλαδή, που διακήρυξε το «τέλος της Ιστορίας», την «παντοτινή» κυριαρχία του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ή όπως σήμερα εκφέρεται, εργάτες και λαοί, συνολικά η ανθρωπότητα, υπάρχουν για να υπηρετούν με κάθε κόστος την αναπαραγωγή του συστήματος της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και των πολέμων.
Αυτό το «πρόταγμα» είναι που «εξειδικεύεται» με μέτρα, νόμους και πολιτικές σε κάθε χώρα και περιοχή του πλανήτη, από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις ως τις ενδιάμεσες και τις εξαρτημένες χώρες. Αυτές οι πολιτικές, χρόνο τον χρόνο γίνονται βαρύτερες ενάντια στο προλεταριάτο και τους λαούς, αλλά παράλληλα απλώνονται, θίγουν και χτυπούν και τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα.
Ανάλογα θα λέγαμε ισχύουν και για την Ελλάδα του εξαρτημένου καπιταλισμού. Το σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης βρίσκεται σε συνθήκες κρίσης, διαψεύδονται παταγωδώς τα «αφηγήματα» της «ισχυρής Ελλάδας» που σε διάφορες μορφές χρησιμοποίησαν όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν στη χώρα, η λεγόμενη «μεσαία τάξη» συμπιέζεται-καταβαραθρώνεται και το πολιτικό σύστημα παραδέρνει σε συνθήκες αστάθειας και απαξίωσης, ενώ η ίδια η χώρα (στη βάση της γεωπολιτικής χρήσης της από τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά) βρίσκεται εν μέσω των πιο σοβαρών κινδύνων. Ωστόσο, και στη χώρα μας είναι και οφείλει να είναι καθαρό το ίδιο βασικό ζήτημα:
Η γραμμή όλων των αστικών κομμάτων και των δυνάμεων του συστήματος είναι η με κάθε κόστος για την εργατική τάξη, τον λαό και τη νεολαία, διάσωση-αναπαραγωγή του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης. Με κάθε «κανονική» και όποια «έκτακτη» λύση απαιτηθεί και ενώ είναι ανοιχτά μια σειρά κρίσιμα οικονομικά ζητήματα, ενώ τα γεωπολιτικά ζητήματα μπορούν να παράξουν τις πιο σοβαρές κρίσεις και τις πιο επικίνδυνες εξελίξεις, ενώ είναι χαίνουσες οι κοινωνικές πληγές, ενώ «αναζητείται» η συγκρότηση ενός αξιόμαχου για το σύστημα πολιτικού σκηνικού, η γραμμή αυτή «εξειδικεύει» -με τις πλάτες των ιμπεριαλιστικών αφεντικών- στη χώρα μας το παγκόσμιο πρόταγμα: «Δεν υπάρχει» Ελλάδα έξω από το πλέγμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησής της και από την υπό αυτό το πλέγμα εξουσία της μεγαλοαστικής τάξης!
Η γραμμή και το όραμα των εργατικών-λαϊκών μαζών
Αυτή η γραμμή του συστήματος, η βαρβαρότητα των πολιτικών της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της εξαθλίωσης των εργατικών λαϊκών μαζών, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, οι σφαγές και οι πόλεμοι που ανακινούν προϋπάρχοντα και παράγουν νέα εθνικά ζητήματα, ζητήματα συνόρων-κυριαρχίας χωρών, ζητήματα ανεξαρτησίας και ξεριζωμού λαών, όλα αυτά δεν εξελίσσονται με τους εργάτες και τους λαούς «αδρανείς» και «υποταγμένους».
Στις μητροπόλεις και στην περιφέρεια του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού κόσμου εδώ και χρόνια ξεσπούν όλο και πιο πυκνά και επίμονα αντιστάσεις, αγώνες, εξεγέρσεις των μαζών. Ταυτόχρονα, αφενός εξαιτίας της οξυνόμενης αντίθεσης των εργατικών-λαϊκών μαζών, αφετέρου εξαιτίας των χτυπημάτων στα μικρά και μεσαία αστικά στρώματα, η πολιτική διαχείριση, οι κυβερνήσεις και τα πολιτικά συστήματα παρουσιάζουν τριγμούς, αστάθειες, καταφεύγουν συχνά σε «ασυνήθιστες» συνεργασίες και με ένα μόνιμο στην πραγματικότητα τρόπο σε μέτρα και απαγορεύσεις «έκτακτης ανάγκης».
