Είναι τραγικό το να μετράει κανείς τους νεκρούς ενός πολέμου, το να μετράει, όμως, τους νεκρούς σε σχέση με ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είναι αποκαλυπτικό. Οι 328 νεκροί του τελευταίου δεκαπενθημέρου, που προστέθηκαν για να φτάσουν τους 41.206 νεκρούς (αριθμός που ανακοινώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα), δείχνει το μέγεθος του δολοφονικού μένους της σιωνιστικής πολεμικής μηχανής. Περιττό να σημειωθεί πως αυτοί οι αριθμοί ουδόλως πλησιάζουν τους πραγματικούς.
Σχολεία και προσφυγικοί καταυλισμοί στην πόλη της Γάζας, στην Τζαμπαλίγια, στη Νουσεϊράτ βομβαρδίστηκαν. Ειδικά η Αλ Μαουάσι στην «ανθρωπιστική ζώνη» της Χαν Γιουνίς δέχθηκε πλήγμα ακριβείας της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας στη 1:30 το βράδυ, με θύματα 40 νεκρούς, 60 τραυματίες και άγνωστο αριθμό εγκλωβισμένων και αγνοουμένων. Το Al Jazeera επικαλείται δηλώσεις αξιωματούχων της Γάζας που υποστηρίζουν πως τα όπλα «έλιωσαν» τα σώματα των θυμάτων που βρίσκονταν στο μάτι της επίθεσης. Επιζώντες αναφέρουν πως «το έδαφος αναποδογύρισε. Οι σκηνές έμοιαζαν σαν να τις είχε χτυπήσει σεισμός», ενώ εθελοντής σε ανθρωπιστική οργάνωση που ζει κοντά στο σημείο δήλωσε στο BBC πως «τα χτυπήματα δημιούργησαν τρεις κρατήρες βάθους επτά μέτρων και έχουν θάψει περισσότερες από 20 σκηνές».
Ο ισραηλινός στρατός παινεύεται για τα πλήγματα «ακριβείας» σε στόχους που τους ονομάζει «κέντρο διοίκησης και ελέγχου της Χαμάς». Η UNRWA, όμως, βεβαιώνει το προφανές, πως τα σχολεία είναι καταφύγια εκτοπισμένων. Σχολείο στον καταυλισμό της Νουσεϊράτ έχει βομβαρδιστεί πέντε φορές, αυτή τη φορά μάλιστα ανάμεσα στους νεκρούς είναι και έξι εργαζόμενοι του γραφείου της. Τα μέλη, οι δομές και οι αποστολές της UNRWA δέχονται συστηματικά επιθέσεις και ο Γκουτέρες έκανε λόγο για «εντελώς απαράδεκτη» έλλειψη λογοδοσίας του Ισραήλ. Κάλεσε δε την… Αμερική να συνετίσει το Ισραήλ.
Το πόσο… πρόθυμα έσπευσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να «συνετίσει» τον υπηρέτη του φάνηκε από δύο γεγονότα. Πρώτα και καλύτερα, ανακοίνωσε την πώληση επιπλέον θωρακισμένων οχημάτων και αρμάτων μάχης, ανταλλακτικών και τεχνικής υποστήριξης ύψους 164,6 εκ. δολαρίων. Κατά δεύτερον, έχει ενδιαφέρον η αντίδραση αξιωματούχων αλλά και του ίδιου του Μπάιντεν στη δολοφονία της αμερικανίδας τουρκικής καταγωγής σε διαμαρτυρία κατά των εποικισμών στη Ναμπλούς στη Δυτική Όχθη. Αρχικά δήλωσαν άγνοια, πέρασαν στο ενδεχόμενο ατυχήματος, έπειτα στη βεβαιότητα πως «χτυπήθηκε έμμεσα και ακούσια από πυρά των Ισραηλινών δυνάμεων που δεν είχαν στόχο αυτήν, αλλά τον βασικό υποκινητή της εξέγερσης», για να καταλήξουν στο συμπέρασμα (μετά μάλιστα από έρευνα της Washington Post) πως ήταν «απρόκλητη και αδικαιολόγητη» ενέργεια. Η καταδίκη, όμως, είναι κατά μεγάλο ποσοστό προσπάθεια κατευνασμού της Άγκυρας, η οποία ανέβασε τους τόνους αντιπαράθεσης.
