Η κυβερνητική προπαγάνδα επιχειρεί να ισχυριστεί πως ο πρωθυπουργός παρουσίασε μέτρα στήριξης για τις «ευάλωτες ομάδες» στη ΔΕΘ, αλλά μένοντας βέβαια στο«επιτρεπτό δημοσιονομικό πλαίσιο». Εξάλλου ο διοικητής της ΤτΕ Στουρνάρας, λίγες μέρες πριν την εξαγγελία αυτών των υποτιθέμενων μέτρων, υπενθύμισε την κρισιμότητα της κατάστασης της οικονομίας λόγω των «γεωπολιτικών κινδύνων» αλλά και της «κλιματικής κρίσης» που μόνιμα χρησιμοποιείται σαν ένας… υπερφυσικός παράγοντας που «δικαιολογεί» πυρκαγιές, πλημμύρες, ακρίβεια και κάθε καταστροφή στο περιβάλλον, στο βιός του λαού, στην αγροτική παραγωγή.
Όμως, ποιες είναι οι «ευάλωτες ομάδες»; Εργάτες, εργαζόμενος λαός, φτωχομεσαίοι αγρότες και κτηνοτρόφοι, μικρο επαγγελματίες, μαθητές, φοιτητές, όλοι βρίσκονται μέσα στη μέγγενη της φτώχειας, της εξαθλίωσης, της εργασιακής και κοινωνικής βαρβαρότητας. Και αυτό που πραγματικά εξαγγέλθηκε και στη ΔΕΘ είναι το ακόμα μεγαλύτερο σφίξιμο αυτής της μέγγενης. Το σύστημα και η κυβέρνησή του δεν έχουν καμιά πρόθεση να αμβλύνουν, να ελαφρύνουν την άγρια αντεργατική-αντιλαϊκή πολιτική. Όπως δεν έχουν καμιά πρόθεση να πάψουν να υπηρετούν -για λογαριασμό των ΗΠΑ και της Δύσης συνολικά- την ένταση των «γεωπολιτικών κινδύνων», την ολοένα μεγαλύτερη εμπλοκή της χώρας στον πολεμικό βηματισμό των αμερικανονατοϊκών. Αυτός είναι μονόδρομος για το σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης, αυτή η μία και μόνη πολιτική κατεύθυνση είναι που παράγει και διευρύνει τις συνθήκες πολιτικής αστάθειας, τον κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος, τη μαζική αποστροφή και απαξίωση απέναντι και στην κυβέρνηση και στην απερίγραπτη «αντιπολίτευση» των ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και των συνοδοιπόρων της.
Όμως αυτός ο μονόδρομος δεν είναι ο δρόμος του λαού! Δεν είναι «μοιραίο» ούτε«αναπόφευκτο» να υποταχθεί και να συρθεί στο δρόμο αυτό. Είναι υπόθεση της ταξικής και πολιτικής πάλης να μπουν φραγμοί στο δρόμο αυτό. Να αναπτυχθούν μαζικές αντιστάσεις και διεκδικήσεις. Να υπάρξουν ρωγμές και επιτυχίες. Να διαμορφωθούν όροι προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που επιτάσσουν η άρχουσα τάξη και οι ιμπεριαλιστές προστάτες της. Να συγκροτηθούν δηλαδή αξιόμαχες δυνάμεις της εργατικής τάξης, του λαού και της νεολαίας σε όλα τα επίπεδα που απαιτεί η άγρια κατάσταση που αντιμετωπίζουμε.
Σε αυτή την κατεύθυνση η μαζική πάλη όλο το διάστημα μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2023 -που μοιάζουν κιόλας τόσο μακρινές- άνοιξε ήδη τους δικούς της λογαριασμούς. Είναι ανάγκη και δυνατότητα αυτοί οι λογαριασμοί να προχωρήσουν στα επόμενα πιο αποφασιστικά και μαζικά βήματα τους!
