Τρία χρόνια μετά την «εκπαραθύρωση» της Μέι από την Ντάουνινγκ Στριτ με εσωκομματική ανταρσία, που του άνοιξε το δρόμο για την εξουσία, ο Τζόνσον βρέθηκε και αυτός στην ίδια θέση. Ο Τζόνσον, που ως ο ηγέτης των Συντηρητικών, τεσσεράμισι χρόνια μετά το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016, κατόρθωσε να υλοποιήσει την εντολή των ψηφοφόρων για το Brexit, κερδίζοντας τις εκλογές της 31ης Ιανουαρίου του 2020 με το σύνθημα «Να τελειώσουμε το Brexit» και με 43,6% (το υψηλότερο ποσοστό που έχουν πάρει οι Συντηρητικοί από την πρώτη εκλογή της Θάτσερ το 1979), εξαναγκάζεται σε παραίτηση.
Η προσχηματική αφορμή για την «εσωκομματική εξέγερση» ήταν ένα ακόμη σκάνδαλο κυβερνητικού αξιωματούχου που πήγε να καλύψει ο Τζόνσον. Οι μαζικές παραιτήσεις 59 μελών της κυβέρνησης που ακολουθούν καθιστούν τη παραίτησή του μονόδρομο. Οι διεργασίες στο κόμμα των Τόρηδων για την απομάκρυνση του Τζόνσον ξεκινούν σχεδόν με τη λήξη της μεταβατικής περιόδου του Brexit, πριν από ενάμιση χρόνο. Ως εργαλεία γι’ αυτό το σκοπό αναδεικνύονται διάφορα σκάνδαλα. Ωστόσο, επιδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία πρέπει να καθυστέρησαν πρακτικά τις σημερινές εξελίξεις.
Έχουμε λοιπόν σε εξέλιξη εσωκομματικές διαδικασίες που θα οδηγήσουν στην ανάδειξη του νέου ηγέτη των Συντηρητικών στο συνέδριο στις 5 Σεπτεμβρίου και ταυτόχρονα τον νέο πρωθυπουργό. Από τους συνολικά οχτώ επίδοξους ηγέτες των Τόρις, έμεινα τέσσερις και σε λίγες μέρες θα ξέρουμε την τελική δυάδα. Πάντως το ένα πρόσωπο της τελικής δυάδας αφορά τον πρώην υπουργό Οικονομικών, Σούνακ, η επικράτηση του οποίου σημαίνει, σύμφωνα με διάφορες αναλύσεις, νέα εσωκομματική κρίση. Πράγμα που θα ενισχύσει το ενδεχόμενο προσφυγής στις κάλπες, που τώρα δεν τις βλέπει κανείς.
Στη πραγματικότητα δεν έχουμε απλά μια κυβερνητική κρίση στη Βρετανία, αλλά ευρύτερη πολιτικοκοινωνική κρίση που σχετίζεται με στρατηγικούς προσανατολισμούς και στόχους στην μετά Brexit εποχή, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Η αποπομπή Τζόνσον συμπυκνώνει τα αδιέξοδα της βρετανικής αστικής τάξης από την απομυθοποίηση της μετα-Brexit πραγματικότητας, που ξεκίνησε τόσο θριαμβευτικά το 2019. Από την άποψη αυτή, τα κρίσιμα προβλήματα δεν αφορούν τόσο το πεδίο της εφαρμογής του Brexit, όπως το αντιμετώπισε η κυβέρνηση Τζόνσον και που δείχνουν να οξύνονται με το τέλος της μεταβατικής περιόδου, όσο τον εγκλωβισμό της Βρετανίας σε πορεία ρήξης με την ΕΕ που δεν έχει λήξει με την ολοκλήρωση της εξόδου.
Αρχές του Ιούνη η βρετανίδα υπουργός Εξωτερικών, Τρας, ανακοίνωσε ότι το Λονδίνο θα σταματήσει να εφαρμόζει κάποιους από τους όρους της εμπορικής συμφωνίας με την ΕΕ. Σε απάντηση η Κομισιόν από τις 15 Ιούνη ξεκίνησε «διαδικασία κατά του Ηνωμένου Βασιλείου για μη συμμόρφωση με σημαντικά τμήματα του πρωτοκόλλου για τις Ιρλανδία/Βόρεια Ιρλανδία».
Είχαν προηγηθεί οι εκλογές της 10ης Μαΐου στη Β. Ιρλανδία όπου η πλειοψηφία των ψηφοφόρων επέλεξε κόμματα που ζητούν τροποποιήσεις μέσα στα όρια της υπάρχουσας συμφωνίας και όχι έξω από αυτά. Γενικότερα, ο βρετανικός λαός σήμερα μοιάζει να είναι πιο διχασμένος από ποτέ. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, έξι στους δέκα Βρετανούς θεωρούν ότι το Brexit λειτούργησε αρνητικά ή ότι δεν λειτούργησε όπως αναμενόταν.
