Στις 1, 2 και 3 Μάρτη, το ΝΑΡ πραγματοποιεί το 5ο Συνέδριό του, ενώ τον περασμένο Δεκέμβρη δημοσιεύτηκαν οι Θέσεις της ΠΕ, ανακοινώνοντας τη συγκρότηση μαζί με την «Πρωτοβουλία για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα» μιας νέας Κομμουνιστικής Οργάνωσης εντός του 2024, σαν το «πρώτο βήμα για ένα νέο Πρόγραμμα και Κόμμα Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης». Σε μια περίοδο πολύ δύσκολη για την εργατική τάξη, τη νεολαία και το λαό, θεωρούμε ότι η συζήτηση-κριτική ανάμεσα σε Οργανώσεις, κοντά στην αναγκαία –κατ’ εμάς- κοινή δράση, είναι μια χρήσιμη διαδικασία για το κίνημα. Μ’ αυτό το πνεύμα θα κάνουμε μια σχετικά περιορισμένη, λόγω χώρου, κριτική τοποθέτηση σε ορισμένες πλευρές των Θέσεων της ΠΕ.
Κατ’ αρχάς, και σ’ αυτό το συνέδριο το ΝΑΡ παραμένει στην ίδια λογική των πολλαπλών σχεδίων, των μετώπων, των πόλων και των νέων κινημάτων, των προγραμμάτων και των πλαισίων, που το ένα είναι προϋπόθεση για το άλλο και το δεύτερο δίνει νόημα στο πρώτο, όλα σύγχρονα και ρεαλιστικά, βασισμένα στις αντικειμενικές δυνατότητες που παρέχει στο κίνημα και στην εργατική τάξη ο σημερινός «ολοκληρωτικός καπιταλισμός» και που οδηγούν σε συνολικές στρατηγικές απαντήσεις, νέες ελπίδες και κομμουνιστικές επαναθεμελιώσεις.
Το «εκκρεμές» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού
Αυτός ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός όλο ολοκληρώνεται αλλά όλο αναδεικνύει τα «παλιά» του χαρακτηριστικά, την ανισόμετρη ανάπτυξη και τους ανταγωνισμούς. Ως προς αυτό, θα κάνουμε μία μόνο παρατήρηση (λόγο χώρου) για τις Θέσεις. Παρά την πίεση που δέχεται το ΝΑΡ από τις εξελίξεις στο πλαίσιο του οξύτατου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και την υποχρεωτική ανάδειξη πλευρών του, δεν μπορεί να αποφύγει τις αντιφάσεις που περικλείει η αφετηριακή του άποψη.
Έτσι, οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί εντάσσονται στους «πολύμορφους καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς, οι οποίοι (…) εμφανίζονται στο εσωτερικό των χωρών και διεθνώς» (θέση 5). «Η καπιταλιστική διεθνοποίηση απογειώθηκε», αλλά παράλληλα ενισχύθηκε η τάση «επιστροφής, το καλύτερο πάτημα του κεφαλαίου στο εθνικό έδαφος» (θέση 5). Και «οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις κλονίστηκαν και αμφισβητήθηκαν (…), ωστόσο δεν υποχώρησαν», ενώ η κρίση της ΕΕ ενισχύθηκε, αλλά (ευτυχώς) το «πιο φιλόδοξο εγχείρημα οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης στην ιστορία του κεφαλαίου (…) δεν βρίσκεται κοντά στο τέλος του» (θέση 9). Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι αντιφάσεις, η λάθος ανάγνωση του κόσμου, οδηγούν το ΝΑΡ σε λαθεμένες πολιτικές πρακτικές που τις ζούμε στο πεδίο των αγώνων.
Το προβάδισμα της «σύγχρονης κομμουνιστικής στρατηγικής»
Το κεντρικό ζήτημα που έρχεται να αντιμετωπίσει το Συνέδριο είναι η τεκμηρίωση των «αναγκαιοτήτων» και «δυνατοτήτων» που προκύπτουν από τη «σημερινή εποχή» για τη συγκρότηση του «σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος» και η προβολή του δικού του «σχεδίου» και της συμβολής του σ’ αυτό. Όπως λέει, με το 5ο Συνέδριο επιχειρεί «μια συνολική στρατηγική απάντηση», που θα υποδεχτεί τον «νέο γύρο εξεγέρσεων», γιατί «η αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική Αριστερά δεν θα περιμένει στη γωνία» (θέση 47).