Όλα αυτά δεν αφορούν πια μόνο τις «παραδοσιακά ασταθείς» περιοχές του πλανήτη, όπως π.χ. τη Λ. Αμερική, αλλά είναι η γενικευμένη εικόνα που περιλαμβάνει χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Αν «τολμούσαμε» μια γενική ερμηνεία αυτής της πολιτικής εικόνας (παραλείποντας δηλαδή τις ειδικότερες και συγκεκριμένες συνθήκες κάθε χώρας που παίζουν οπωσδήποτε βαρύνοντα ρόλο…) θα λέγαμε το εξής: Η κρίση και οι ανταγωνισμοί θέτουν τουλάχιστον σε αμφισβήτηση -αν δεν αίρουν και δεν καταργούν κιόλας- τα «αφηγήματα», τις φιλοδοξίες, τις επιδιώξεις με τις οποίες βάδιζε η μεγαλοαστική τάξη της όποιας χώρας. Αυτό σε συνδυασμό με την κατάρρευση των περιβόητων «κοινωνικών συμβολαίων» στενεύει και την κοινωνική βάση στήριξης αυτών των αρχουσών τάξεων και την πολιτική εμβέλεια και ισχύ των πολιτικών ηγετών της. Έτσι παράγονται λόγου χάρη οι «μικροί» Μακρόν και Σολτς (που αναζητούν ο καθένας για λογαριασμό της δικής του τάξης «ποια είναι σήμερα η ΕΕ και πού πάει»), έτσι έχει χαθεί ο λογαριασμός των πρωθυπουργών που άλλαξαν-κάηκαν στη Μ. Βρετανία και που αναζητούν τον νέο ρόλο του βρετανικού λέοντα μετά το Brexit…
Ανάλογα εξελίσσονται τα πράγματα και στις χώρες της περιφέρειας και στις εξαρτημένες χώρες, στις οποίες βέβαια το πλαίσιο και οι όροι της διεθνούς κατάστασης διαμορφώνουν πολύ πιο στενά περιθώρια και σοβαρά αδιέξοδα. Μια πολύ συγκεκριμένη εκδοχή αυτής της κατάστασης ζούμε στη χώρα μας, στην οποία έχουν στενέψει πάρα πολύ τα πραγματικά περιθώρια της επιτρεπόμενης και αναγκαίας (για το σύστημα) πολιτικής. Γι’ αυτό από τη μια ο (πολύ «μικρός») Μητσοτάκης στηρίζεται και παρουσιάζεται σαν «σπουδαίος ηγέτης» («μεταρρυθμιστής», «κεντρώος» και ό,τι άλλο απίθανο…) από όλα τα κέντρα του συστήματος μέσα και έξω από τη χώρα. Γι’ αυτό από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, που όφειλε να παρουσιάζει μια «εναλλακτική» κυβερνητική εκδοχή, κατέρρευσε υπό το βάρος αυτής της (θα λέγαμε «αδύνατης» να υλοποιηθεί) απαίτησης, αλλά και η όλη «κεντροαριστερά» δεν καταφέρνει (κάτω από το ίδιο βάρος) να συγκροτηθεί ως «μια άλλη» εκδοχή διαχείρισης του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης.
Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι -διεθνώς και στη χώρα- με όλα αυτά τα προβλήματα, η «δουλειά» του συστήματος γίνεται! Με ασταθείς και ασυνήθιστες κυβερνητικές λύσεις (όπως λόγου χάρη στη Γερμανία), με «μικρούς» ηγέτες και «έκτακτες» καταστάσεις, με την «πολιτική επιστράτευση» των ακροδεξιών, φασίζουσων και φασιστικών δυνάμεων (που προφανώς τροφοδοτούνται και αναδεικνύονται από τις πολιτικές του συστήματος), με όλα αυτά, προχωρούν και η επίθεση στο προλεταριάτο και τους λαούς και η διάταξη των χωρών στη βάση των πολεμικών εξελίξεων που παράγει ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός.
