Πρόσφατα και με διαφορά λίγων μόνο ημερών δημοσιοποιήθηκαν τόσο από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και από την Αριστερή Πρωτοβουλία Διαλόγου και Δράσης προτάσεις κεντρικής πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας οι οποίες απευθύνονται – κατά βάση – σε όλες τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Εδώ είναι αναγκαίο να ειπωθεί ότι το προεκλογικό «άγχος» που διακρίνει τόσο ως προς το χρόνο όσο και προς την ουσία τις προτάσεις αυτές αποδυναμώνει τους στόχους που φιλοδοξούν να πετύχουν. Γενικά δεν είναι λαθεμένο να απευθύνονται προτάσεις εκλογικής συνεργασίας πριν από τις εκλογές, στο βαθμό που υπάρχει ένα κινηματικό υπόβαθρο που να τις στηρίζει. Στην αντίθετη περίπτωση οι προτάσεις αυτές πάσχουν πολιτικά και πέφτουν σε ένα εκλογικίστικο επίπεδο.
Από τη μεριά της η Αριστερή Πρωτοβουλία στο ζήτημα αυτό κάνει μια σωστή εκτίμηση με αρκετή δόση αυτοκριτικής –πιστεύουμε- ότι «Αντίστοιχα άκρως επιζήμια για το λαό και το κίνημα είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το τοπίο στη ριζοσπαστική αριστερά σήμερα, ο κατακερματισμός, η έλλειψη συντονισμού και κοινής δράσης που δημιουργούν μεγάλες δυσκολίες στη συγκρότηση κοινής παρέμβασης και πρωτοβουλιών».
Από την άλλη μεριά, οι οργανώσεις που συγκροτούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αισθάνονται την ανάγκη να μιλήσουν στην πρότασή τους για την πραγματικότητα στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς παρά το γεγονός ότι οι ίδιες ελάχιστες φορές βρέθηκαν μαζί σε απεργίες, πολιτικές συγκεντρώσεις και πορείες όλο το προηγούμενο διάστημα. Είναι και αυτό ένα από τα σημεία των καιρών.
Ενδεικτική της αντίληψης που κυριαρχεί στο χώρο αυτό για την κοινή δράση αλλά και την εκλογική συνεργασία είναι και η καταψήφιση από μεριάς του ΣΕΚ στο ΠΣΟ στις 3/7/22 της σχετικής απόφασης, ενώ προωθεί τη δική του με παράλληλες εκδηλώσεις κόντρα σε αυτές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Και στις δύο προτάσεις, αφού κάνουν σε σημεία μία ανάλυση της περιόδου με τα βασικά της στοιχεία, απουσιάζει εμφατικά η ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας και η οικονομική παραρτημοποίησή της. Στη συνέχεια επιχειρούν να παρουσιάσουν αυτό που θα μπορούσε να αποτελέσει τη «συγκολλητική ουσία» της πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας που προτείνουν. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το ονομάζει «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα» ενώ η Αριστερή Πρωτοβουλία «εναλλακτική πρόταση», με κοινό χαρακτηριστικό και των δύο ότι ανακατεύουν στόχους πάλης και άμεσης δράσης με στρατηγικά ζητήματα του εργατικού – λαϊκού κινήματος, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο σύγχυση για το περιεχόμενο ενός τέτοιου προγράμματος, για τους στόχους μίας τέτοιας πρότασης. Με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να διευκρινίζει ότι «Αυτό το πρόγραμμα δεν μπορεί να υλοποιηθεί από «αριστερές» ή «προοδευτικές» κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού «για να φύγει η δεξιά», όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛΛ και συζητάει το ΜέΡΑ 25». Χωρίς να μας λέει από ποιον και κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να υλοποιηθεί. Η Αριστερή Πρωτοβουλία δεν τοποθετείται με σαφήνεια στο ζήτημα αυτό. Ένα ζήτημα κεντρικό που ταλάνισε για χρόνια το κίνημα σε σχέση με το ποιος είναι ο φορέας υλοποίησης του λεγόμενου «μεταβατικού προγράμματος» και μάλιστα έμπαινε σαν προαπαιτούμενο η αποδοχή του για οποιαδήποτε πρωτοβουλία κοινής δράσης την περίοδο 2010-2015. Μέχρι να έρθει το καλοκαίρι του 2015 να γκρεμίσει τις αυταπάτες και τις λαθεμένες εκτιμήσεις των δυνάμεων αυτών είτε τότε ήταν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είτε στη ΛΑΕ και το «μεταβατικό πρόγραμμα» να πάει στα «αζήτητα» για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την επανεμφάνισή του, σε πλήρη ανάπτυξη, σήμερα.
Διαβάζουμε στο «πρόγραμμα» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά το στόχο πάλης για αυξήσεις στους μισθούς, τα μεροκάματα, τις συντάξεις: «Εθνικοποιήσεις των βασικών τομέων της οικονομίας χωρίς αποζημίωση και με εργατικό-λαϊκό έλεγχο για χτύπημα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Πρώτα απ’ όλα της ενέργειας, των τροφίμων, των τραπεζών, αλλά και της Υγείας και της Παιδείας, για να υπερασπίσουμε τα δημόσια αγαθά. Κλείσιμο των χρηματιστηρίων ενέργειας και τροφίμων. Διατίμηση σε όλα τα βασικά αγαθά, κατάργηση της έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κ.ά.), κατάργηση του ΕΝΦΙΑ». Ενώ στην «πρόταση» της Αριστερής Πρωτοβουλίας μετά το σημείο για αυξήσεις στους μισθούς και Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας διαβάζουμε ότι αποτελούν άμεσο στόχο πάλης «η θεσμοθέτηση πλαφόν ανώτατων τιμών και άμεση δραστική μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη λαϊκής διαβίωσης, η διάλυση των χονδρεμπορικών καρτέλ» και στη συνέχεια «οι εθνικοποιήσεις τραπεζών και των αναγκαίων δημόσιων αγαθών για τη λαϊκή διαβίωση (ενέργεια, μεγάλες αλυσίδες και διακίνηση τροφίμων, υγεία, παιδεία)».
Εδώ να σημειώσουμε την έκπληξη και την απογοήτευση που νιώσαμε όταν διαβάσαμε στην πρόταση της Αριστερής Πρωτοβουλίας στο σημείο για την πάλη για αυξήσεις στους μισθούς, την προσθήκη για «χορήγηση Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) ενάντια στην ακρίβεια» (!!!) για τους λόγους που οδήγησαν αριστερές οργανώσεις να υιοθετήσουν ένα μέτρο σοσιαλδημοκρατικής «κοπής» που εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ στη χώρα μας τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησής του (1982-1985) με στόχο την «κοινωνική ειρήνη», με το χτύπημα της διεκδίκησης και των αγωνιστικών κινητοποιήσεων των εργαζόμενων.
Ξανά λοιπόν οι «εθνικοποιήσεις» σαν άμεσος στόχος πάλης, μαζί με την πάλη για τις αυξήσεις στους μισθούς – έστω με τον τρόπο που μπαίνουν – και μάλιστα στην «πρόταση» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διατυπώνεται ότι ένας βασικός λόγος «διαχωρισμού» από το ΚΚΕ αποτελεί το γεγονός ότι «δεν θέτει σαν άμεσο ζήτημα πάλης του εργατικού κινήματος και της αριστεράς τις εθνικοποιήσεις των βασικών τομέων της οικονομίας». Εδώ αποκαλύπτεται σε όλη της την έκταση η σύγχυση που συστηματικά καλλιεργείται για το χαρακτήρα που έχουν οι άμεσοι στόχοι πάλης του εργατικού – λαϊκού κινήματος και της σχέσης τους με τους στρατηγικούς στόχους της ανατροπής του εκμεταλλευτικού συστήματος και της οικοδόμησης μίας νέας, σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Οι δυνάμεις που υιοθετούν συνειδητά αυτή τη σύγχυση υποτίθεται ότι θέλουν να απαντήσουν στο «κενό» που δημιουργείται ανάμεσα στους στόχους πάλης που ανοίγει σήμερα η ολομέτωπη επίθεση του συστήματος με την προοπτική του κινήματος, της αναμέτρησης και της ανατροπής. Αφήνοντας, με τον τρόπο αυτό, τον καθένα να εννοεί ό,τι θέλει, από κλασικές ρεφορμιστικές αντιλήψεις για τη «μετεξέλιξη» του καπιταλισμού μέχρι δήθεν ριζοσπαστικές θέσεις για «αντιφατικές» κυβερνήσεις και «δυαδικές εξουσίες» που θα μπορούσαν να εφαρμόσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα, ενώ από την άλλη σπέρνουν σοβαρή σύγχυση μέσα στους αγωνιστές που συντάσσονται με αυτούς τους σχηματισμούς και οδηγούνται σε «κριτική υποστήριξη» είτε του ΣΥΡΙΖΑ είτε του ΚΚΕ.