Όπως και να το δει κανείς, η Βρετανία πρωταγωνιστούσε στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και μετρούσε ως σημαντικό μέγεθος στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Σήμερα δείχνει να μην μπορεί να διατυπώσει μια εναλλακτική στρατηγική για τη μετά Brexit θέση της χώρας τόσο στους ευρωπαϊκούς όσο στους παγκόσμιους συσχετισμούς (αδυναμία που δεν φάνηκε ιδιαίτερα και λόγω του ότι τα «οντολογικά» προβλήματα της ΕΕ διογκώνονται).
Μήπως όμως η αποπομπή Τζόνσον θα σημάνει την έναρξη μια νέας ευρωπαϊκής διαδρομής; Ο παλαίμαχος και πολύπειρος πολιτικός Χέζελταϊν (αναπληρωτής πρωθυπουργός επί Θάτσερ), όπως και πολλοί άλλοι, το πιστεύει. Το ενδιαφέρων επίσης εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα αποσχιστικά κινήματα/κόμματα σε Σκωτία και Β. Ιρλανδία, που κυριαρχούν στα τοπικά κοινοβούλια, συνδέουν πλέον την πολιτική τους με φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό. Αλλά και ο αγγλικός Νότος (δημοσκοπικά) απομακρύνεται από τους Συντηρητικούς και υπερψηφίζει τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, δηλαδή το τρίτο κόμμα της χώρας το οποίο προβάλλει ξεκάθαρα φιλοευρωπαϊκή ατζέντα.
Και από την άλλη πλευρά της Μάγχης πρέπει να υπάρχουν ανάλογες προσεγγίσεις. Ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο επικεφαλής της ΕΕ για τις διαπραγματεύσεις του Brexit, εκτιμά ότι… «η αποχώρηση του Τζόνσον ανοίγει μια νέα σελίδα στις σχέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο». Βέβαια δεν είναι και τόσο προφανές ότι ανοίγεται μια «νέα σελίδα» στις σχέσεις Βρετανίας και ΕΕ. Ανατράπηκε ο Τζόνσον, όχι το πολιτικό σκηνικό. Έτσι, όποιος και να συνεχίσει στον πρωθυπουργικό θώκο θα έχει περιορισμένα περιθώρια πρωτοβουλιών, αφού και η επόμενη κυβέρνηση θα είναι προφανώς μια κυβέρνηση του Brexit.
Κατά συνέπεια, όσοι θεωρούσαν ότι αυτό που μετρά είναι οι πολιτικές και όχι τα πρόσωπα δεν πανηγύρισαν το τέλος του Τζόνσον. «Αυτό που θα ακολουθήσει ενδεχομένως να είναι ακόμα χειρότερο», έγραφε ο διευθυντής σύνταξης του Independent. Σε τέτοιες συνθήκες, είναι αμφίβολο αν η ιδέα των πρόωρων βουλευτικών εκλογών, ως επιλογή των συστημικών κέντρων, μπορεί να δώσει άμεση εκτόνωση. Υπάρχει ακόμα μία σκοτεινή και δύσκολα ανιχνεύσιμη πλευρά του μηνύματος του δημοψηφίσματος του 2016. Η αναβίωση και η ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού που οδήγησε στο Brexit σε ποιο βαθμό περιείχε και την αντισυστημική ψήφο ως αμφισβήτηση της πολιτικής κληρονομιάς της «σιδηράς κυρίας» και των όποιων παραλλαγών της μέχρι σήμερα;
Η ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ, με αφορμή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, πιεστική και αναγκαστική για τους άλλους Ευρωπαίους, αποτέλεσε ενθουσιώδη επιλογή για τη βρετανική κυβέρνηση. Ο Τζόνσον νόμισε πως βρήκε την ευκαιρία να επιστρέψει στη γηραιά ήπειρο θεωρώντας ότι είναι ντυμένος με την παλιά αίγλη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας! Η σημερινή εξέλιξη δείχνει τελείως άλλα πράγματα. Είναι φανερό πλέον πως σε ζητήματα στρατηγικής οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές είναι σε μετάβαση και σε μια απρόβλεπτη πορεία, πράγμα που σίγουρα επηρεάζει ένα ευρύ φάσμα παραμέτρων τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και απέναντι στη Μόσχα.
Και τώρα τι θα γίνουμε «χωρίς βαρβάρους» (Ευρωπαίους), μοιάζει να αναρωτιέται η αστική τάξη της Βρετανίας, στο φόντο μιας πολύπλευρης κρίσης που χαρακτηρίζεται ως η χειρότερη από το 1945. Μάλιστα ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μπλερ, την όρισε ως ένα από τα πιο σημαντικά σημεία καμπής εδώ και αιώνες, συμπληρώνοντας πως… «η Δύση προφανώς δεν βρίσκεται σε άνοδο».
Κοντολογίς, τα πομπώδη συνθήματα του τύπου Global Britain δεν είχαν ανάλογη συνέχεια και κατά συνέπεια η Βρετανία, το ευρωπαϊκό μέρος του «σκληρού πυρήνα» της Διατλαντικής Σχέσης, (τη στιγμή που όλα δείχνουν πως η σύγκρουση με τη Ρωσία και ο ανταγωνισμός με την Κίνα κορυφώνονται) εισέρχεται σε μια μεταβατική περίοδο αβεβαιότητας, που ενδεχομένως να την ενισχύσει μια αποδυναμωμένη πολιτική ηγεσία.
ΧΒ