Ας σταθούμε σε αυτή τη διαπίστωση που παράγει ερωτήματα, πιέσεις, ακόμα και απογοητεύσεις και αποστρατεύσεις σε αγωνιστές, εργαζόμενους και νέους. Είναι ερωτήματα για το «ποια είναι» τα αποτελέσματα των αγώνων, που όπως ήδη αναφέραμε επίμονα και πυκνά ξεσπούν στον πλανήτη, αμφιβολίες και απογοητεύσεις για «αν μπορούν» οι αγώνες να φέρουν νίκες και τροποποιήσεις του αρνητικού συσχετισμού.
Ας σταθούμε, γιατί τα ερωτήματα αυτά αφορούν στο βασικό ζήτημα που αντιμετωπίζει σήμερα η μαζική πάλη. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε το ζήτημα αυτό ως εξής: Από τη μια το σύστημα και οι δυνάμεις του στέκονται απέναντι (και με όσο αδίστακτο τρόπο απαιτείται) στους αγώνες και στις εξεγέρσεις των μαζών με ξεκάθαρη πολιτική γραμμή και με το δικό τους «όραμα», το οποίο το παρουσιάζουν μάλιστα σαν «νομοτέλεια», σαν τη μοναδική πραγματική εκδοχή της Ιστορίας. Σε αυτή ακριβώς τη βάση παρουσιάζουν τις πολιτικές εργασιακής και κοινωνικής βαρβαρότητας, τις πολιτικές προώθησης και υπηρέτησης του πολέμου, σαν τη «μοναδική επιλογή» που μπορεί να υπηρετήσει το (επίσης «μοναδικό») «όραμά» τους. Από την άλλη η πάλη των μαζών δεν έχει διαμορφώσει και κατακτήσει τη δική της αναγκαία γραμμή. Τη γραμμή που αντιστοιχεί στα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα και συμφέροντα, στην υπεράσπισή τους και στη διεκδίκησή τους. Τη γραμμή που αντιστοιχεί στην επαναστατική προοπτική των μαζών και «υποδεικνύει» αυτή την προοπτική. Δεν την έχει διαμορφώσει και κατακτήσει όχι ως ηγεμονική εντός των γραμμών της μαζικής πάλης, αλλά ούτε ως μια διακριτή συνιστώσα μέσα στις γραμμές αυτής της πάλης.
Αυτή η «έλλειψη» εκφράζεται και πιστοποιείται στους στόχους πάλης, στα αιτήματα και στα συνθήματα των αγώνων και των ξεσηκωμών. Αυτή η «έλλειψη» δίνει τα πιο μεγάλα περιθώρια για μανούβρες κατάσβεσης και διάλυσης της πάλης στις δυνάμεις του συμβιβασμού (π.χ. ο Μελανσόν εν μέσω του μεγάλου εργατικού-λαϊκού ξεσηκωμού ενάντια στην αντιασφαλιστική επιδρομή των Μακρόν-Μπορν πρότεινε «δημοψήφισμα»!). Αυτή η «έλλειψη» συνοδεύεται από πλεόνασμα συγχύσεων και αυταπατών που καλλιεργούνται και σερβίρονται από τις δυνάμεις του συμβιβασμού και της υποταγής. Για το ποια είναι τα πραγματικά χαρακτηριστικά του αντιπάλου. Για το αν «πρέπει» η μαζική πάλη να «πάρει υπόψη της» τα «αντικειμενικά όρια» και τις «ανυπέρβλητες ανάγκες» που το σύστημα παρουσιάζει απέναντι σε κάθε αγώνα, στη βάση βέβαια των δικών του συμφερόντων και επιδιώξεων. Για τους κοινοβουλευτικούς δρόμους, για τους δρόμους «συνεννόησης» με το σύστημα μέσω των οποίων τάχα μπορεί να επιτευχθούν αποτελέσματα. Για την παραπομπή της δικαίωσης των μαζών σε ένα άλλο κυβερνητικό σχέδιο και πρόγραμμα, σε μια άλλη επιλογή ψήφου στις επόμενες εκλογές.