Αυτό που «δυσκολεύει» τις ΗΠΑ είναι τα διαφαινόμενα σχέδια του Ισραήλ για κλιμάκωση της επίθεσης κατά του Λιβάνου. Πυκνώνουν οι επιδρομές στον Λίβανο και στη Συρία, σκληραίνει η στάση του απέναντι στην Ιορδανία. Κανείς δεν μπορεί να πει αν και πότε θα ανέβει επίπεδο η αντιπαράθεση με τη Χεζμπολάχ, ειδικά μετά το τελευταίο μαζικό έγκλημα με την πυροδότηση παγιδευμένων συσκευών επικοινωνίας μελών της, καθώς όλα δείχνουν πως πίσω από αυτό βρίσκονται μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ. Και φυσικά είναι αδύνατο να προεξοφληθούν η δράση των Χούθι ή η αντίδραση του Ιράν.
Το νέο μαζικό έγκλημα με τουλάχιστον 12 νεκρούς και 3.000 τραυματίες, που διαπράχθηκε στον Λίβανο την Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου και συνεχίστηκε την Τετάρτη, ακόμη και εναντίον αυτών που συμμετείχαν στις κηδείες των θυμάτων της προηγούμενης ημέρας, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αποκωδικοποίηση ως προς τους αυτουργούς και τη σκοπιμότητά του. Η ισραηλινή ηγεσία επιδιώκει με κάθε δυνατό τρόπο να επεκτείνει τον πόλεμο, θεωρώντας πως έτσι θα οδηγήσει τους Αμερικανούς (και ευρύτερα τους Δυτικούς) σε άμεση εμπλοκή στο πλευρό της. Θεωρεί πως είναι ευκαιρία να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το Ιράν και τους συμμάχους του στην περιοχή. Γι’ αυτό ανακοίνωσε πως αποτελεί άμεσο πολεμικό στόχο η ασφάλεια του βόρειου Ισραήλ, δηλαδή η αντιμετώπιση της λιβανέζικης αντίστασης.
Ανάλογες ειδήσεις έρχονται και από τη Δυτική Όχθη. Για δέκα μέρες ο ισραηλινός στρατός, η υπηρεσία εσωτερικής ασφάλειας Σιν Μπετ και συνοριοφύλακες εξαπέλυσαν επιθέσεις σε Τζενίν, Τουλκαρέμ, Τουμπάς, Χεβρώνα και Ναμπλούς, με τουλάχιστον 50 νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες και δεκάδες άστεγες οικογένειες. Ανατίναξαν και κατεδάφισαν σπίτια, κατέστρεψαν δρόμους και υποδομές ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτροδότησης και τηλεπικοινωνιών. Η «αποχώρησή» τους άφησε πίσω εποίκους που συνεχίζουν το πλιάτσικο και τις επιθέσεις. Καίνε χωράφια και ελαιώνες, δηλητηριάζουν πηγάδια και εγκαταστάσεις με πόσιμο νερό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει νερό για τις καλλιέργειες και για τα ζώα. Οι κοινότητες των Βεδουίνων στον Βορρά απειλούνται όλο και περισσότερο με εκτοπισμό. Ο αριθμός εποικισμών τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε κατακόρυφα και έρχεται να εξυπηρετήσει τα σχέδια του Ισραήλ να φτιάξει ένα νέο τείχος στα «σύνορα» της Δυτικής Όχθης με την Ιορδανία, όχι βέβαια για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου όπλων, αλλά για την ενίσχυση της κατοχής και, γιατί όχι, την κατοχύρωση αλλαγής συνόρων στην περιοχή.