Σήψη, αγριότητα…
Δεν υπήρξε βέβαια καλοκαιρινό διάλειμμα στην εξελισσόμενη επίθεση και αγριότητα που αντιμετωπίζει ο λαός και η νεολαία. Οι όροι που έχει διαμορφώσει η πολιτική του συστήματος παράγουν διαρκώς νέα εγκλήματα στους όρους ζωής των μαζών και στη χώρα. Η κατάργηση των διακοπών για την πολύ μεγάλη πλειοψηφία, τα κάτεργα της σεζόν στην «τουριστική βιομηχανία», οι νέες δολοφονίες εργατών και εργαζομένων που ονομάζονται «εργατικά ατυχήματα», δεν έπεσαν από τον ουρανό, είναι στόχοι και αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Όπως επίσης αποτελέσματα αυτής της πολιτικής-και όχι «ανικανότητα» της κυβέρνησης- είναι η καταστροφική πυρκαγιά στην Αττική,η πρωτόγνωρη κατάσταση στον Παγασητικό με τα εκατομμύρια τόνους νεκρά ψάρια και συνολικά το ρήμαγμα της Θεσσαλίας, για την οποία ένα χρόνο μετά το πνίξιμό της η κυβέρνηση καμώνεται πως παρουσιάζει «σχέδιο» αντιμετώπισης των συνεπειών. Αλλά και οι «εκρήξεις» κατάρρευσης νοσοκομείων στην περιφέρεια και στην Αττική είναι και αυτές η αναμενόμενη συνέπεια της πολιτικής που συντρίβει το δικαίωμα του λαού στην περίθαλψη και εξοντώνει το υγειονομικό προσωπικό, μιας πολιτικής που με κυνική συνέπεια προπαγανδίζει και υπερασπίζεται ο υπουργός Υγείας.
Αυτή η πολιτική, που κατατρώει τα πιο στοιχειώδη εργατικά και λαϊκά δικαιώματα και ρημάζει τη χώρα και την οποία υπηρετούν δεκαετίες τώρα τα κόμματα του συστήματος, αναβαθμίστηκε με τη μνημονιακή επέλαση, της οποίας οι εκατοντάδες εφαρμοστικοί νόμοι είναι σε πλήρη ισχύ και εφαρμογή. Αλλά βέβαια, η πολιτική αυτή δεν«σταμάτησε» στα μνημόνια και στους νόμους τους. Εντείνεται και αγριεύει διαρκώς με νέους νόμους και μέτρα των λεγόμενων «μεταμνημονιακών» κυβερνήσεων, πατώντας στα χτυπήματα της «μνημονιακής περιόδου» για να γίνουμε μια «κανονική χώρα».Δηλαδή μια χώρα με το λαό και τη νεολαία χωρίς δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, στην περίθαλψη, στην ασφάλιση, χωρίς δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες. Μια χώρα όπως την απαιτούν τα ξένα αφεντικά της σε συνθήκες κρίσης και πολέμων, σε συνθήκες προετοιμασίας των όρων του Γ’ παγκόσμιου πόλεμου. Η άρχουσα τάξη σε μια τέτοια και μόνο τέτοια χώρα μπορεί να είναι άρχουσα, αφού με δοσμένη την ιμπεριαλιστική εξάρτηση της δεν μπορεί να διαμορφώσει και να υποστηρίξει κανένα άλλο «πλαίσιο λειτουργίας», κανένα άλλο «παραγωγικό,οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο» πέρα από αυτό που της ορίζει η εξάρτησή της.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο να απαιτείται από το λαό μας όχι μόνο να μην αντιδρά, αλλά και να είναι «περήφανος» για τους Πάτριοτ στη Σαουδική Αραβία και τη συνεργασία με το κράτος του Ισραήλ, την ίδια στιγμή που δολοφονούνται μαζικά οι Παλαιστίνιοι που περιμένουν σε ουρά για ψωμί και συνολικά εξελίσσεται μια φρικτή γενοκτονία στη Γάζα αλλά και στη Δυτική Όχθη.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο να απαιτείται από το λαό μας, όχι μόνο να μην εναντιώνεται,αλλά και να χειροκροτεί όταν η Αλεξανδρούπολη -και όλη η χώρα- έχει μετατραπεί σε βάση και πλατφόρμα απόβασης των αμερικανονατοϊκών φονιάδων για τον άδικο πόλεμο στην Ουκρανία, που μετρά εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και σακατεμένους και ταυτόχρονα αποτελεί το βασικό «εργαστήριο» για τον Γ’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Αυτή είναι η πολιτική που παράγει σήψη, που έχει γεμίσει με την μπόχα της καμένης γης και των καμένων δικαιωμάτων όλη τη χώρα.