Αυτή η έλλειψη έχει τελικά ένα διπλό αρνητικό αποτέλεσμα.
Πρώτον -και με όλα τα προηγούμενα- αποδυναμώνει, αποπροσανατολίζει, «τιθασεύει» την οργή των μαζών, αναιρεί το δίκιο της πάλης τους και άρα αναιρεί τη δυνατότητα της πάλης να κερδίσει, να κατακτήσει έστω και μέρος των στόχων, των ζητημάτων που την υποκίνησαν και την προκάλεσαν.
Δεύτερον -και ίσως το κυριότερο- η έλλειψη της απαιτούμενης γραμμής σε μια διακριτή κλίμακα λειτουργεί αποτρεπτικά για το μόνιμα αναγκαίο. Για τη συγκρότηση-οργάνωση μαζών στη βάση αυτής της γραμμής, για τη συγκρότηση των οργάνων και των δυνάμεων πάλης που χρειάζεται η εργατική τάξη, ο λαός και η νεολαία. Δηλαδή για τη διαμόρφωση καλύτερων όρων που απαιτούνται για την επόμενη μάχη, για τον επόμενο αγώνα και ξεσηκωμό.
Δεν λέμε κάτι «καινούριο» με όλα αυτά! Όλα αυτά αποτελούν εκφράσεις και συνέπειες της ήττας του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος. Συνέπειες αρνητικές -και με το πέρασμα των χρόνων και των δεκαετιών, οδυνηρές- για τους εργάτες και τους λαούς του κόσμου.
Αυτό που είναι «καινούριο» είναι το πώς τίθεται αυτό το ζήτημα σήμερα. Σήμερα που με τον πιο φανερό τρόπο οξύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό και η (κύρια) αντίθεση ιμπεριαλισμού-λαών και η (βασική) αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Σήμερα που εξαιτίας της έντασης της επίθεσης του κεφαλαίου στην εργατική τάξη, της γενικευμένης εκστρατείας του ιμπεριαλισμού ενάντια στους λαούς, και με δοσμένη τη γιγάντωση των αδιεξόδων του συστήματος, απειλούνται, διακυβεύονται τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των μαζών και η ίδια τους η ζωή. Σήμερα που βρισκόμαστε σε μια περίοδο στην οποία εξελίσσεται ήδη ένα νέο κύμα αγώνων, αντιστάσεων, εξεγέρσεων των εργατικών λαϊκών μαζών. Ένα κύμα που αναζητά απαντήσεις στην επίθεση του κεφαλαίου, απαντήσεις στην επέλαση του ιμπεριαλισμού και αντικειμενικά ανιχνεύει την εκ νέου συγκρότηση της επαναστατικής διεξόδου.
Το ζήτημα, συνεπώς, που τίθεται σήμερα είναι αν αυτό το νέο κύμα της μαζικής πάλης θα εξελιχθεί σε έναν νέο επαναστατικό κύκλο, σε μια νέα έφοδο των μαζών στους ουρανούς. Άρα αν θα «συναντήσει» και θα «μπολιαστεί» με τις επαναστατικές κομμουνιστικές ιδέες, με την επαναστατική κομμουνιστική κατεύθυνση, με το πολιτικό υποκείμενο που θα αναδεικνύει αυτή την κατεύθυνση, παλεύοντας μέσα στις μάζες και στους αγώνες τους. Στη διαμόρφωση όρων για να γίνει η «συνάντηση» αυτή βρίσκονται οι ευθύνες των κομμουνιστών, κάθε κομμουνιστικής δύναμης και φυσικά εδώ βρίσκονται και οι δικές μας ευθύνες, τα δικά μας καθήκοντα.
