Απ’ τις εκλογές του καλοκαιριού και μετά, η επίθεση της κυβέρνησης στο δικαίωμα του λαού στην περίθαλψη και στα δικαιώματα των εργαζομένων στα νοσοκομεία έχει ανεβάσει στροφές. Μπορεί η αιχμή της επίθεσης να είναι τα απογευματινά χειρουργεία, ωστόσο δεν υπολείπονται σε σημασία και τα υπόλοιπα μέτρα.
Ένα μέτωπο που έχει ανοίξει με καταιγισμό μέτρων είναι αυτό του φαρμάκου. Η δήλωση του υπουργού ότι 3 στα 4 ογκολογικά φάρμακα συνταγογραφούνται άσκοπα, είναι αποκαλυπτική για τις προθέσεις της κυβέρνησης. Τι πρέπει να συμπεράνει ο πολίτης; Ότι είναι καθήκον της κυβέρνησης να περιορίσει αυτή τη συνταγογράφηση για να μην υπάρχουν «άσκοπα» έξοδα. Να περιμένουμε λοιπόν μέτρα περιορισμού της πρόσβασης σε τέτοια (και άλλα) φάρμακα.
Εκτός, όμως, απ’ τον περιορισμό της πρόσβασης, η κεντρική ιδέα είναι: ο λαός να πληρώνει περισσότερα. Με την έναρξη της χρονιάς είχαμε τις νέες «ασφαλιστικές τιμές», δηλαδή το ποσό που αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ, ενώ τη διαφορά ασφαλιστικής και εμπορικής τιμής τη χρεώνεται ο ασθενής. Αυτό οδήγησε σε άμεση εκτόξευση του μηνιαίου κόστους αγοράς φαρμάκων και γέννησε αντιδράσεις, ακόμα κι απ’ τους φαρμακοποιούς, που γίνονταν αποδέκτες των παραπόνων των πελατών τους. Η παρέμβαση του υπουργείου να μειώσει, σ’ ένα ποσοστό, την επιβάρυνση, έγινε για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους, με τους φιλοκυβερνητικούς εκπροσώπους των φαρμακοποιών να λιβανίζουν την ηγεσία του υπουργείου για την «άμεση αντίδραση». Φυσικά είναι αφελές να πιστεύει κάποιος ότι το υπουργείο δεν είχε γνώση των αυξήσεων που θα προκαλούνταν απ’ τις αποφάσεις αυτές. Ή ότι, στην εποχή που η ακρίβεια στραγγίζει τα εισοδήματα του λαού, είναι αμελητέα οποιαδήποτε αύξηση στο κόστος ειδών πρώτης ανάγκης όπως είναι τα φάρμακα. Ιδιαίτερα δε στις περιπτώσεις που η αγορά του φθηνότερου φαρμάκου δεν είναι δυνατή, κυρίως λόγω ελλείψεων, η επιβάρυνση μπορεί να φτάνει τις δεκάδες ευρώ. Κι ενώ θα αποφέρει πάνω από 40 εκατομμύρια (όπως υπολογίζουν) στα κρατικά ταμεία, οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι τα φαρμακευτικά μονοπώλια, που θα ωφεληθούν με μείωση της «υποχρεωτικής επιστροφής» (το γνωστό clawback), πολλών δεκάδων (ίσως και εκατοντάδων) εκατομμυρίων.
Στη συνέχεια, αφού άρθηκε η απαγόρευση εξαγωγών που υποχρέωνε τις φαρμακευτικές εταιρίες να στοκάρουν φτηνά ευρείας χρήσης σκευάσματα ώστε να μην παρατηρούνται ελλείψεις, (τι έκπληξη!) εμφανίστηκαν ελλείψεις. Και ο υπουργός δήλωσε: «ένας κύριος λόγος έλλειψης φαρμάκων είναι οι χαμηλές τους τιμές» . Φυσικά, γιατί το κεφάλαιο προφανώς θ’ αναζητήσει τις αγορές με τις πιο συμφέρουσες τιμές, αδιαφορώντας για τις ανάγκες των ασθενών. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση έβγαλε απ’ το μανίκι της τον άσο που θα λύσει το πρόβλημα: τα φτηνά φάρμακα να μην είναι τόσο φτηνά. Έτσι κάθε εταιρία μπορεί πρώτα να ζητήσει να βγάλει τα φτηνά φάρμακα απ’ τη συνταγογράφηση («θετική λίστα»), ώστε και ν’ απαλλάσσεται ο ΕΟΠΥΥ απ’ τη συμμετοχή του αλλά και να αυξήσει την τιμή έως και 20%. Δηλαδή ο ασφαλισμένος θα πληρώνει ολόκληρη την αξία και σε υψηλότερη τιμή.
Ταυτόχρονα με τις ρυθμίσεις για τους «ανενεργούς» ΑΜΚΑ, τους «προσωπικούς γιατρούς» (που μπορεί και να αναγκάζεται να πληρώνει ο ασθενής), τα χαράτσια στις εξετάσεις, την ερημοποίηση των κρατικών νοσοκομείων και την εισαγωγή των επί πληρωμή χειρουργείων, δημιουργείται συνολικά ένα δυσοίωνο τοπίο για τη δυνατότητα του λαού να έχει την αναγκαία περίθαλψη.
Δεν αποτελεί πρόβλεψη για το μέλλον αλλά διαπίστωση για το παρόν ότι ο ασθενής, είτε ασφαλισμένος εργαζόμενος είτε συνταξιούχος είτε ανασφάλιστος, πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για ν’ αγοράσει το δικαίωμα στην υγεία.