Από τη δική μας πλευρά θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι αναγνωρίζουμε την ύπαρξη αυτού του «κενού» και την ανάγκη να καλυφτεί με ένα «κομμουνιστικό πρόγραμμα», που προϋποθέτει όμως και την ανασυγκρότηση του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας καθώς είναι διαλεκτική η σχέση προγράμματος – κόμματος. Ξεκαθαρίζουμε όμως ταυτόχρονα ότι δεν έχουμε καμία διάθεση να συνεισφέρουμε στην παραπέρα σύγχυση που το μόνο που φέρνει είναι αδιέξοδα, συνέχιση και επανάληψη των προβλημάτων που - είτε αναγνωρίζονται είτε συγκαλύπτονται - είναι μπροστά μας. Με ευθύνη και χωρίς αντιλήψεις περί «επάρκειας» προσπαθούμε να μελετήσουμε τον κόσμο και τη χώρα μας και να συγκροτήσουμε ένα σώμα κατευθύνσεων με βασική πυξίδα την αναγκαιότητα της αναμέτρησης και της ανατροπής του συστήματος της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης σαν την πιο ολοκληρωμένη πρόταση – απάντηση για τα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα στο σημερινό ζόφο και τη βαρβαρότητα.
Επιμένουμε ότι η υπόθεση της ανασυγκρότησης του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και του κομμουνιστικού προγράμματος που θα συνδέσει το σήμερα με την προοπτική συνδέεται άμεσα με την ανασυγκρότηση του εργατικού – λαϊκού κινήματος και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης σαν «τάξης για τον εαυτό της». Μία διαδικασία που συντελείται στα μέτωπα της ταξικής πάλης και του πολιτικού αγώνα καθώς η συγκρότηση της εργατικής τάξης συντελείται κατά βάση στην αντιπαράθεσή της με το κεφάλαιο, αλλά η πολιτική της ηγεμονία στην ελληνική κοινωνία θα πραγματωθεί μέσα από την αντιιμπεριαλιστική πάλη σε όλα τα πεδία.
Το κομμουνιστικό κίνημα και η Αριστερά γεννήθηκαν και υπάρχουν για να υπηρετούν τα δίκια του λαού, όλων των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, για να ανοίξουν το δρόμο της κοινωνικής χειραφέτησης, για την ανατροπή του συστήματος που φέρνει πολέμους, φτώχεια και πανδημίες. Για να γίνει ο εργαζόμενος λαός αφέντης στον τόπο του, χωρίς ιμπεριαλιστές-προστάτες και τους ντόπιους υποτακτικούς τους στο σβέρκο τους.
Δεν υπάρχουν για τον εαυτό τους, την προβολή και την αναπαραγωγή τους. Πολύ περισσότερο, δεν υπάρχουν για να βάζουν εμπόδια στη συγκρότηση της εργατικής – λαϊκής πάλης, να σκορπίζουν αυταπάτες κάθε είδους, να σπέρνουν την ηττοπάθεια και την υποταγή.
Για το ΚΚΕ(μ-λ) αυτή η αφετηριακή θέση αποτελεί οδηγό για τη δράση και τις πολιτικές του πρωτοβουλίες είτε αυτές κινούνται μέσα στον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία είτε αφορούν προτάσεις σε άλλες οργανώσεις της Αριστεράς για κοινή δράση ή μετωπική συγκρότηση. Ιδιαίτερα για τις πρωτοβουλίες μας κοινής δράσης και κινηματικής συμπόρευσης έχουμε κατηγορηθεί «για μία πρόταση κάθε εβδομάδα» από άλλες οργανώσεις που νιώθουν άβολα να είναι παραλήπτες τέτοιων προτάσεων που τους βγάζουν εκτός των δικών τους σχεδιασμών και κατευθύνσεων.
Τα τελευταία 30 χρόνια το ΚΚΕ(μ-λ) δεν κινήθηκε μόνο στην κατεύθυνση της κοινής δράσης, αλλά πήρε πρωτοβουλίες για μια πιο αναβαθμισμένη αριστερή μετωπική συγκρότηση με στόχο την ενίσχυση των δυνάμεων της αναμέτρησης και της ανατροπής σε αντιπαράθεση με το ρεφορμισμό και τις δυνάμεις του συμβιβασμού και της υποταγής μέσα στο εργατικό – λαϊκό κίνημα. Για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάμεων που θα υπηρετήσουν την εργατική – λαϊκή πάλη σε αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική - αντισυνδιαχειριαστική κατεύθυνση.
Τέτοια ήταν η συμμετοχή μας στη συγκρότηση της Μαχόμενης Αριστεράς από το 1993 ώς το 1998, η πρότασή μας για κεντρική μετωπική συνεργασία όλων των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς το 2000 και μία αντίστοιχη το 2007, ενώ η πολιτική μας πρόταση το 2011 για αριστερή μετωπική συνεργασία είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία της Λαϊκής Αντίστασης – Αριστερής Αντιιπεριαλιστικής Συνεργασίας (ΛΑ – ΑΑΣ).