Με το ζήτημα αυτό, με την ανάγκη «μπολιάσματος» της πάλης των μαζών σήμερα με την επαναστατική κομμουνιστική κατεύθυνση, με την ανάγκη να συγκροτηθεί, να συγκροτείται, το επαναστατικό κομμουνιστικό πολιτικό υποκείμενο συνδέονται δύο βασικά ζητήματα: η συγκρότησης της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της και η απάντηση στο ζήτημα των αιτιών της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Τη σύνδεση αυτή οφείλουμε να την αντιλαμβανόμαστε διαλεκτικά και εξελισσόμενη στο πεδίο της ταξικής και πολιτικής πάλης και όχι «στη σειρά». Δεν θα γίνει δηλαδή «πρώτα» η συγκρότηση της εργατικής τάξης και η πιο ολοκληρωμένη απάντηση στο ζήτημα της παλινόρθωσης και «μετά» θα μπορεί να υπάρξει η κομμουνιστική κατεύθυνση και να συγκροτηθεί το επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα. Η ίδια η συγκρότηση της εργατικής τάξης έχει πολιτικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις, δεν την παράγει από «μόνη της» η ταξική πάλη. Συνεπώς και για να εξελιχθεί αυτή η συγκρότηση είναι απολύτως αναγκαία η παρέμβαση του -διαμορφωνόμενου και αναπτυσσόμενου- πολιτικού υποκειμένου. Ανάλογα τα αναγκαία παραπέρα βήματα απάντησης των αιτιών της παλινόρθωσης και της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος θα γίνονται και θα κατακτιούνται από το κίνημα, στον βαθμό που το πολιτικό υποκείμενο υπάρχει, αναπτύσσεται και «αναγνωρίζεται» ως τέτοιο στη βάση της σύνδεσής του με τις μάζες και του ρόλου του στην ταξική και πολιτική πάλη.
Όλα αυτά σήμερα θα μπορούσαμε να τα αποδώσουμε και με έναν πολύ απλό τρόπο: Ο ρόλος σήμερα των κομμουνιστικών επαναστατικών δυνάμεων γενικά είναι πολύ πιο «πίσω» από αυτά που αντικειμενικά ανιχνεύει και αναζητά η πάλη των εργατικών-λαϊκών μαζών.
Εδώ βρίσκεται και το ζήτημα -δηλαδή το ζητούμενο- του «νέου κύκλου», της νέας εφόδου των μαζών, που -σωστά- διακηρύσσουμε ως αναγκαία. Αλλά αυτή η διακήρυξη δεν είναι μόνο διακήρυξη. Παράγει, αντιστοιχεί σε καθήκοντα που οφείλουμε να αναλάβουμε.
Ένα σημερινό παράδειγμα της «αναντιστοιχίας»
Αυτά τα ερωτήματα, αυτό το «σημερινό» ζήτημα, αυτή η αναγκαιότητα, εκδηλώνονται με έντονο τρόπο και στη χώρα μας και θα λέγαμε ότι αποτελούν το «αντικειμενικό φόντο» της 10ης Συνδιάσκεψης. Εκδηλώνονται βέβαια στη βάση των συγκεκριμένων όρων της χώρας και της κοινωνίας που ζούμε και της περιοχής που βρίσκεται η χώρα. Εκδηλώνονται στη βάση μιας δοσμένης πολιτικής κατάστασης των κυρίαρχων δυνάμεων αλλά και των δυνάμεων που αναφέρονται και εμπλέκονται στο κίνημα.
Λόγου χάρη και σε σχέση με το τελευταίο (τον ρόλο των δυνάμεων που αναφέρονται στο κίνημα) βλέπουμε εδώ και βδομάδες την «ανισομετρία», την αναντιστοιχία, που εκδηλώνεται με το Παλαιστινιακό ζήτημα. Από τη μια οι έτοιμες «απαντήσεις» («δύο κράτη») των δυνάμεων του συμβιβασμού αλλά και οι (αφανείς ή εμφανείς) διαθέσεις «προσπεράσματος» του ζητήματος, αφού δεν συνάδει με τις αναλύσεις και ιεραρχήσεις που επικρατούν. Από την άλλη, ωστόσο, βρίσκεται η ανάγκη και οι διαθέσεις λαού και νεολαίας να εκδηλώσουν την αλληλεγγύη τους απέναντι στη σφαγή, να διαμορφώσουν και να πάρουν θέση για τον παλαιστινιακό αγώνα. Αυτή η ανάγκη και αυτές οι διαθέσεις «δεν χωρούν» στις έτοιμες «απαντήσεις» και οπωσδήποτε υπονομεύονται και μπλοκάρονται από αυτές τις «απαντήσεις».