Ας δούμε πώς περιγράφονται αυτές οι «νέες δυνατότητες και αναγκαιότητες»:
«Ενώ ο ευρύτερος κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός παραμένει αρνητικός και δεν έχουν ανατραπεί η γενική υποχώρηση και ήττα του λαϊκού κινήματος, εμφανίζονται ζώνες κοινωνικής και πολιτικής διαμαρτυρίας (…)». «Το σκέλος των δυνατοτήτων που εμφανίζονται περιέχει αναβαθμισμένα τα στρατηγικά ερωτήματα (…)». «Γι αυτό και η προώθηση του εγχειρήματος για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα αποκτά κρίσιμη σημασία» (θέση 34).
«Συνολικά, η εξέλιξη των αγώνων των τελευταίων ετών υπογραμμίζει τη θέση ότι σήμερα (…) χρειάζεται ανώτερη οργάνωση του αγωνιζόμενου κόσμου (…), συγκρότηση μαζικής κομμουνιστικής οργάνωσης, αντικαπιταλιστικού μετώπου (…) σχεδίου αντικαπιταλιστικής ανατροπής» (θέση 35).
«Απαιτούνται λοιπόν η ανάπτυξη μιας σύγχρονης κομμουνιστικής στρατηγικής και τακτικής ικανής να αλλάξει τους υποκειμενικούς όρους, που παραμένουν εξαιρετικά αδύναμοι» (θέση 39).
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εργατική τάξη και ο λαός χρειάζονται τα δικά τους συγκροτημένα όργανα πάλης, χρειάζονται το δικό τους Μέτωπο Πάλης, χρειάζονται μέσα σ’ αυτό ενισχυμένη και συγκροτημένη την τάση της αναμέτρησης, χρειάζονται ισχυρή την κομμουνιστική κατεύθυνση, χρειάζονται το κομμουνιστικό κόμμα τού σήμερα, χρειάζονται… χρειάζεται να κάνουν την επανάσταση και να προχωρήσουν στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Αλλά γι’ αυτό μιλάμε ή για τα βήματα που θα γίνουν σήμερα για να προωθηθούν-κατακτηθούν όλα αυτά; Την αντίσταση δηλαδή, την οργάνωση, τη διεκδίκηση, την αναμέτρηση, τη συμβολή στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, την προώθηση της ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης μέσα στην ταξική πάλη και μέσα από την ταξική πάλη και -σε διαλεκτική σχέση- τη συγκρότηση του κόμματος.
Σε αντίθεση με όλα αυτά, το ΝΑΡ στη λογική (κι εδώ) της «αντίστροφης ιεράρχησης» θεωρεί κρίσιμο καθήκον, καθήκον της ημερήσιας διάταξης και όχι ζύμωσης και προπαγάνδας, τη «συγκρότηση μαζικής κομμουνιστικής οργάνωσης, αντικαπιταλιστικού μετώπου (…) και σχεδίου αντικαπιταλιστικής ανατροπής». Αναιρεί στην ουσία και την αποτελεσματικότητα των αγώνων, αφού «η υλοποίηση της δυνατότητας να αποκρουστεί η επίθεση και να επιτευχθούν νίκες (…) καθορίζεται από την πορεία διαμόρφωσης σύγχρονου προγράμματος και κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης (…), τη διαμόρφωση επαναστατικής τακτικής (…) και την αντιμετώπιση από επαναστατική σκοπιά ορισμένων κρίσιμων θεωρητικών ζητημάτων (…)» (θέση 48). Και μάλιστα όταν και για την ίδια του την Οργάνωση ομολογεί, και ως συνέπεια της «συνολικής υστέρησης και υποχώρησης του εργατικού κινήματος» (αλλά όχι μόνο), ότι το ΝΑΡ έφτασε σε ένα «οριακό σημείο» (θέση 61), σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που «ή τολμά το βήμα (…) ή μένει σε μια κατάσταση φθοράς-αφθαρσίας» (θέση 74). Για τις Θέσεις και την ΠΕ το βήμα δεν είναι η πιο ουσιαστική εμπλοκή και ενίσχυση της ταξικής πάλης, αλλά το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα.
Η «αντικειμενικότητα» του στρατηγικού σχεδίου του ΝΑΡ
Οι στρατηγικές απαντήσεις και τα ολοκληρωμένα προγράμματα (και δεν αναφερόμαστε στη θεμιτή προσπάθεια αναβάθμισης ή υπέρβασης του ΝΑΡ) στην πραγματικότητα είναι συνέπεια της βασικής θεώρησης του ΝΑΡ για τον «ολοκληρωτικό καπιταλισμό» και αποφυγή αντιμετώπισης των δεδομένων της ταξικής πάλης.
