Μέχρι να του πει ο λαός και «μπράβο» ζήτησε ο Κυρ. Μητσοτάκης στην τελευταία ιδιαίτερα προκλητική τηλεοπτική συνέντευξη του. Μια συνέντευξη-ποταμό ψεμάτων, στην οποία η μαύρη, για τη ζωή, την υγεία και τα δικαιώματα του λαού, πολιτική της κυβέρνησης παρουσιάστηκε ως «δίκαιη» και «φιλολαϊκή»!
Ωστόσο, η ανάγκη αυτού του πρωθυπουργικού ρεσιτάλ της διαστροφής και της αντιστροφής της πραγματικότητας που ζει ο λαός είναι ακριβώς αυτή η πραγματικότητα και η οργή που αυτή προκαλεί και συσσωρεύει. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρωτόγνωρο μίγμα της πανδημίας και των συνεπειών της στην υγεία και την καθημερινότητα του λαού, μαζί με την διαρκώς γιγαντούμενη ακρίβεια και τις συνθήκες του εργασιακού αλλά και κοινωνικού μεσαίωνα, φορτώνουν διαρκώς με αδιέξοδα τον εργαζόμενο λαό, στα ζητήματα που αφορούν την καθημερινή του επιβίωση. Για όλα αυτά, η πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ είναι απολύτως και εγκληματικά ένοχη και η συνέντευξη ήταν άλλη μια προσπάθεια άρνησης και αποποίησης των ευθυνών της, με την πάγια μέθοδο των αστικών κυβερνήσεων και των κομμάτων του συστήματος: Το ψέμα, τους εκβιασμούς, την παρουσίαση των ιεραρχήσεων και των συμφερόντων του συστήματος ως «εθνικές» ιεραρχήσεις, ως «εθνικά» συμφέροντα. Έτσι, την ίδια ώρα που «πρέπει να πανηγυρίσουμε» για την παραλαβή των Ραφάλ, πρέπει και να αποδεχτούμε ως «αντικειμενικό», ως «μεταρρυθμιστικό» ή ακόμα και ως «φιλολαϊκό» το κλείσιμο του Παίδων Πεντέλης, την κατάργηση συντάξεων για άτομα με αναπηρία, την άδεια ειδικού σκοπού με διάρκεια 4 ημερών(!) λόγω πανδημίας και με μείωση των αποδοχών στο μισό για τους εργαζόμενους! Την ίδια ώρα που ο λαός πρέπει να χειροκροτήσει ως «εκσυγχρονιστικές και αναπτυξιακές» τις απολύσεις εργατών στα Πετρέλαια της Καβάλας, πρέπει επίσης να αποδεχτεί ως «δημοκρατικές αλλαγές» τις επαναλαμβανόμενες εισβολές των ΟΠΚΕ στα ΑΕΙ και την εγκατάσταση Αστυνομίας σε αυτά. Ακόμα περισσότερο, «πρέπει» ο ίδιος να ενεργοποιηθεί, όπως απαιτεί η Κεραμέως, και να καταγγείλει τους εκπαιδευτικούς που δεν γίνονται απεργοσπάστες και χαφιέδες των μαθητικών καταλήψεων που αγωνίζονται για μέτρα προστασίας από την πανδημία και ενάντια στα εξεταστικά σφαγεία που στήνει η πολιτική της κυβέρνησης.