Την ανάγλυφη εκδήλωση αυτής της «αναντιστοιχίας» (για το παλαιστινιακό αλλά και για όλα τα βασικά ζητήματα του κινήματος) τη ζήσαμε στις διαδηλώσεις του Πολυτεχνείου. Εκεί πολλές χιλιάδες διαδηλωτές (σε μπλοκ δυνάμεων που ήδη ζουν με την αγωνία και την «κρισιμότητα» της ευρωκάλπης…) φώναζαν συνθήματα «ενάντια στους ιμπεριαλιστές που τη γη ξαναμοιράζουν», υπέρ «της αντίστασης και πάλης που είναι ο μόνος δρόμος του λαού», υπέρ «του ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Παλαιστίνιων». Δηλαδή συνθήματα που δεν είναι απέναντι απλώς σε κάποιες εκτιμήσεις, αλλά απέναντι στον πυρήνα της πολιτικής των δυνάμεων αυτών. Πρόκειται για μια βροντώδη παραδοχή πως στη δοσμένη πραγματικότητα οι διαθέσεις και οι αναζητήσεις των μαζών «δεν χωρούν» και δεν βολεύονται στα σχέδια, στις πολιτικές και στις κατευθύνσεις των δυνάμεων του συμβιβασμού και ρεφορμισμού. Αλλά βέβαια αυτές οι πολιτικές δεν αλλάζουν! Απλώς οι ηγεσίες των δυνάμεων αυτών είναι όσο χρειάζεται (και με το παραπάνω) οπορτουνιστικές, ώστε να ανεχθούν ή και να τσιμπολογήσουν «ό,τι χρειάζεται» από «αλλού» και μετά να επιστρέψουν στα δικά τους.
Απαιτητική και κρίσιμη η 10η Συνδιάσκεψη
Η εικόνα που μόλις περιγράψαμε είναι απολύτως ενδεικτική των «μεγεθών» των απαιτήσεων και των δυνατοτήτων που αντιμετωπίζουμε ως πολιτική Οργάνωση. Εκφράζει μια μόνιμη κατάσταση που υπάρχει και όταν «δεν την βλέπουμε» τόσο συγκεκριμένα. Γιατί η κατάσταση αυτή υπάρχει διαρκώς κάτω από την κρούστα του αρνητικού πολιτικού συσχετισμού και πίσω από τα σύννεφα οπορτουνισμού, των «ελιγμών», των κόλπων, του ρεφορμισμού-συμβιβασμού.
Η ανάγνωση-κατανόηση αυτής της πραγματικής κατάστασης είναι το βασικό καθήκον που καλείται να υπηρετήσει η 10η Συνδιάσκεψη μέσα από τις πολιτικές θέσεις και εκτιμήσεις για την κατάσταση στη χώρα, στην περιοχή και στον πλανήτη.
Δίπλα σε αυτό το βασικό καθήκον, η 10η Συνδιάσκεψη καλείται να υπηρετήσει και το κύριο καθήκον της. Αυτό που αφορά στην αντιμετώπιση της διαχρονικής αναντιστοιχίας μεταξύ του ιδεολογικοπολιτικού φορτίου και των θέσεων της Οργάνωσης από τη μια και των δυνάμεών της, των σχέσεων και των δεσμών της με τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία, του ρόλου που έχει κατακτήσει στο κίνημα και στην ταξική πάλη από την άλλη. Για την υπηρέτηση αυτού που ονομάσαμε κύριο καθήκον, καλούμαστε να ανατρέξουμε πολιτικά και αυτοκριτικά στη διαδρομή μας από την ανασυγκρότηση του 1982, να «αναμετρηθούμε» με τις καθυστερήσεις μας και ταυτόχρονα να προσδιορίσουμε στις σημερινές συνθήκες και απαιτήσεις το «τι είναι και τι θέλει το ΚΚΕ(μ-λ)».
