Πραγματικά το βράδυ της Τρίτης 15 Νοεμβρίου, οι λαοί σε όλο τον πλανήτη κρατούσαν την ανάσα τους, για να δουν πως θα εξελιχθεί το γεγονός με την πτώση πυραύλου μέσα στην Πολωνία που σκότωσε δύο ανθρώπους. Τα ερωτηματικά γύρω από την ταυτότητα του πυραύλου άνοιγαν την πόρτα στα πιο ζοφερά σενάρια: σε μια μεγάλης κλίμακας επιδείνωση των σχέσεων της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ, με απρόβλεπτη συνέχεια. Το περιστατικό αυτό κατέδειξε και στους πιο δύσπιστους τα όρια που αγγίζει η πολεμική σύγκρουση στις ουκρανικές πεδιάδες και την οποία στο προηγούμενο άρθρο μας περιγράφαμε σαν «ματωμένη πορεία σε τεντωμένο σχοινί»!
Αυτή η πορεία είναι πλήρως επικίνδυνη και εκρηκτική, μιας και την ίδια στιγμή που όλες οι πλευρές της σύγκρουσης γνωρίζουν ότι το «μπροστά» μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση την ύπαρξη όλων, ταυτόχρονα κανείς τους δεν θέλει να «κάνει πίσω», ώστε να μην καταγράψει ήττα που θα έχει συνέπειες για το μέλλον (του). Έτσι, αυτή την πορεία την χαρακτηρίζουν δύο αντιφατικά αλλά και ερμηνεύσιμα στοιχεία: από τη μια έχουμε την κλιμάκωση της βαρβαρότητας και της έντασης του πολέμου και από την άλλη την ενεργοποίηση μηχανισμών και διαδικασιών για να ανοίξει ο δρόμος για διαπραγματεύσεις, που όμως δεν φαίνονται στον ορίζοντα, εκτός και αν οι τελευταίες εξελίξεις καταστούν ικανές να επιταχύνουν τον πολιτικό χρόνο.
Η αποχώρηση από τη Χερσώνα
Λίγες μέρες πριν, στις 11/11 οι ρωσικές δυνάμεις αποχωρούσαν αιφνιδιαστικά από την περιοχή της Χερσώνα και την ομώνυμη πρωτεύουσά της, που είχαν καταληφθεί στις πρώτες μέρες της εισβολής. Η αποχώρηση αυτή αποτέλεσε -αν δεν υιοθετήσουμε την αδύναμη εκδοχή της απόσυρσης για να ανοίξει ο δρόμος για διαπραγματεύσεις - μια ήττα του ρωσικού στρατού (την μεγαλύτερη έως τώρα), που υποτίθεται το προηγούμενο διάστημα προσπαθούσε να δημιουργήσει με κέντρο την πόλη της Χερσώνα έναν σημαντικό αμυντικό φραγμό στην προέλαση των ουκρανικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να προσπεραστεί -πολιτικά και στρατιωτικά- το γεγονός ότι εγκαταλείφθηκε μια από τις πρόσφατες προσαρτημένες στη Ρωσική Ομοσπονδία περιοχές.
Με βάση τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, θεωρούμε ότι στην απόφαση της αποχώρησης συνέτρεξαν μερικοί βασικοί λόγοι σε συνδυασμό μεταξύ τους. Το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των ρωσικών δυνάμεων (και ενώ οι εφεδρείες δεν είχαν φτάσει ακόμα) και των πολλαπλάσιων δυνάμεων που σώρευε διαρκώς το καθεστώς του Κιέβου με τη δυτική βοήθεια, παρά το πραγματικό γεγονός των βαριών απωλειών που είχε αυτό για κάθε μέτρο εδάφους που επανακατακτούσε. Η ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία ανεφοδιασμού των ρωσικών στρατευμάτων μετά την καταστροφή όλων των γεφυρών στον Δνείπερο, με κίνδυνο αυτά να αναγκάζονταν σύντομα να αποχωρήσουν υπό πίεση, αφήνοντας πίσω εξοπλισμό αλλά και πολλούς νεκρούς στρατιώτες. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να επαναληφθεί η ταπείνωση-υποχώρηση από την περιοχή του Χάρκοβο. Η πάντα υπαρκτή πιθανότητα καταστροφής του φράγματος της Νόβα Κάκοβκα στον Δνείπερο από τις ουκρανικές δυνάμεις, που θα είχε σαν αποτέλεσμα να πλημμυρίσει η περιοχή και τα αποκομμένα ρωσικά στρατεύματα να γίνουν εύκολη λεία για τις πολλαπλάσιες ουκρανικές δυνάμεις. Όπως και να έχει, η ρωσική αποχώρηση έδωσε άλλον αέρα στις ΗΠΑ και τη Δύση, που εξόπλιζαν με τρελούς ρυθμούς τα στρατεύματα του Κιέβου και τα καθοδηγούσαν σε πραγματικό χρόνο μέσω δορυφόρων και βοηθούσαν με «συμβούλους» και «εθελοντές» επί του πεδίου. Όπως επίσης έκανε ακόμα πιο θρασεία την τυχοδιωκτική κλίκα του Ζελένσκι. Στη Ρωσία έδωσε αντικειμενικά τη δυνατότητα να ρίξει μέρος αυτών των δυνάμεων στο μέτωπο του Ντονμπάς.