Και την ίδια στιγμή που τα επί πληρωμή απογευματινά ιατρεία θεωρούνται δεδομένα σε σημαντικό βαθμό και εισάγονται και τα απογευματινά χειρουργεία, το υπό συζήτηση νομοσχέδιο ανοίγει τον δρόμο τόσο για την άσκηση ιδιωτικού έργου απ’ τους νοσοκομειακούς γιατρούς όσο και την είσοδο των ιδιωτών στο κρατικό νοσοκομείο. Μέτρα που μας γυρνάνε πολλές δεκαετίες πίσω, στην εποχή που τα κρατικά νοσοκομεία ήταν ουσιαστικά φτωχοκομεία, εκτός απ’ τις περιπτώσεις που οι ιδιωτικές και οικονομικές σχέσεις γιατρού-ασθενούς έδιναν τη δυνατότητα αξιοπρεπούς περίθαλψης. Απ’ τη μια οι ασθενείς θα ψάχνουν την οικονομικά συμφέρουσα λύση στο πρόβλημα υγείας τους ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα και απ’ την άλλη οι γιατροί θα κυνηγούν πελατεία για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, επιλέγοντας τους ασθενείς με κριτήριο το πορτοφόλι τους.
Η κυβερνητική πολιτική προχωράει την επίθεση ενάντια στον λαό ανοίγοντας ταυτόχρονα πολλά μέτωπα. Λεηλατεί το λαϊκό εισόδημα προς όφελος του κεφαλαίου. Παραδίδει ολοένα και περισσότερα πεδία στην ασυδοσία του κεφαλαίου. Χτυπάει δικαιώματα και καταχτήσεις των εργαζομένων, απ’ το 8ωρο μέχρι το δικαίωμα στην ασφάλιση και την περίθαλψη.
Απέναντι στην κυβερνητική αυτή λαίλαπα, οι αντιδράσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών παραμένουν στο γνωστό από παλιά πλαίσιο των εικονικών αγώνων, των κινητοποιήσεων τύπου περιοδεύοντων καραβανιών. Για το μείζον ζήτημα των επί πληρωμή απογευματινών χειρουργείων είχαμε την προκήρυξη τρίωρης στάσης εργασίας χωρίς προετοιμασία, με αναμενόμενα αποτελέσματα. Δεκάδες συμβασιούχοι είναι στην αναμονή για το αν θα συνεχίσουν να εργάζονται στα νοσοκομεία, καθώς οι συμβάσεις τους έληξαν 30/3. Χιλιάδες εργαζόμενοι εκβιάζονται, έμμεσα αλλά και άμεσα, να συμμετέχουν στην ολοήμερη λειτουργία. Οι αναιμικές αυξήσεις έχουν ήδη εξανεμιστεί απ’ την ακρίβεια και η ΠΟΕΔΗΝ παραπέμπει σε απεργία στις 16 Μάη.
Στο μεταξύ η ΟΕΝΓΕ καλεί τις πρωτοβάθμιες ενώσεις να τη στηρίξουν σε προσφυγή ενάντια στην ΚΥΑ για τα απογευματινά χειρουργεία. Ένα μέτρο που χτυπάει τα βασικά εργασιακά δικαιώματα των γιατρών του ΕΣΥ, όπως ο καθορισμένος χρόνος εργασίας και ξεκούρασης, οι αξιοπρεπείς αποδοχές, και το δικαίωμα του λαού σε δωρεάν περίθαλψη, κατά την ομοσπονδία θ’ απαντηθεί στις αίθουσες των δικαστηρίων από την «αδέκαστη» δικαιοσύνη. Να φανταστούμε ότι οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται στο τιμόνι της ομοσπονδίας δηλώνουν και την εμπιστοσύνη τους στην τρίτη εξουσία και την… αμεροληψία της. Και ταυτόχρονα δηλώνει «σε ετοιμότητα» να παρέμβει σε «περιπτώσεις που παραβιάζεται ή έχει ήδη παραβιαστεί ακόμα και η σχετική ΚΥΑ».
Έτσι, σε μια περίοδο που έχει ξεδιπλωθεί η επίθεση της κυβέρνησης, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, αντί για αγωνιστικές κινητοποιήσεις, προσφεύγουν στα δικαστήρια, υποκλινόμενες στην αστική νομιμότητα και σπέρνοντας αυταπάτες για τον ρόλο των θεσμών του συστήματος. Η μαζική αγωνιστική διεκδικητική πάλη δεν υπάρχει στο οπτικό τους πεδίο. Η πλατιά ενεργοποίηση των χιλιάδων εργαζομένων αυτού του κρίσιμου για τον λαό κλάδου είναι έξω απ’ την πολιτική τους λογική. Ο ρόλος που διεκδικούν, του συμβουλάτορα της κυβέρνησης με «ολοκληρωμένα σχέδια» για τη «διάσωση του ΕΣΥ», δεν αναγνωρίζει στους εργαζόμενους ούτε τη δυνατότητα ούτε την αρμοδιότητα να παλέψουν για τα δικαιώματά τους. Κι αν θέλουν ως έναν βαθμό την παρουσία των εργαζομένων, αυτή περιορίζεται στον ρόλο του «κομπάρσου», που αναμένει τ’ αποτελέσματα των «επαφών» των συνδικαλιστών με κυβερνητικά στελέχη.
Απέναντι σ’ αυτή την κυρίαρχη πολιτική κατεύθυνση βρίσκεται η προοπτική για τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία. Τον αγώνα τους θα τον συγκροτήσουν και θα τον μαζικοποιήσουν στη βάση της υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους. Και με τον λαό στο πλευρό τους, στον αγώνα για ίση, πλήρη και δωρεάν περίθαλψη για όλους.