Ο απολογισμός και ο αυτοπροσδιορισμός μας έχει σαφή και διακηρυγμένο στόχο και προσανατολισμό. Την αναβάθμιση από κάθε άποψη της συγκρότησής μας ως επαναστατική κομμουνιστική οργάνωση σε διαλεκτική σχέση με την ένταση της πάλης μας για την ενίσχυση της κομμουνιστικής κατεύθυνσης στο κίνημα.
Αυτός ο στόχος και ο προσανατολισμός είναι η απάντηση στην αναντιστοιχία που αναφέραμε και στη βάση των απαιτήσεων που βάζει η πραγματικότητα, η ταξική πάλη σήμερα. Είναι η απάντηση γιατί μας βάζει μπροστά στο πραγματικό ζήτημα που αντιμετωπίζουμε και χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε. Είναι η απάντηση που αφορά στην κατάκτηση-ενίσχυση της αναγκαίας αντίληψης και κατεύθυνσης στο ερώτημα «γιατί υπάρχουμε-ποιος είναι ο ρόλος που διεκδικούμε» συνολικά για την Οργάνωση, για κάθε τομέα της, για κάθε μέλος και στέλεχός της. Είναι απάντηση «αυτονόητη» και «δεδομένη» για μας, αλλά ωστόσο διαρκώς βάλλεται ευθέως από τον κυρίαρχο πολιτικό συσχετισμό, από τις δυνάμεις του συστήματος. Επιπλέον το «τι είναι» πολιτικά και ιδεολογικά μια επαναστατική κομμουνιστική Οργάνωση, πώς λειτουργεί στο εσωτερικό της, πώς και ποιες σχέσεις διαμορφώνει με τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία, βάλλεται και υπονομεύεται από την κατάσταση, τις αντιλήψεις και τις πρακτικές που επικρατούν στις δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά!
Χρειαζόμαστε συνεπώς όλοι -το παλαιότερο και νεότερο δυναμικό μας- να «κατακτήσουμε εκ νέου» ότι η πολιτική επαναστατική κομμουνιστική Οργάνωση είναι το πολιτικό υποκείμενο που «κάθε στιγμή» αναδεικνύει τα δίκια των μαζών, υπηρετεί το άνοιγμα των μετώπων πάλης που απαιτούνται και πρωτοστατεί στα μέτωπα αυτά και ταυτόχρονα όλα αυτά τα εντάσσει και τα «αναφέρει» στη συνολική-στρατηγική κατεύθυνση που προβάλλει ως διέξοδο των εργατικών λαϊκών μαζών. Την κατεύθυνση της αναμέτρησης με το σύστημα και της επαναστατικής ανατροπής του, για να πάρουν η εργατική τάξη και ο λαός τις τύχες τους στα χέρια τους. Αυτή τη στρατηγική κατεύθυνση και τα καθήκοντα που μπαίνουν ως προϋποθέσεις για την υλοποίησή της, υπηρετούν, οφείλουν να υπηρετούν, όλες οι πολιτικές τακτικές επιλογές της Οργάνωσης. Αυτή η κατεύθυνση βρίσκεται «πίσω» από την πάγια επιδίωξή μας δημιουργίας ξεσηκωμών και ρηγμάτων στην πολιτική του συστήματος και την επιδίωξη του συντονισμού και της κοινής δράσης που θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση όρων για αυτούς τους ξεσηκωμούς. Αυτή η κατεύθυνση αποτελεί σταθερό κριτήριο στη διαμόρφωση αιτημάτων και στόχων πάλης σε όλα τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία. Αιτήματα και στόχοι πάλης που αποτελούν την πολιτική βάση των δεσμών μας με τον λαό και τη νεολαία και ταυτόχρονα συγκροτούν και αναδεικνύουν πλατιά τη φυσιογνωμία μας, το «πού το πάμε», για ποια διέξοδο παλεύουμε!