Αυτή την πολιτική υπηρετεί πέντε χρόνια τώρα και η κυβέρνηση Μητσοτάκη που, την ίδια ώρα που σαλπίζει την «αντιμετώπιση των προβλημάτων των πολιτών», ετοιμάζει και προωθεί νέα αντιδραστικά μέτρα και χτυπήματα. Όπως την κατάργηση και αυτού του πενιχρού επιδόματος ανεργίας, με τη συνάρτηση του με το ύψος του μισθού και τη διάρκεια εργασίας του ανέργου! Όπως την άγρια ταξική επίθεση στην εκπαίδευση με την οποία ξεκινά η νέα σχολική χρονιά, με την κατάργηση σχεδόν 1.000 τμημάτων σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και με όσα αυτό σημαίνει για τους μαθητές, τις οικογένειές τους και τους εκπαιδευτικούς!
…Οργή και πολιτική αστάθεια
Η πολιτική αυτή που συσσωρεύει μεγάλα αδιέξοδα στη ζωή του λαού και της νεολαίας παράγει κύματα οργής, που σε μια σειρά περιπτώσεις ξεπερνούν τους πολύ αρνητικούς όρους του ταξικού-πολιτικού συσχετισμού και εκδηλώνονται με… «απροσδόκητες»μαζικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις και ξεσηκωμούς.
Αυτό που ωστόσο σταθερά τροφοδοτεί και παράγει η λαϊκή οργή είναι οι συνθήκες πολιτικής αστάθειας. Παρά την καταιγιστική προπαγάνδα των δυνάμεων του συστήματος και της κυβέρνησης του για το ποια είναι η «κανονική χώρα», η ζωή, τα δικαιώματα και οι ανάγκες λαού και νεολαίας δεν μπορούν να χωρέσουν στη «μία και μοναδική» πολιτική, στην πολιτική του εργασιακού και κοινωνικού μεσαίωνα. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν να γίνεται ολοένα πιο γιγάντιο το ταξικό χάσμα των «από κάτω» με τους «από πάνω», να χάνονται και να καταστρέφονται τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα -που λειτουργούσαν σαν αμορτισέρ απόσβεσης των ταξικών πολιτικών κραδασμών- και ταυτόχρονα να διατηρείται… ακμαίο το πολιτικό σύστημα.
Η σημερινή εικόνα είναι παραπάνω από εύγλωττη σε σχέση με το ζήτημα αυτό.Δεκαπέντε μήνες μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές το κυβερνητικό ποσοστό του «41%» είναι σαν ποτέ να μην υπήρξε. Η κυβέρνηση καταβαραθρώνεται δημοσκοπικά και στο εσωτερικό της ΝΔ υπάρχει αναβρασμός και κύμα αποχωρήσεων προς τα δεξιά.
Από την άλλη, η αστική αντιπολίτευση βρίσκεται σε ακόμα χειρότερη θέση. Η επιχείρηση ανακατασκευής του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Κασσελάκη όχι μόνο δεν επιτυγχάνει αλλά,αντίθετα,ο χώρος αυτός δείχνει να βρίσκεται κοντά σε συνθήκες διάλυσης. Κέντρα του συστήματος κάνουν ότι μπορούν για τη διάσωσή του και την ενίσχυσή του αλλά η ανάγκη της υπεράσπισης της «μιας και μοναδικής πολιτικής», σε συνδυασμό με τα εγγενή χαρακτηριστικά αυτού του πολιτικού δυναμικού, λειτουργούν απαγορευτικά στην επιδίωξη αυτή.
Ταυτόχρονα το ίδιο βασικό πρόβλημα καθορίζει τις εξελίξεις και στο ΠΑΣΟΚ.Η…νοσταλγία που καλλιεργήθηκε -και με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων για το«παλιό καλό ΠΑΣΟΚ»-όπως επιβεβαιώνεται και δημοσκοπικά, δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα αυτό. Δεν υπάρχει σήμερα η δυνατότητα για τη διαμόρφωση ούτε εκείνου του αντιδραστικού συμβιβασμού των μικρομεσαίων στρωμάτων με τη μεγαλοαστική τάξη πάνω στον οποίο πάτησε η συγκρότηση και η ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ σε βασικό πολιτικό πυλώνα του συστήματος και των κυβερνήσεών του.
