Όσο καταλαγιάζει η σκόνη που σήκωσε το 41% της ΝΔ στις βουλευτικές εκλογές, τόσο αναδεικνύεται η φαιδρότητα και η ρηχότητα των αναλύσεων τύπου «Μητσοτάκης για πάντα», που εκπορεύονταν είτε από τα συστημικά κέντρα προκειμένου να παρουσιάσουν τον Μητσοτάκη ως τον μεγάλο ηγέτη είτε από δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς που αναπαρήγαγαν την απογοήτευσή τους και τα αδιέξοδα της πολιτικής τους γραμμής.
Επανειλημμένως έχουμε επισημάνει μέσα από τις γραμμές της Π.Σ. τα προβλήματα, τις δυσκολίες, τα αδιέξοδα, τις αντιφάσεις του αστικού πολιτικού σκηνικού, αποδομώντας το αφήγημα της συστημικής προπαγάνδας περί «πολιτικής σταθερότητας», που αποτελεί τη βάση των «μεταρρυθμίσεων» και της «οικονομικής ανάπτυξης».
Το τελευταίο διάστημα μάλιστα αποκαλύπτεται η σαθρότητα της «πολιτικής σταθερότητας» σε τέτοιο βαθμό που υποχρεώνει ακόμη και τον αστικό τύπο να τοποθετείται με αντίστοιχους τίτλους όπως το συγκρότημα Μαρινάκη: «Ράγισε το γυαλί στη Νέα Δημοκρατία – Τραυματισμένη η εικόνα Μητσοτάκη». Ακόμη και ως έκφραση ενδοαστικής κόντρας, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Βέβαια αυτό που σκοπίμως αποκρύπτεται από κάθε αστική ανάλυση και άρθρο είναι ότι τα ζόρια τα προβλήματα και οι δυσκολίες που διέπουν την αστική πολιτική διαχείριση εδράζονται στα αντίστοιχα που εμφανίζονται στους κόλπους της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης, αποτελώντας έκφρασή τους.
Το σοβαρότερο πρόβλημα λοιπόν της αστικής πολιτικής διαχείρισης του συστήματος είναι η απουσία αξιωματικής αντιπολίτευσης, η απουσία του δεύτερου πυλώνα. Το πρόβλημα εντείνεται εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις παρεμβάσεις των κέντρων εξουσίας εμφανίζεται σε δυσχερέστερη κατάσταση από την προηγουμένη φάση. Ενώ το ΠΑΣΟΚ, αν και εμφανίζεται σε ορισμένες δημοσκοπήσεις, ασθμαίνοντας βέβαια, ως δεύτερο κόμμα, βρίσκεται σε ένα συνεχές ντοπάρισμα από το σύστημα προκειμένου να κρατήσει τη θέση του προκειμένου να αξιοποιηθεί καταλλήλως στην αναδιαμόρφωση του δεύτερου πυλώνα.
Το βάθος και η έκταση των ζητημάτων που έχουν ανοίξει αυτήν την περίοδο για την αστική τάξη δεν μπορούν στο επίπεδο της αστικής πολιτικής διαχείρισης να διευθετηθούν μόνο από την κυβέρνηση της ΝΔ, ακόμη και με τους 158 βουλευτές. Τουλάχιστον χωρίς τριγμούς και εντάσεις σε μια πρώτη φάση. Ενώ όσο δεν λύνεται το πρόβλημα του δεύτερου πυλώνα και συσσωρεύονται στοιχεία που εντείνουν τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα, τόσο θα ξηλώνεται το πέπλο της φαινομενικής σταθερότητας, αποκαλύπτοντας την πολιτική αστάθεια ως κυρίαρχη πλευρά της περιόδου.