Συνεπώς, με τη 10η Συνδιάσκεψη καλούμαστε να κάνουμε σημαντικά βήματα στην οικοδόμηση της Οργάνωσης, να συγκροτήσουμε μαζικά και αξιόμαχα μετωπικά σχήματα εργαζομένων, νεολαίας και γειτονιάς, και σε αυτή τη βάση να διεκδικήσουμε και να αναλάβουμε αυξημένο ρόλο και ευθύνες στην ταξική πάλη! Αυτή την πραγματική δυνατότητα -και όχι μόνο αναγκαιότητα- μας δείχνουν οι απαιτήσεις και τα δεδομένα της ταξικής πάλης. Ταυτόχρονα και μέσα σε αυτό το πλαίσιο και όχι ως κάτι «ξέχωρο» από αυτό, χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε την ανάγκη διαμόρφωσης σχέσεων, δεσμών και πρωτοβουλιών με δυνάμεις αγωνιστικές, αντιιμπεριαλιστικές, αριστερές και επαναστατικές στις χώρες της περιοχής. Η ανάγκη αυτή δεν είναι ένα «γενικό διεθνιστικό καθήκον», είναι στις δοσμένες συνθήκες ένα επιτακτικό πολιτικό ζήτημα.
Η προώθηση και υλοποίηση αυτών των στόχων και καθηκόντων είναι απαιτητική υπόθεση. Χρειάζεται τη στράτευση κάθε μέλους. Χρειάζεται την πολιτική αναβάθμιση όλων των στελεχών της Οργάνωσης, τη σημαντική διεύρυνση του στελεχικού δυναμικού της, ιδιαίτερα στις νεότερες ηλικίες. Απαιτεί τα όργανα καθοδήγησης τομέων, πόλεων, περιοχών να αναβαθμίσουν τα πολιτικά χαρακτηριστικά τους και να κατακτούν όσο πιο ολοκληρωμένη εικόνα και γνώση του χώρου και του πεδίου ευθύνης τους. Ταυτόχρονα απαιτεί να επιμείνουμε στην κατεύθυνση της συλλογικής καθοδήγησης της Οργάνωσης και στην ανάδειξη νεότερων στελεχών στο καθοδηγητικό επίπεδο.
Με βάση όλα αυτά μπορούμε να πούμε πως η 10η Συνδιάσκεψη είναι «μεταβατική». Πρόκειται για μια μετάβαση που δεν καθορίζεται κυρίως από την απώλεια ιστορικών καθοδηγητικών στελεχών, από το γεγονός πως κλείνει ο κύκλος των καθοδηγητών της Οργάνωσης που ανέλαβαν και σφράγισαν την ανασυγκρότησή της από το 1982 και μετά. Η κρισιμότητα και η αναγκαιότητα αυτής της μετάβασης καθορίζεται πάνω από όλα από τις σημερινές συνθήκες, από τις σημερινές απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Βήμα στην κατεύθυνση ανάγνωσης και απάντησης αυτών των συνθηκών και απαιτήσεων χρειάζεται να είναι η 10η Συνδιάσκεψη.
Δεν έχουμε τίποτε «να περιμένουμε» για να προχωρήσουμε στα επόμενα βήματά μας. Έχουμε τις παρακαταθήκες που διαμόρφωσε όλη η διαδρομή μας από την ανασυγκρότηση του 1982. Έχουμε την ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τις καθυστερήσεις μας. Έχουμε την ανάγκη να αναμετρηθούμε με τις απαιτήσεις και τις δυνατότητες της ταξικής πάλης. Με αυτά και για αυτά οφείλουμε να αγωνιστούμε. Για να τιμήσουμε τη μέχρι τώρα διαδρομή μας. Για να υπηρετήσουμε την υπόθεση της εργατικής τάξης, τον λαό και τη νεολαία.
Νοέμβρης 2023
Η γραμματεία του Κ.Ο. του ΚΚΕ(μ-λ)