Συνολικά η κατάσταση αυτή της μεγάλης κυβερνητικής φθοράς και της ταυτόχρονης απαξίωσης της αστικής αντιπολίτευσης αποτελεί ένα σοβαρό και κρίσιμο πρόβλημα του συστήματος. Η «κρίση εκπροσώπησης», όπως ονομάζεται στην αστική φιλολογία, αφορά ουσιαστικά την αδυναμία πολιτικού ελέγχου των μαζών σε συνθήκες άγριας επίθεσης και κρίσιμων γεωπολιτικών ζητημάτων, με τη χώρα να έχει άμεσες εμπλοκές σε αυτά. Γι’αυτό η ανησυχία τους είναι μεγάλη και οι εκκλήσεις για «συσπείρωση» διαρκείς και επίμονες. Ωστόσο, επειδή ούτε οι δεξιώσεις στο προεδρικό μέγαρο για τα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης ούτε η ομοψυχία Μπακογιάννη-Βενιζέλου μπορούν να φτάσουν στα αυτιά του λαού και να αμβλύνουν την οργή του, μαζί και δίπλα με την εξελισσόμενη επιχείρηση συγκρότησης μιας κάποιας «εναλλακτικής» με συνεργασία του ΠΑΣΟΚ και με ότι παραχθεί από την κρίση στο ΣΥΡΙΖΑ, το βασικό όπλο του συστήματος θα παραμείνει η φασιστικοποίηση. Η πολιτική της τρομοκρατίας, της καταστολής, της επέκτασης των διώξεων απέναντι σε κάθε εργαζόμενο και νέο που αμφισβητεί και αντιστέκεται, η πολιτική που χτυπά το δικαίωμα στην απεργία, στην διαδήλωση, στην οργάνωση των μαζών.
Να συγκροτήσουμε αυτό που λείπει
Πώς θα εξελιχθεί αυτή κατάσταση που παραπάνω περιγράφουμε; Μπορεί και πώς ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία να αντιμετωπίσουν την άγρια επίθεση, να πετύχουν ρωγμές και νίκες, να διαμορφώσουν όρους μιας άλλης πορείας, αντίθετης από αυτή που επιβάλλουν οι δυνάμεις του συστήματος;
Οι δυνάμεις που υπάρχουν μέσα στον εργαζόμενο λαό και στη νεολαία θα λέγαμε ότι «φτάνουν και περισσεύουν» για να σταθούν απέναντι στην πολιτική του συστήματος,να αντισταθούν, να διεκδικήσουν, να έχουν επιτυχίες. Και μόνο η αντίθεση τους στην πολιτική αυτή και τα ξεσπάσματα φοιτητών και εργαζομένων όλους τους προηγούμενους μήνες ήταν αρκετά για να γκρεμίσουν την αίσθηση της «παντοδυναμίας» με την οποία βγήκε η κυβέρνηση από τις βουλευτικές εκλογές, αλλά και για να πυροδοτήσουν ακόμα περισσότερο την αναταραχή και τη φθορά της αστικής αντιπολίτευσης.
Αυτό «που λείπει» για να καταχτηθούν επιτυχίες και νίκες είναι η συγκρότηση των δυνάμεων αυτών. Η πολιτική συγκρότησή τους στην κατεύθυνση της μαζικής αντίστασης και διεκδίκησης και η οργάνωση αυτής της πολιτικής κατεύθυνσης στα σωματεία, στους συλλόγους, στις γειτονιές. Δηλαδή, η πολιτική και οργανωτική συγκρότηση δυνάμεων αντίστασης και διεκδίκησης μέσα στον εργαζόμενο λαό και στη νεολαία.
Προφανώς, με την κατεύθυνση αυτή δεν περιγράφουμε μια «γρήγορη λύση». Η πάλη για τη συγκρότηση αυτού «που λείπει» έχει να αντιμετωπίσει το σύστημα και τις δυνάμεις του, τον καθεστωτικό ρεφορμισμό της ηγεσίας του ΚΚΕ, τον διάχυτο αντικομμουνισμό που στοχεύει στην κατάπνιξη-απαγόρευση κάθε προσπάθειας χειραφέτησης των μαζών και διαμόρφωσης όρων ώστε να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Όμως η κατεύθυνση αυτή στηρίζεται στα πραγματικά ταξικά δεδομένα και τροφοδοτείται διαρκώς από την πολιτική και τα αδιέξοδα του συστήματος. Γι’ αυτό είναι και αναγκαία και ρεαλιστική!