Η ρωσική «απάντηση»
Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός δεν άργησε να απαντήσει, ώστε να υπογραμμίσει ποιος εξακολουθεί να είναι ο κυρίαρχος στην πολεμική αυτή σύγκρουση, αλλά και για να στείλει ένα διπλό μήνυμα σε ΗΠΑ και Δύση: πως δεν θα διστάσει να γυρίσει την Ουκρανία μισό ή και ολόκληρο αιώνα πίσω, εάν οι δυνάμεις αυτές εξακολουθούν να στηρίζουν την επιλογή της έντασης.
Με αλλεπάλληλες και μαζικές πυραυλικές επιθέσεις, στους υδροηλεκτρικούς και θερμοηλεκτρικούς σταθμούς που βρίσκονται στα εδάφη που ελέγχει το Κίεβο, η ικανότητα παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στις πόλεις και τα χωριά της Ουκρανίας έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 50%! Ήδη οι ουκρανικές αρχές συζητούν ακόμα και για εκκένωση της πρόσφατα καταληφθείσας Χερσώνα και του Μικολάιβ, ενώ στο Κίεβο και στο Λβιβ γίνονται εκκλήσεις σε όσους μπορούν να φύγουν στο εξωτερικό να το πράξουν άμεσα!
Μάλιστα μια νέα μαζική πυραυλική επίθεση στις 23/11 έθεσε εκτός λειτουργίας όλους τους πυρηνικούς σταθμούς της χώρας και τους περισσότερους θερμοηλεκτρικούς, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται μεγάλο πια πρόβλημα ηλεκτροδότησης και παροχής πόσιμου νερού στις μεγάλες πόλεις της χώρας και σε εκτεταμένες περιοχές της ουκρανικής επικράτειας. Χαρακτηριστικό της έκτασης της καταστροφής είναι το γεγονός πως στη Μολδαβία και την Υπερδνειστερία, που συνδέονται με το ουκρανικό ηλεκτρικό δίκτυο, παρουσιάστηκαν μαζικά και πολύωρα black out.
Ταυτόχρονα με αυτές τις καταστροφικές πυραυλικές επιθέσεις, η Ρωσία έχει εντείνει την πίεση στα μέτωπα του Ντονμπάς, καταλαμβάνοντας οικισμούς-φρούρια, που αποτελούσαν κομβικά σημεία της νότιας αμυντικής γραμμής του Κιέβου και τα οποία διεκδικούσε τρεις μήνες τώρα.
Πύραυλος, μυστικές συνομιλίες και διαπληκτισμοί Μπάιντεν-Ζελένσκι
Η πτώση του -τελικά ουκρανικού- πυραύλου στο πολωνικό έδαφος, κατά τη διάρκεια των πιο μαζικών ρωσικών πυραυλικών επιθέσεων, δημιούργησε για μερικές ώρες ένα παγκόσμιο θρίλερ. Η Πολωνία ζήτησε την ενεργοποίηση του άρθρου 4, που προβλέπει τη σύσκεψη των χωρών μελών του ΝΑΤΟ, για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει απειλή σε κράτος- μέλος της ατλαντικής συμμαχίας. Οι ξεσαλωμένες από αντιρωσισμό ηγεσίες των Βαλτικών χωρών έσπευσαν να καταδικάσουν τη Ρωσία, ενώ πρώτα απ’ όλους ο προβοκάτορας και τυχοδιώκτης Ζελένσκι, αφού προεξόφλησε την ενοχή της Ρωσίας, ζητούσε επιμόνως απάντηση από το ΝΑΤΟ. Η Ρωσία δήλωσε πως ο πύραυλος δεν είναι δικός της και κατήγγειλε ως προβοκάτσια τις αιτιάσεις Κιέβου και Βαλτικών. Τα αμερικανικά επιτελεία πήραν φωτιά, το Στέητ Ντηπάρτμεντ οριοθέτησε από την αρχή τη στάση των ΗΠΑ δηλώνοντας πως γίνεται έρευνα για το συμβάν και ο Μπάιντεν δήλωσε τελικά πως τα στοιχεία που έχουν οι ΗΠΑ δείχνουν πως ο πύραυλος ήταν της ουκρανικής αεράμυνας. Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο πως ο Μπάιντεν αναγκάστηκε να βάλει στη θέση του τον Ζελένσκι, ο οποίος επέμεινε (άραγε με προτροπή ποιων κέντρων) στην εκδοχή του ρωσικού πυραύλου.