Άλλωστε υπάρχουν «οι υλικοί-αντικειμενικοί όροι» «με βάση τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού και της εργατικής τάξης της εποχής μας» που αναδεικνύουν «τις επαναστατικές δυνατότητες στον σύγχρονο καπιταλισμό» (θέση 42). Αντικειμενικό είναι επομένως το ζήτημα. Και ποιες είναι αυτές οι «δυνατότητες»;
Όλες αυτές οι δυνατότητες (και άλλες που δεν τις αναφέρουμε) που «αναβλύζουν, που ενυπάρχουν αλλά καταπιέζονται και αναπτύσσονται στρεβλά στον καπιταλισμό, αναδεικνύουν την κομμουνιστική προοπτική» και μπορούν να «μεταφραστούν σε θέσεις που θα εμπλουτίζουν ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα» (θέση 43). Θα λέγαμε ότι είναι μια άλλη έκφραση της παλιάς άποψης του ΝΑΡ για «τις εμβρυακές μορφές κοινωνικών σχέσεων-τάσεων που γεννιούνται μέσα στα σπλάχνα της σημερινής κοινωνίας και τείνουν να σπάσουν το καπιταλιστικό περίβλημα» (1ο Συνέδριο).
Σε κάθε περίπτωση, είναι μια υπόκλιση στο «αντικειμενικό», μια πλήρης αποδοχή της ρεβιζιονιστικής θεωρίας των «παραγωγικών δυνάμεων» και φυσικά μια απόρριψη του Λένιν και των μπολσεβίκων, που δεν περίμεναν να ανεβεί η παραγωγικότητα στον καπιταλισμό, να μορφωθούν κατάλληλα, να περάσει και το στάδιο του ιμπεριαλισμού, να έρθει ο «ολοκληρωτικός καπιταλισμός» του ΝΑΡ και τότε «αντικειμενικά» να κάνουν την επανάσταση (ή να τους έρθει στο πιάτο).
Η «προϊστορία» του κινήματος
Ο δεύτερος παράγοντας -πέρα από τις σύγχρονες δυνατότητες- που συνυπολογίζει η ΠΕ του ΝΑΡ για να καταλήξει στο «νέο σχέδιο κομμουνιστικής απελευθέρωσης (…) που είναι ρεαλιστικό» (θέση 40) [σε αντίθεση με τον μη ρεαλιστικό Λένιν που προχώρησε σε «βιασμό της ιστορίας»], είναι «η διαλεκτική αποτίμηση των προηγουμένων επαναστάσεων».
Θα προσπεράσουμε την όποια (μικρής έκτασης άλλωστε) αποτίμηση κάνουν οι Θέσεις και θα σταθούμε μόνο σε ένα σημείο για το σήμερα, για τα «κομμουνιστικά ρεύματα του 20ού αιώνα» που βρίσκονται σε κρίση. Δηλαδή «του ευρωκομουνισμού, των “ορθόδοξων” κομμάτων (ΚΚΕ), των μαοϊκών οργανώσεων, του τροτσκισμού και του ελευθεριακού/αναρχικού χώρου» (θέση 45). Ένα βολικό «τσουβάλιασμα» ρευμάτων και κινημάτων, αυτών που πραγματοποίησαν την πρώτη έφοδο στον ουρανό και των άλλων που την καταπολέμησαν με μανία. Μια τέτοια τοποθέτηση κρύβει την απαξίωση για το κομμουνιστικό κίνημα του περασμένου αιώνα, την τεράστια προσφορά του στην ανθρωπότητα, τις ιστορικές νίκες του και παράλληλα αποτελεί δήλωση υποτίμησης της διερεύνησης των λαθών, των αδυναμιών, της ήττας, αλλά και των προσπαθειών που επιχειρήθηκαν για την ερμηνεία της και την υπέρβασή της μέσα στην ταξική πάλη (ΜΠΠΕ).
Όλα αυτά για το ΝΑΡ αποτελούν την «προϊστορία» του κινήματος, που ήταν προορισμένα, λόγω αντικειμενικών συνθηκών, να αποτύχουν, και δεν το «ακουμπούν», αφού αυτό ανήκει στο «νέο ρεύμα». Τόσο νέο που, αρνούμενο τη ρεβιζιονιστική στροφή του ’56, δανείζεται από αυτήν τη θεωρία των Παραγωγικών Δυνάμεων και της Επιστημονικοτεχνικής Επανάστασης (ΕΤΕ), όπως ακριβώς το ΚΚΕ, το οποίο άλλωστε, γι’ αυτόν το λόγο, το χαρακτηρίζει ως «κόμμα κομμουνιστικής αναφοράς» που απλώς «αδυνατεί να συμβάλει στην αναγκαία κομμουνιστική επαναθεμελίωση» (θέση 46). Και από την άλλη εκδηλώνει σαφείς επιρροές από το τροτσκιστικό ρεύμα (όχι μόνο στην τοποθέτηση για τη ΣΕ), αλλά και από τη «νέα ευρωπαϊκή αριστερά» και όλο το ρεφορμιστικό της οπλοστάσιο.
