Έντονη πολιτική αντιπαράθεση έχει προκαλέσει η νομοθετική ρύθμιση που αναμένεται να καταθέσει προς ψήφιση στη Βουλή η ΝΔ σχετικά με τις προϋποθέσεις συμμετοχής των κομμάτων στις βουλευτικές εκλογές. Ομολογημένος στόχος της κυβέρνησης είναι να «μπλοκάρει» την κάθοδο του κόμματος του Κασιδιάρη, ο οποίος έχει κριθεί πρωτόδικα ένοχος για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Και αν αυτή είναι μία (μισή;) πλευρά του ζητήματος, δεδομένου ότι οι «ΕΛΛΗΝΕΣ» καταγράφουν υψηλά εκλογικά ποσοστά και η ΝΔ παλεύει να προσεταιριστεί μερίδες του ακροδεξιού ακροατηρίου, σίγουρα δεν είναι η βασική...
Αρχικά, ως προς αυτόν τον «ομολογημένο στόχο», καμία αυταπάτη δεν χωράει σχετικά τις τάχα αντιφασιστικές κι αντιναζιστικές ανησυχίες της κυβέρνησης, όταν η ίδια η Χρυσή Αυγή αποτέλεσε «εφεδρεία» για το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα στη χώρα μας. Δεν μπορούν να λησμονηθούν το ξέπλυμα του φασιστικού μορφώματος επί δεκαετίες, η αποδοχή του στα σαλόνια του αστικού πολιτικού συστήματος, η σχέση του με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους, οι δίαυλοι επικοινωνίας με το πολιτικό σύστημα σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο. Πολλώ, δε, μάλλον να διαγραφούν, λόγω της επιλογής «απόσυρσής» του λίγα χρόνια πριν.
Άλλωστε, η νέα ρύθμιση διευρύνει τα πρόσωπα και τα κόμματα που αποκλείονται από τις εκλογές, φτάνοντας αρκετά… μακριά και πέρα από τους καταδικασθέντες φασίστες/ ναζιστές. Σύμφωνα με αυτή, προκειμένου να λάβει ένα κόμμα μέρος στις βουλευτικές εκλογές, πρέπει, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος του να μην έχει καταδικασθεί σε κάθειρξη για μία σειρά αδικήματα του Ποινικού Κώδικα, ή σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα.
Επίσης, προβλέπεται ότι η οργάνωση και η δράση του κόμματος πρέπει να εξυπηρετεί «την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», λαμβανομένης ιδίως, υπ’ όψιν «τυχόν καταδίκης μελών του κόμματος ή της πραγματικής ηγεσίας του» στα προαναφερόμενα αδικήματα. Στην περίπτωση κατά την οποία το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου κρίνει ότι η οργάνωση και η δράση του κόμματος ΔΕΝ εξυπηρετεί «την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», το ζήτημα παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Έτσι, ανατίθεται στο δικαστικό σώμα η εξουσία να κρίνει αν ένα κόμμα απειλεί ή όχι την «δημοκρατία», ο ουσιαστικός έλεγχος της ιδεολογίας και της πολιτικής του και ο αποκλεισμός του από τη «νομιμότητα».
Σημειωτέον ότι η ρύθμιση προτείνεται την στιγμή που έχει τεθεί το ζήτημα της αναδιάταξης του αστικού πολιτικού σκηνικού της χώρας, ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί τα συσσωρευμένα αδιέξοδα του ντόπιου εξαρτημένου αστικού συστήματος εξουσίας. Η παρόξυνση της γενικευμένης κρίσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, που φτάνει πολλαπλασιασμένη σε μια εξαρτημένη χώρα, οι όλο και πιο αναβαθμισμένες απαιτήσεις εμπλοκής στον πόλεμο της Ουκρανίας από τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά και η όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού αποτελούν για την άρχουσα τάξη της χώρας παράγοντες μιας πρωτόγνωρης περιδίνησης. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί αφενός ότι σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το συμβόλαιο του ‘74 για το «μοίρασμα» της εξάρτησης ανάμεσα σε Αμερικάνους και Ευρωπαίους υφίσταται νέες αναταράξεις, με τη χώρα γίνεται πεδίο ενός άγριου ανταγωνισμού των κάθε λογής κέντρων των «προστατών», αφετέρου ότι στη βάση της κρίσης και της αντιλαϊκής επίθεσης, τα μικρά και μεσαία στρώματα είναι δεδομένο ότι θα βυθιστούν περισσότερο στη φτώχεια, με τους όποιους κινδύνους εκρήξεων συνεπάγεται κάτι τέτοιο για την ντόπια αστική τάξη.
Οι ιμπεριαλιστές δεν θα ήθελαν σε καμία περίπτωση την «επανάληψη» μιας συνθήκης παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας και κατακερματισμού του πολιτικού προσωπικού, όπως αυτή που παρήγαγε στο παρελθόν το 2010-12. Γι’ αυτό, την στιγμή που οι δύο βασικοί πυλώνες ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ στηρίζονται και προετοιμάζονται για τη διεκδίκηση των ηνίων της κυβέρνησης, ενώ πρόθυμη για κάθε πιθανή χρήση εμφανίζεται και η εφεδρεία του ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ θέτει ευθέως και συνολικά για το σύστημα το ζήτημα της «πολιτικής νομιμοποίησης»: ποια κόμματα/ πρόσωπα θα δικαιούνται να «απευθύνονται» στον λαό και να παίζουν ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας;
Στο φόντο της ρευστότητας, της αστάθειας και της αβεβαιότητας του αστικού πολιτικού σκηνικού, η ΝΔ προσβλέπει, επομένως, σε αξιοποίηση, εκλογική και μη, των ακροδεξιών φωνών, ως συνέχεια της αντιλαϊκής, αντεργατικής, ρατσιστικής και κατασταλτικής πολιτικής της. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η απεχθής επιχείρηση ξεπλύματος της μοναρχίας που εκδηλώθηκε στα αστικά ΜΜΕ πριν λίγες βδομάδες, με αφορμή τον θάνατο και την κηδεία Γκλύξμπουργκ, που κλείνει το μάτι στους νοσταλγούς της βασιλείας και της χούντας. Συγχρόνως, η επιχείρηση εκρίζωσης από τη λαϊκή συνείδηση των λαϊκών κατακτήσεων και αγώνων, της ιστορίας του κινήματος και της Αριστεράς.
Με το γενικότερο ερώτημα της «πολιτικής νομιμότητας», ωστόσο, η κυβέρνηση κυρίως αναβαθμίζει τη φασιστικοποίηση στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο των εκλογών. Στήνει ένα αντιδραστικό προεκλογικό σκηνικό και κατασκευάζει ψεύτικα διλήμματα για τη χειραγώγηση του λαού και της νεολαίας. Οχυρώνει πιο αποτελεσματικά τους μηχανισμούς και τους θεσμούς του κράτους, ώστε να μπορέσει να στραφεί ενάντια στον βασικό εχθρό, τον λαό και την εργατική τάξη. Αμφισβητεί τη δυνατότητα λόγου, παρέμβασης και συμμετοχής στις κάλπες όχι μόνο στην Αριστερά, αλλά σε καθέναν που αντιτίθεται στην κυρίαρχη πολιτική της εξάρτησης, του ΝΑΤΟ, της «τουρκοφαγίας», της επίθεσης.