Αυτά την ίδια ώρα που μια σειρά εξελίξεις πιστοποιούσαν πως βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία αναζήτησης ενός νέου ορίου, ανίχνευσης των περιθωρίων για μια επαναφορά των διαπραγματεύσεων.
Στην Άγκυρα διεξάγονταν συνομιλίες των μυστικών υπηρεσιών ΗΠΑ και Ρωσίας (CIA και SVER αντίστοιχα) με αντικείμενο την αποφυγή της πυρηνικής απειλής, αλλά με ουσιαστικό επίδικο το ουκρανικό ζήτημα. Ήδη έχουν προγραμματιστεί οι συνομιλίες ΗΠΑ και Ρωσίας στο Κάιρο για την ανανέωση της Συνθήκης «New Start», που αφορά στον έλεγχο των στρατηγικών και των πυρηνικών όπλων, με τη Ρωσία να δηλώνει ανοιχτή σε νέες συναντήσεις με την άλλη πλευρά «για τη διεθνή σταθερότητα».
Παράλληλα, οι New York Times εκτιμούσαν ότι η αμερικανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία είναι διχασμένη. Ο αρχηγός του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ, θεωρεί ότι οι ΗΠΑ πρέπει να πιέσουν το Κίεβο ώστε να γυρίσει στο τραπέζι των συζητήσεων και εκεί να κεφαλαιοποιήσει τα κέρδη του τελευταίου διαστήματος. Αυτή του η θεώρηση μάλλον απορρέει από την εκτίμηση που κάνει ο ίδιος και σύμφωνα με την οποία «η πιθανότητα μιας ουκρανικής στρατιωτικής νίκης σύντομα, δεν είναι μεγάλη». Άλλοι Αμερικάνοι αξιωματούχοι δεν θεωρούν πως είναι η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο και πως σ’ αυτή τη φάση τον λόγο εξακολουθούν να έχουν τα όπλα. Επίσης, ενδεικτικό των συζητήσεων στην κορυφή του αμερικανικού κατεστημένου είναι η υιοθέτηση από τους ΝΥΤ του βίντεο που δείχνει Ουκρανούς στρατιώτες να εκτελούν Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου, αλλά και το μπαράζ των επιθέσεων στο πρόσωπο του Ζελένσκι από αρκετά αμερικανικά ΜΜΕ, καθώς και την προβολή του στρατηγού Ζαλούνσκι από τους Financial Times. Πάντως επί του παρόντος η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ζητήσει την έγκριση επιπλέον 37,7 δισ. δολαρίων (!) για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο.
Στον ίδιο καμβά πρέπει να προσμετρηθούν και οι εντεινόμενες δυσαρέσκειες Κίνας αλλά και Ινδίας, από τη συνέχιση του πολέμου, γεγονός που «μετράει» στις σκέψεις, τους διχασμούς και τα διλήμματα των βασικών πρωταγωνιστών της σύγκρουσης αυτής.
Φυσικά, πολύ περισσότερο ζορισμένες είναι οι καταστάσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Γερμανία, όπως γράφει το Spiegel επικαλούμενο απόρρητη έκθεση του υπουργείου Άμυνας, αναπροσανατολίζεται στρατηγικά στο ενδεχόμενο άμεσης αντιπαράθεσης με τη Ρωσία (!) την ίδια στιγμή που δεν χάνει ευκαιρία να θέτει υπογείως το ζήτημα ενός συμβιβασμού. Η γαλλική Le Monde προειδοποιεί για την εξάντληση του οπλοστασίου των Δυτικών, και της Γαλλίας φυσικά, υποστηρίζοντας ότι αυτό «ισχύει ιδιαίτερα για τις ΗΠΑ οι οποίες έχουν παραδώσει περίπου τα δύο τρίτα της συνολικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία». Γι’ αυτό καθόλου τυχαία ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός Τζόνσον, θιασώτης της σκληρής γραμμής, αναφερόμενος στις πρώτες αντιδράσεις των Δυτικών στη ρωσική εισβολή, «κάρφωσε» τους Γαλλογερμανούς. Υποστήριξε ότι η Γαλλία «ήταν σε άρνηση της πραγματικότητας» μέχρι να αρχίσει η εισβολή και κατηγόρησε τη γερμανική κυβέρνηση ότι προτιμούσε μια γρήγορη ήττα της Ουκρανίας, προκειμένου να αποφευχθεί μία μαζική και μακρά σύγκρουση! Για να διαπιστώσει με … ανακούφιση, πως όλα άλλαξαν γρήγορα καθώς η εισβολή συνεχίζονταν.
Αντί επιλόγου
Κλείνουν εννιά μήνες αιματοχυσίας στην Ουκρανία, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι τελευταίες λέξεις. Ένα ερωτηματικό συνεχίζει να πλανιέται πάνω από την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο: πότε θα μιλήσουν οι λαοί;