Αυτό αποτελεί μια αδυναμία του συστήματος που τόσο τα κέντρα εξουσίας, όσο και η κυβέρνηση λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν. Μια αδυναμία τόσο για την ίδια του την λειτουργία, όσο και απέναντι στον ταξικό εχθρό, την εργατική τάξη και τον λαό. Η κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι αυτή η αδυναμία ενδέχεται να αξιοποιηθεί από τον λαϊκό παράγοντα, επιχείρησε να καλύψει αυτό το πολιτικό κενό με την προετοιμασία και την πλήρη στοίχιση (μετά τις εσωτερικές κόντρες) του κρατικού μηχανισμού τρομοκρατίας και καταστολής μέσα από τον ανασχηματισμό με επίκεντρο το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ο ανασχηματισμός από τη μια αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα ενός νέου γύρου επίθεσης που είχε προαναγγελθεί και από την άλλη τη ρητή δήλωση της κυβέρνησης, ότι αυτή η επίθεση θα περάσει με «φωτιά και σίδερο».
Ήδη, την ένταση της φασιστικοποίησης, την κλιμάκωση της κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής τη βιώνουν οι φοιτητές, οι μαθητές, οι αγρότες, ο λαός που χάνει τα σπίτια του με τους πλειστηριασμούς και τις εξώσεις. Σαφώς στο μέτωπο της επίθεσης στα δικαιώματα λαού, εργαζομένων και νεολαίας, όλες τις μερίδες της αστικής τάξης τις ενώνει το ταξικό συμφέρον. Ωστόσο, στο επίπεδο της πολιτικής διαχείρισης τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Γίνονται μάλιστα δυσκολότερα μέσα στο διαμορφωμένο αστικό πολιτικό σκηνικό, με την κυβέρνηση να μην μπορεί να διαμορφώσει εύκολα, παρά την συνολική δεξιά μετατόπιση των αστικών κομμάτων, ευρύτερες κοινοβουλευτικές συναινέσεις μέσα από τις οποίες να αντλεί ευρύτερη νομιμοποίηση. Από την άλλη, η έλλειψη του δεύτερου πυλώνα δεν δίνει στο σύστημα τη δυνατότητα να αποπροσανατολίζει και να καναλιζάρει, στο αστικό πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση.
Όσον αφορά την ίδια την λειτουργία του συστήματος, η αδυναμία αυτή έχει τη σημερινή της έκφραση στους τριγμούς και τις αντιθέσεις που καταγράφονται στο εσωτερικό της ΝΔ. Πρόκειται για ενδοιαστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς που, απουσία συγκροτημένου δεύτερου αστικού πυλώνα εξουσίας, εκφράζονται μέσα από το κυβερνών κόμμα, τη μόνη συγκροτημένη πολιτική έκφραση, σε αυτή τη φάση, των συμφερόντων της αστικής τάξης.
Προφανώς, το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια είναι η αφορμή που παράγει την εσωκομματική αντιπαράθεση στη ΝΔ, που «ψαλιδίζει» τους πόντους του αδιαφιλονίκητου ηγέτη, που φέρνει στο προσκήνιο και πάλι τον Α. Σαμάρα, που οδηγεί κυβερνητικά στελέχη στη σύγκρουση με τον Κ. Μητσοτάκη, που κάνει την κυβέρνηση, ενώ παίζει μόνη της μπάλα, να χάνει από αυτογκόλ. Προφανώς και πάλι, το νομοσχέδιο θα αξιοποιηθεί στη διαδικασία αναδιαμόρφωσης και αναδιάταξης του αστικού πολιτικού σκηνικού και από τον Μητσοτάκη, με το άνοιγμά του προς το λεγόμενο κέντρο της εκλογικής δεξαμενής, και από τον Σαμαρά, με την απεύθυνσή του στο ακροδεξιό φασιστικό ακροατήριο, που αναζητά πολιτική στέγη και πρέπει να επαναπατριστεί στο μαντρί της Δεξιάς. Όμως η αίτια για όλα τα παραπάνω είναι πολύ πιο σοβαρή και βαθιά και αφορά τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς μερίδων της αστικής τάξης που σχετίζονται με βασικά και κύρια ζητήματα σχετικά με την υπόστασή της, τον ρόλο της στην περιοχή, τα πεδία κερδοφορίας της στη νέα φάση που άνοιξε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Άλλωστε είχαν προηγηθεί και η τοποθέτηση Σαμαρά, αλλά και η τοποθέτηση του Κ. Καραμανλή σχετικά με τα ελληνοτουρκικά και τη στάση της κυβέρνησης στον πόλεμο που διεξάγει το Ισραήλ στην Παλαιστίνη, αντίστοιχα. Αντιθέσεις, λοιπόν, μερίδων της αστικής τάξης που διοχετεύονται στην πολιτική επιφάνεια μέσα από κάθε ρωγμή, προκειμένου να καταγραφούν στο πεδίο της πολιτικής διαχείρισης. Αντιθέσεις που είναι προϊόν του βαθέματος της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της αναζήτησης ρόλου που θα αναθέσουν τα μεγάλα αφεντικά. Αντιθέσεις που αφορούν τα προσδοκώμενα ανταλλάγματα από την πρόσδεση της χώρας στον γεωπολιτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε σχέση και κόντρα με την ανταγωνίστρια αστική τάξη της Τουρκίας. Αντιθέσεις που φέρουν μαζί τους τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-ΕΕ και τις παρεμβάσεις στο εσωτερικό της χώρας των ξένων κέντρων εξουσίας. Κατ’ αναλογία και αντιστοιχία, στον ντόπιο εξαρτημένο από ΗΠΑ και ΕΕ καπιταλισμό, εκφράζονται οι αντιθέσεις και οι αναζητήσεις στο πλαίσιο της αστικής τάξης που ήδη εκφράζονται σε μια σειρά χωρών της ΕΕ, με άλλα χαρακτηριστικά από τη δική μας, έχοντας τροφοδοτήσει την ακροδεξιά απέναντι στις πιέσεις των ΗΠΑ για την προώθηση του γεωπολιτικού τους σχεδιασμού. Μια διαδικασία που, ενόψει των ευρωεκλογών, έχει αναστατώσει τα βασικά ευρωπαϊκά ιμπεριαλιστικά κέντρα εξουσίας.
Μια τέτοια έκφραση στη χώρα μας είναι οι εξελίξεις γύρω από την φρεγάτα που πρόκειται να σταλεί στην Ερυθρά Θάλασσα, σε ένα πολεμικό πεδίο, υπό αμερικανική διοίκηση, με τις μαζικές παραιτήσεις των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού. Την ίδια στιγμή μάλιστα που βασικές χώρες της ΕΕ αρνούνται την αμερικανική διοίκηση και βρίσκονται, όπως δηλώνουν, στην Ερυθρά Θάλασσα για να προασπίσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα.
Όταν λοιπόν οι ενδοιαστικές κόντρες και αντιθέσεις δεν μπορούν να έχουν εναλλακτική έκφραση και υπόσταση παρά μόνο στο κυβερνών κόμμα. Όταν η κυβέρνηση του 41% δείχνει να κλυδωνίζεται ενώ είναι πολιτικά κυρίαρχη στο αστικό πολιτικό σκηνικό χωρίς αντιπολίτευση. Όταν δεν καταφέρνει να πέτυχει ευρύτερες συναινέσεις σε ένα πολιτικό σκηνικό ρευστότητας και αβεβαιότητας (βλέπε επιστολική ψήφος). Όταν έχει χρεωθεί, για λογαριασμό του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου, να τσακίσει ότι απέμεινε από λαϊκά, εργατικά δικαιώματα, με τον λαό οργισμένο και αγανακτισμένο από την ακρίβεια, τη φτώχεια, τους μισθούς πείνας. Όταν στη νεολαία, μέσα από τις συνελεύσεις, τις πορείες και τις καταλήψεις, εμφανίζεται η δυνατότητα ενός ξεσπάσματος. Τότε τα σημάδια της πολιτικής αστάθειας πυκνώνουν και οι φόβοι του συστήματος μεγαλώνουν. Να κάνουμε με τους αγώνες μας τον εφιάλτη τους πραγματικότητα.