Η επιλογή της κυβέρνησης Νετανιάχου να κλιμακώσει την επιθετικότητα αλλά και να αυξήσει τα μέτωπα αντιπαράθεσης του πολέμου είναι σίγουρο πως δεν μπορεί να δώσει απάντηση στο τέλμα και στα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει στη Γάζα, αλλά και στο εσωτερικό του κατοχικού κράτους. Κλυδωνίζεται από συνεχιζόμενες δυναμικές διαδηλώσεις με συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων κόσμου. Οι διαδηλωτές απαιτούν τον τερματισμό του πολέμου, την πτώση της κυβέρνησης και προγραμματίζεται νέα γενική απεργία ως μέσο πίεσης για την επίτευξη συμφωνίας, την οποία το Ισραήλ αποφεύγει χωρίς προσχήματα πλέον. «Τα ψέματα του καθεστώτος δεν θα επιφέρουν ασφάλεια», φώναξαν οι 700.000 διαδηλωτές πριν από μία εβδομάδα. Και ένα από αυτά είναι η τύχη των ομήρων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας, ο θάνατος τριών ομήρων τον περασμένο Νοέμβριο «πιθανόν να οφείλεται σε αεροπορική επιδρομή», γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω τους ισχυρισμούς του Ισραήλ πως η Χαμάς ευθύνεται για τον θάνατο των ομήρων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, από τους 90 ομήρους που βρίσκονται ακόμα στα χέρια της Χαμάς, μόνο οι 30 θεωρούνται ζωντανοί.
Όλα αυτά τα προβλήματα θα μπορούσαμε να πούμε πως θα ήταν «διαχειρίσιμα», αν η κυβέρνηση ήταν «ενωμένη». Πληθαίνουν, όμως, τα κονταροχτυπήματα, οι διαφωνίες και η κριτική των κυβερνητικών εταίρων, σε τέτοιο βαθμό που μάλλον ανησυχεί το μεγάλο αφεντικό και πραγματοποιούνται συναντήσεις του αμερικανού ΥΠΕΞ, Μπλίνκεν, και του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν, με τον ισραηλινό πρώην πρωθυπουργό, Λαπίντ, αλλά και με τον ηγέτη του αντιπολιτευόμενου κεντροδεξιού κόμματος «Εθνική Ενότητα», Μπένι Γκάντς, με άγνωστο περιεχόμενο συζήτησης (πίεση για ενότητα ή αναζήτηση εναλλακτικής για το μέλλον;).
«Οι δυνατότητες της αντίστασης συνεχίζουν να είναι υψηλές, υπήρξε συσσώρευση εμπειριών και στρατολογήθηκαν νέες γενιές στην αντίσταση», δήλωσε ο Οσάμα Χαμντάν, ανώτερο στέλεχος του Πολιτικού Γραφείου της Χαμάς. Το σθένος και η αστείρευτη αντοχή του παλαιστινιακού λαού είναι η καλύτερη διάψευση του Γιοάβ Γκάλαντ (υπουργού Άμυνας του Ισραήλ) πως η Χαμάς «δεν υπάρχει». Μπορεί οι διαταγές εκκένωσης να δυσχεραίνουν το έργο των ανθρωπιστικών οργανώσεων, μπορεί οι προμήθειες για δεύτερο συνεχόμενο μήνα να μην επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες (πάνω από ένα εκατομμύριο κάτοικοι θα μείνουν χωρίς φαγητό τον Σεπτέμβριο), μπορεί να μην υπάρχουν φάρμακα και χλώριο για τον καθαρισμό του νερού. Μπορεί τα φορτηγά να εγκλωβίζονται στα σημεία ελέγχου με αποτέλεσμα να αλλοιώνονται τα τρόφιμα. Μπορεί οι Παλαιστίνιοι να καίνε πλαστικά απορρίμματα για να τα μετατρέψουν σε καύσιμα. Ένα όμως δεν μπορεί να συμβεί: να σταματήσουν την αντίσταση.