Από την άλλη, οφείλουμε να διαπιστώσουμε πως ο οχετός ψεμάτων και διαστροφής των λαϊκών συμφερόντων και δικαιωμάτων, έχει έναν…συνήγορο. Αυτός δεν είναι άλλος από την απουσία μαζικών εργατικών, λαϊκών και νεολαιίστικων αγώνων και αντιστάσεων, αυτών που απαιτεί η σημερινή κατάσταση. Αυτή η απουσία είναι που δίνει χώρο και «αέρα» για να «φωνάζει ο κλέφτης», για να παρουσιάζει ο πρωθυπουργός ως «δικαιωμένη» την πολιτική που αφήνει το λαό έκθετο στην πανδημία, την πολιτική που σαρώνει κάθε εργατικό-λαϊκό δικαίωμα και κατάκτηση. Μια «απουσία» που έχει τις αιτίες της όχι βέβαια στην αποδοχή της άγριας πολιτικής της κυβέρνησης και του συστήματος από το λαό, αλλά στα πολλά προβλήματα και εμπόδια
που συναντά η λαϊκή οργή, που δεν την αφήνουν να γίνει μαζικός αγώνας και κίνημα αντίστασης και διεκδίκησης. Προβλήματα και εμπόδια που εδώ και δεκαετείς στήνουν οι ψεύτικοι φίλοι του λαϊκού κινήματος και της μαζικής πάλης. Οι δυνάμεις του συμβιβασμού και της υποταγής, οι κρετίνοι της κάλπης, των κυβερνητικών αλλαγών, της «συνεννόησης» με τον αντίπαλο, δηλαδή της ταξικής υποταγής. Αυτοί που στη σημερινή κοινωνικά εκρηκτική κατάσταση απογειώνουν τη διγλωσσία για να υπηρετήσουν την γραμμή της συμμόρφωσης στο σύστημα. Όπως η ηγεσία του ΚΚΕ, που από τη μια τάχα ανακάλυψε πως «μόνο ο λαός σώζει το λαό», αλλά από την άλλη δίνει μάχη ενάντια στην γραμμή κατάργησης του νόμου Χατζηδάκη. Μάχη στα λόγια, με τη διαβόητη εφεύρεση «να μείνει στα χαρτιά», αλλά κυρίως στην πράξη, στοιχιζόμενη πίσω από τη γραμμή αδράνειας και απεργιακής απραξίας των εργατοπατέρων της ΓΣΕΕ και όλου του συρφετού της συνδικαλιστικής ηγεσίας.
Παρόλα αυτά, η πραγματικότητα επιμένει και απαιτεί πραγματικές απαντήσεις. Η πρωθυπουργική «άνεση» έχει στηρίγματα στα κέντρα μέσα και έξω από τη χώρα, βρίσκει πάτημα στην απουσία των αγώνων, αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχει και την έγνοια και τους φόβους του συστήματος για το τι θα βρει μπροστά της από τον «εχθρό λαό». Γιατί το μίγμα των θανάτων, της εγκατάλειψης, της εξαθλίωσης, της ανεργίας, της τρομοκρατίας και της βαρβαρότητας του συστήματος γίνεται ολοένα και πιο εκρηκτικό. Και στον ορίζοντα όχι μόνο δεν διαφαίνεται κάποια είδους ελάφρυνση, αλλά αντίθετα διαμορφώνονται οι όροι για τα ακόμη χειρότερα.
Μπροστά σε «νέα» αδιέξοδα
Έστω και «διακριτικά» οι εγχώριοι συστημικοί αναλυτές καταγράφουν ήδη μια σειρά σοβαρές ανησυχίες τους. Για τον (διεθνή) πληθωρισμό που επηρεάζει τις αγορές ομολόγων, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο να επιδεινωθούν οι όροι δανεισμού… Για την τάση να επικρατήσουν διεθνώς αυξήσεις των επιτοκίων, που θα οδηγήσουν στην «αναθεώρηση της υποβοηθητικής νομισματικής πολιτικής»… Για τον κίνδυνο να αλλάξουν «οι σημερινές άνετες δημοσιονομικές συνθήκες»…
Όλα αυτά -και πολλά άλλα ανάλογα- δεν είναι παρά ομολογίες μιας δεδομένης κατάστασης. Ομολογίες ότι η χώρα κάθε άλλο παρά «ορθοπόδησε» με τον κύκλο των μνημονίων, αντίθετα φορτώθηκε με νέα δάνεια και αποδυναμώθηκε παραγωγικά και οικονομικά ακόμα περισσότερο. Ότι ο νέος κύκλος της υποτιθέμενης «ανάπτυξης» δεν είναι παρά ένας νέος κύκλος δανεισμού και στη βάση των χειρότερων, από κάθε άποψη, όρων που διαμορφώθηκαν στην προηγούμενη δεκαετία. Ότι η κρίση και οι ανταγωνισμοί διεθνώς, με μεγάλο επιβαρυντικό παράγοντα την πανδημία, καθιστούν έωλη και θέτουν υπό αίρεση την δανειοδότηση αυτή από τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά. Μπορεί συνεπώς οι στρόφιγγες να κλείσουν ξανά, να τεθούν ξανά νέοι και δυσμενέστεροι όροι δανεισμού και άρα το «αφήγημα της ανάπτυξης» να καταρρεύσει εκ νέου. Μια κατάρρευση που είναι προφανές ότι θα σημάνει ένα ακόμα πιο άγριο από το σημερινό κύμα επίθεσης και λεηλασίας των εργατικών–λαϊκών δικαιωμάτων, αλλά και ένα νέο γκρέμισμα των μικρομεσαίων στρωμάτων, κόντρα δηλαδή στα κυβερνητικά-συστημικά σχέδια να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους και τη στήριξη τους.