Όλα αυτά τα χρόνια αρνηθήκαμε σταθερά και επίμονα να κάνουμε «εμπόριο ενότητας» για να κερδίσουμε κάποια μικροκομματικά οφέλη και να γίνουμε συμπαθείς ως «ενωτικοί», υιοθετώντας κάθε είδους λαθεμένη άποψη και αυταπάτη είτε αυτό είχε να κάνει με «μεταβατικά προγράμματα» είτε με την «κυβερνώσα αριστερά». Σταθερά και επίμονα προβάλαμε την αναγκαιότητα της συγκρότησης της μαζικής εργατικής – λαϊκής πάλης είτε μέσα από την υπεράσπιση κατακτήσεων είτε μέσα από τη διεκδίκηση δικαιωμάτων για τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία, στη δουλειά, τη ζωή, στις ελευθερίες. Μας είναι ξεκάθαρο ότι οι κατακτήσεις κερδίζονται και χάνονται στο πεδίο της ταξικής πάλης και όχι σε κυβερνητικά προγράμματα «αντιφατικών» κυβερνήσεων είτε σε σχέδια νόμου στη Βουλή.
Ιδιαίτερα το τελευταίο κρίσιμο διάστημα η οργάνωσή μας πήρε μια σειρά πολιτικές πρωτοβουλίες ενάντια σε κύριες πλευρές της συνολικής επίθεσης των δυνάμεων του συστήματος. Για το νόμο Χρυσοχοΐδη και την απαγόρευση των διαδηλώσεων, τον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη, τα 70 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, τη συμφωνία για την παραμονή και την επέκταση των αμερικανατοϊκών βάσεων στη χώρα μας, τον πόλεμο στην Ουκρανία με καταγγελία της ιμπεριαλιστικής εισβολής της Ρωσίας και των εμπρηστών του πολέμου Αμερικάνων και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, πρωτοβουλίες ενάντια στην ακρίβεια και τις ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά επιβίωσης για το λαό.
Όλες οι παραπάνω πρωτοβουλίες κοινής δράσης και κινηματικής συμπόρευσης είχαν στον πυρήνα τους την άποψη της συγκέντρωσης δυνάμεων πάλης στα βασικά μέτωπα όπου εκδηλώνεται με ασυγκράτητη σφοδρότητα η επίθεση κυβέρνησης, κεφαλαίου, ιμπεριαλιστών. Όλες αυτές οι κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες εκτός των άλλων αποδεικνύουν ότι το ΚΚΕ(μ-λ) παρά τις σημαντικές πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές που έχει με άλλες οργανώσεις του αριστερού εξωκοινοβουλευτικού χώρου δεν διαγράφει τη σημασία που έχει η άθροιση και η συγκέντρωση δυνάμεων για την ενίσχυση της πάλης του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Αλλά επιμένει να ενισχύει αυτή την κατεύθυνση παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια που μπαίνουν και έχουν σαν αποτέλεσμα κινητοποιήσεις κάτω από το επίπεδο που απαιτούν οι καιροί.
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι, παρά τους δυσμενείς πολιτικούς – ταξικούς συσχετισμούς τόσο μέσα στην εργατική τάξη, στη νεολαία όσο και στο λαό γενικότερα, γεννιούνται σημαντικές κινητοποιήσεις αντίστασης και διεκδίκησης, αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτό ότι και διαθέσεις υπάρχουν και διαθεσιμότητα για συμμετοχή σε αγώνες υπάρχει. Δεν έχει καταφέρει το σύστημα να επιβάλει «σιγή νεκροταφείου» στο λαό και τη νεολαία στο πέρασμα της αντιλαϊκής – αντεργατικής πολιτικής, στην υποτέλεια στους ιμπεριαλιστές, στο κτύπημα των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, δεν έχει γίνει η ανημπόρια και η ηττοπάθεια καθολικό φαινόμενο παρά τις προσπάθειες των συστημικών δυνάμεων να τις επιβάλουν.
Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο για την οικοδόμηση όρων μαζικού κινήματος που μπορεί να δημιουργήσει ρωγμές στο τείχος της επίθεσης και να φέρει νίκες για τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία. Ανεξάρτητα από την εκλογική παρουσία στις επικείμενες κοινοβουλευτικές εκλογές – όποτε αυτές γίνουν – το ζήτημα των κοινών πρωτοβουλιών στα μέτωπα πάλης παραμένει επείγον και δεν μπορεί να κρίνεται ανάλογα με τις εκλογικές συνεργασίες που θα διαμορφωθούν αλλά με βάση την όξυνση της επίθεσης από τη μεριά των δυνάμεων του συστήματος.
Το ΚΚΕ(μ-λ) θα συνεχίσει με επιμονή και αποφασιστικότητα να παίρνει πρωτοβουλίες κοινής δράσης και κινηματικής συμπόρευσης, για την ενίσχυση του μετώπου αντίστασης και διεκδίκησης του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας, για να δυναμώσει η κατεύθυνση της αναμέτρησης ενάντια στις δυνάμεις του συστήματος.