Η «σφιχτή» σχέση τακτικής-στρατηγικής
Όλες αυτές οι καταβολές και επιρροές αποτυπώνονται και στο «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στόχων πάλης» (θέση 52). Βασικό σκεπτικό για το περιεχόμενό του είναι το γεγονός ότι «στην εποχή της ιλιγγιώδους ανόδου των παραγωγικών δυνάμεων, της τεχνητής νοημοσύνης και της βιοτεχνολογίας, συνολικά της ανόδου των δυνατοτήτων χειραφέτησης του κοινωνικού ανθρώπου (…) η σχέση τακτικής-στρατηγικής γίνεται πιο “σφιχτή”. Οι “κομμουνιστικές απαντήσεις” δεν είναι μόνο ιστορικά αναγκαίες, αλλά γίνονται και άμεσα πολιτικά αναγκαίες» (θέση 51). Αφού λοιπόν οι δυνατότητες χειραφέτησης προκύπτουν αβίαστα από τις αντικειμενικές συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού, τότε περιορίζεται ο ρόλος της ταξικής πάλης ως μοχλού κίνησης της ιστορίας και πεδίου συγκρότησης της εργατικής τάξης. Πολύ περισσότερο, περιορίζεται και η σημασία των αγώνων «ανάγκης», αντίστασης και διεκδίκησης, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις της ΠΕ. Από σχολείο της επανάστασης, γίνονται, το πολύ πολύ, ένα υπόβαθρο για τη μεταφορά (από την πρωτοπορία) της κομμουνιστικής προοπτικής στο σήμερα.
Στο αντικαπιταλιστικό λοιπόν πρόγραμμα του ΝΑΡ αποτυπώνεται η λεγόμενη συνέχεια των στόχων πάλης και η πρωτοκαθεδρία των στρατηγικών στόχων. Ένα πρόγραμμα όπου συνυπάρχουν διεκδικήσεις που προσπαθούν να προσδιορίσουν το «σημερινό κομμουνιστικό περιεχόμενο», χωρίς να μπορεί κανείς να καταλάβει αν αναφέρονται στο σήμερα, σε κάποια περίοδο δυαδικής εξουσίας (την οποία οι τωρινές Θέσεις εξορκίζουν σε πλήρη αντιδιαστολή με τα προηγούμενα Συνέδρια) ή στο επαναστατικό μέλλον, διεκδικήσεις «κλασικές» στη βάση των οποίων αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα, διεκδικήσεις ρεφορμιστικές, έως και προτάσεις προς το σύστημα. Επειδή πολλές φορές έχουμε αναφερθεί σ’ αυτά, θα κάνουμε μόνο δύο ενδεικτικές αναφορές στον τελευταίο τύπο στόχων πάλης.
Να κλείσουμε με κάποιες παρατηρήσεις για τα αιτήματα. Το ΝΑΡ «αγωνιά» για το αν αυτά θα περιέχουν το σπέρμα της κομμουνιστικής προοπτικής. Γι’ αυτό και καταστρώνει προγράμματα επί προγραμμάτων και σχέδια επί σχεδίων που θα συμβάλουν ώστε να έρθουν οι κομμουνιστικές απαντήσεις στο σήμερα. Τα προγράμματα και τα σχέδια όμως είναι πάντα πιο φτωχά από αυτό που διαμορφώνει η ζωή στα πλαίσια της ταξικής πάλης, αν υποθέσουμε ότι δεν είναι απλώς «απογειώσεις» γραφείου. Και η ταξική πάλη φορτίζει το κάθε αίτημα με αρκετά πιο πλούσιο περιεχόμενο από αυτό που αρχικά ή εξωτερικά φαίνεται. Το κάθε αίτημα ενσωματώνει τις διεκδικήσεις που προηγήθηκαν και αυτές που έπονται. Η ικανοποίησή του, η νίκη δηλαδή των αγωνιζόμενων τμημάτων, το μεταμορφώνει σε κάτι πιο επαναστατικό, αν και εξ αρχής μπορεί να φαινόταν «αμυντικό». Γιατί η κάθε νίκη, η κάθε μαχητική διεκδίκηση εμπεριέχει στοιχεία ανατρεπτικά και εν δυνάμει επαναστατικά. Το προχώρημα και η ολοκλήρωση αυτών των στοιχείων απαιτεί βεβαίως ποσοτική και ποιοτική συσσώρευση, που πάντως μετριέται μέσα στην ταξική πάλη, εκεί όπου μπορούν να μετρηθούν και τα όποια προγράμματα. Η αντιστροφή αυτής της πραγματικότητας είτε από αδυναμία είτε από πεποίθηση θα ανακυκλώνει αδιέξοδες καταστάσεις και θα ενισχύει ρεφορμιστικές εκφράσεις.