Οι προοπτικές αυτές αποτυπώνονται ήδη δειλά και στο πολιτικό επίπεδο. Μετά τη συνεδρίαση του Γιουρογκρουπ στις 16/1, ο Σταϊκούρας εμφανίστηκε πολύ συγκρατημένος και υπέρ της ανάγκης τήρησης της «δημοσιονομικής πειθαρχίας». Είχαν προηγηθεί οι κυβερνητικές παλινωδίες για την κατάργηση του «φόρου αλληλεγγύης» στους εργαζόμενους στο Δημόσιο τομέα, που κατέληξαν στην μη κατάργησή του, ενώ ανάλογα αποπέμφθηκε και ο «προβληματισμός» για τη μείωση φόρων σε καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια. Κυρίως όμως το λεγόμενο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει αρχίσει να προειδοποιεί και να προϊδεάζει για το ότι η Κομισιόν τον Μάρτιο θα καταθέσει την εισήγησή της σχετικά με την «επιστροφή» του Συμφώνου Σταθερότητας, που η εφαρμογή του είχε «χαλαρώσει» τα τελευταία δύο χρόνια λόγω πανδημίας. Η «επιστροφή» αυτή –για το επιτρεπτό ποσοστό του ελλείμματος κ.λπ.- σχεδιάζεται για το 2023, αλλά βέβαια δεν είναι η ελληνική πλευρά αυτή που μπορεί να ελέγχει τις επιταχύνσεις που μπορεί να φέρουν οι ανταγωνισμοί και τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών πατρώνων της…
Όλα αυτά βρίσκονται μπροστά, ενώ ανακοινώνεται επισήμως ότι για το 2022 οι δανειακές ανάγκες της χώρας ξεπερνούν τα 25 δισ. ευρώ και, κυρίως, ενώ επιπλέον εκκρεμούν και αναμένονται με σχεδόν έκδηλη αγωνία από την αστική τάξη τα δανεικά και οι επιδοτήσεις που της έχουν τάξει οι Ευρωπαίοι από το περίφημο Ταμείο Ανάκαμψης. Αγωνία γιατί από τη μια σε αυτά βασίζεται όλος ο –τρόπος του λέγειν– «σχεδιασμός» και στο οικονομικό και στο πολιτικό επίπεδο, αλλά από την άλλη οι διεθνείς συνθήκες κάθε άλλο παρά επιτρέπουν την προεξόφληση των όρων και του ύψους των ποσών που τελικά θα έρθουν…
Ποιος θα «αποφασίσει» για τις εκλογές;
Στη βάση αυτών των προοπτικών και εξελίξεων και των ερωτημάτων που θέτουν είναι φανερό ότι μπλέκεται και διαμορφώνεται και το ζήτημα των πολιτικών εξελίξεων και των ίδιων των εκλογών. Η ασάφεια, στην πραγματικότητα όχι για το αν, αλλά για το πότε, πώς και πόσο έντονα θα απαιτηθούν από τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές νέα μέτρα και νέοι όροι στο οικονομικό πεδίο, είναι αυτή που παράγει την ποικιλία των θέσεων και εκτιμήσεων των κυβερνητικών στελεχών, με τις οποίες συνοδεύεται η επίσημη θέση για «εκλογές στο τέλος της τετραετίας». Δηλαδή οι πολιτικές αποφάσεις των ιμπεριαλιστών της ΕΕ θα παίξουν σημαντικό ρόλο και θα «αποφασίσουν» σε σημαντικό βαθμό πώς θα δρομολογηθούν οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα.
Γιατί, από την άλλη, θα μπορούσε κανείς να πει ότι με τις ΗΠΑ (που έχουν αναμφίβολα καθοριστικό και διαρκώς αναβαθμιζόμενο ρόλο στη χώρα)… όλα πάνε καλά! Η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνέχισε και ενίσχυσε την πολιτική της στοίχισης–υπηρέτησης των ΗΠΑ με κάθε δυνατό τρόπο! Οπότε οι υπερατλαντικοί προστάτες δεν έχουν τουλάχιστον προφανή λόγο δυσαρέσκειας με κανέναν βασικό εκπρόσωπο του αστικού πολιτικού συστήματος. Παράλληλα, όλες οι αστικές δυνάμεις της χώρας -και ιδιαίτερα όπως έχει δρομολογηθεί η πορεία στοίχισης της χώρας στα αμερικάνικα σχέδια στην περιοχή- δεν θέλουν και δεν μπορούν να αμφισβητήσουν και να διαταράξουν την πορεία αυτή. Υπάρχουν βέβαια οι «στεναχώριες», αλλά αυτές καταπίνονται στη βάση της σχέσης υποτέλειας που έχει διαμορφωθεί. Για παράδειγμα, η επίσημη πλέον καταβύθιση του αγωγού East Med, με το non paper που οι Αμερικάνοι έστειλαν σε
όλους τους «ενδιαφερόμενους» στην περιοχή, ενταφιάζει οριστικά τις αστικές μωροφιλοδοξίες και κυρίως αφαιρεί από την αστική τάξη ένα όπλο που θεωρούσε ότι έχει και είναι δικό της, στον αντιδραστικό ανταγωνισμό της με την αντίστοιχη τούρκικη. Ωστόσο, για την ανιστόρητη και τυχοδιωκτική αστική τάξη της χώρας μας ο αμερικάνικος παράγοντας παραμένει και αναβαθμίζεται ως «αποκούμπι της» για να μπορέσει να συνεχίσει αυτόν τον ανταγωνισμό. Για αυτό π.χ. θριαμβολογεί που η Αλεξανδρούπολη μετατράπηκε σε βάση εξόρμησης των αμερικανονατοϊκών προς βορά και προς ανατολικά, δηλαδή τη Ρωσία!
Με την «ασάφεια» και την ανησυχία για τις αποφάσεις των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών βαδίζει, συνεπώς, η κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά όχι μόνο αυτή! Το ζήτημα αφορά συνολικά την αστική τάξη και τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και είναι χαρακτηριστικό ότι το λεγόμενο think tank των τεχνοκρατών που συγκρότησε ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ με αυτό ακριβώς το θέμα ασχολήθηκε. Συγκρότησε πρόταση για το «νέο Σύμφωνο Σταθερότητας» που θα πρέπει να διαμορφωθεί και αναζητά συμμάχους στην ιταλική «κεντροαριστερά» για να την παρουσιάσει ενόψει της εισήγησης της Κομισιόν το Μάρτιο. Μια πρόταση που δεν στοχεύει μόνο στις δικές του πολιτικές–εκλογικές ανάγκες, αφού με αυτήν ανακυκλώνει τις αυταπάτες για… «μια άλλη ΕΕ», αν και πολύ πιο προσγειωμένα από τις… υπερβολές της περιόδου 2012-15. Αλλά μια πρόταση που συμβάλλει στην «εθνική κινητοποίηση», δηλαδή στην επιχείρηση της πολιτικής διαπραγμάτευσης της αστικής τάξης με τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά της Ευρώπης, που «πρέπει να δείξουν στήριξη και κατανόηση» στις ελληνικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες.
Το βέβαιο είναι ότι μέσα στην καταιγίδα της ακρίβειας, της πανδημίας, της ανεργίας και της εξαθλίωσης, αλλά και μπροστά στις χειρότερες προοπτικές που διαγράφονται, ο λαός δεν έχει κανέναν λόγο να περιμένει τις εκλογές ή τις όποιες άλλες εξελίξεις, σαν αυτές που ανέφερε ο Γεραπετρίτης. Ο τρόπος που ο λαός έχει να παρέμβει στις εξελίξεις, να «κόψει την άνεση» στα προκλητικά πρωθυπουργικά διαγγέλματα αλλά και να δυσκολέψει συνολικά τα σχέδια των κομμάτων του συστήματος είναι ένας και μοναδικός: να βγει μαζικά στο δρόμο του αγώνα, να αντισταθεί στην ολομέτωπη επίθεση και να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Σε αυτόν και μόνο σε αυτόν τον δρόμο υπάρχει ελπίδα και προοπτική για το λαό και τη νεολαία. Γι’ αυτό πρέπει επίμονα να παλέψουμε για να γίνουν βήματα σε αυτόν τον δρόμο, να ξεπεραστούν εμπόδια, να συγκροτηθεί στη νεολαία και τους εργαζόμενους η κατεύθυνση της μαζικής πάλης.