Το γεγονός που προβλήθηκε ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες, και όχι άδικα, ήταν η ψήφιση από τη γαλλική εθνοσυνέλευση του νόμου για την «καθολική ασφάλεια». Ο νόμος αυτός απαγορεύει σε πολίτες και δημοσιογράφους επί ποινή φυλάκισης ενός έτους και χρηματικού προστίμου 45.000 ευρώ τη φωτογράφιση και μετάδοση εικόνων αστυνομικών και χωροφυλάκων εν ώρα υπηρεσίας. Οι αντιδράσεις αντιπολίτευσης και δημοσιογράφων που συγκέντρωσε η συγκεκριμένη διάταξη έκανε την κυβέρνηση να κάνει μια ασαφή προσθήκη για «πρόθεση να πληγεί η σωματική ή ψυχική ακεραιότητα του αστυνομικού ή της οικογένειάς του», η οποία όμως δεν αναιρεί την ουσία του νόμου. Με τον ίδιο νόμο γενικεύεται η βιντεοσκόπηση εκ μέρους των κρατικών δυνάμεων καταστολής με κάμερες, drones και κινητές κάμερες.
Η γαλλική κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη την πανδημία, νομοθετεί εδώ και πολύ καιρό αντιλαϊκούς νόμους. Νόμους οι οποίοι συγκεντρώνουν την αντίθεση του λαού και τον βγάζουν στο δρόμο. Νεολαία, μαθητική και φοιτητική, εργαζόμενοι και άνεργοι έχουν βρεθεί τα τελευταία χρόνια σε κινητοποιήσεις. Επιμένουν, διεκδικούν με αξιοσημείωτη συνέχεια, συνέπεια και αποφασιστικότητα, αντιστέκονται στην αντιδραστική πολιτική της κυβέρνησης Μακρόν. Αντιστέκονται στη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής. Η ανυποχώρητη αυτή πάλη τους φαίνεται να στριμώχνει το σύστημα, το οποίο αντιδρά εντείνοντας την αστυνομοκρατία, την τρομοκράτηση, την καταστολή. Το επιχείρημα περί «διασποράς του κορονοϊού» αποδεικνύεται έωλο και το ενδιαφέρον του για την υγεία του λαού κενό περιεχομένου. Καταφεύγει όλο και συχνότερα στη βία. Κάθε κινητοποίηση, κάθε διαδήλωση του γαλλικού λαού αντιμετωπίζεται με δακρυγόνα, αύρες, πλαστικές σφαίρες. Όλο και συχνότερα σημειώνονται όχι απλά αυθαιρεσίες, αστυνομική βία αλλά εγκληματικές πράξεις, τραυματισμοί, ακόμη και δολοφονίες.
Όλα αυτά έχουν καταγραφεί από τις κάμερες και τις φωτογραφικές μηχανές όχι μόνο δημοσιογράφων αλλά και διαδηλωτών. Αυτές τις εικόνες, αυτή την πολιτική θέλει να αποκρύψει η γαλλική κυβέρνηση. Δίνει απόλυτη ελευθερία στους μηχανισμούς καταστολής να τρομοκρατούν όσους αγωνίζονται. Αναγνωρίζει μάλλον ότι η πανδημία είναι μεν ευκαιρία, αλλά κάποιων «ορίων», και το νομοθετικό της έργο «πρέπει» να συνεχιστεί με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις. Έτσι θωρακίζεται από τον «εχθρό» λαό. Χαρακτηριστικά, προέβλεψε προϋπολογισμό 15 εκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση της αστυνομοκρατίας και την αγορά καμερών που θα ενσωματωθούν στις στολές αστυνομικών και χωροφυλάκων. Παράλληλα προωθείται η αναθεώρηση του νόμου 1881 για την ελευθερία του Τύπου. Επιδίωξη της κυβέρνησης, διά του αμφιλεγόμενου υπουργού Δικαιοσύνης, είναι να διευκρινίζεται από το κράτος -και όχι τις δημοσιογραφικές ενώσεις- ποιος είναι δημοσιογράφος και ποιος όχι και ποιος θα προστατεύεται από το νόμο για την ελευθερία του Τύπου και ποιος όχι. Κατ’ επέκταση οι δημοσιογράφοι θα ζητούν άδεια ώστε να τους επιτρέπεται από τις αρχές να καλύψουν κάποια διαδήλωση.
Όλα αυτά δεν έμειναν «αναπάντητα». Ο γαλλικός λαός έδωσε μια πρώτη απάντηση. Την Πέμπτη 17 Νοέμβρη, μια μέρα μετά την ψήφιση του επίμαχου νόμου, κατέβηκε και πάλι στους δρόμους. Διαδήλωσε σε πολλές πόλεις της Γαλλίας. Μαζικά, μαχητικά, ανυποχώρητα. Και το κράτος αντιμετώπισε με τον ίδιο πατροπαράδοτο τρόπο αυτές τις διαδηλώσεις: βίαιη καταστολή, αυθαιρεσίες, συλλήψεις διαδηλωτών και δημοσιογράφων που κάλυψαν αυτές τις διαδηλώσεις. Όμως το μήνυμα του γαλλικού λαού ότι θα συνεχίσει ανυποχώρητα την πάλη του υπερίσχυσε και αυτή τη φορά.
Και στη Γερμανία, ύστερα από συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με τις κυβερνήσεις των κρατιδίων, ψηφίστηκε την Παρασκευή 18 Νοεμβρίου νόμος «για την προστασία του πληθυσμού σε περίπτωση επιδημικής κατάστασης σε εθνικό επίπεδο». Η καγκελάριος Μέρκελ εμφανίζεται ικανοποιημένη, καθώς η νέα νομοθεσία παρέχει «σαφείς οδηγίες σε ό,τι αφορά των κορονοϊό». Ωστόσο δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι μπορεί πλέον να παρεμβαίνει σημαντικά στα θεμελιώδη δικαιώματα σε περίπτωση πανδημίας. Βλέπει σαφώς στο μέλλον…
Η ψήφιση αυτού του νόμου έγινε με επεισοδιακό τρόπο. Πολλοί βουλευτές κατήγγειλαν προσπάθεια εκφοβισμού τους από εξωκοινοβουλευτικούς οι οποίοι κατάφεραν να βρεθούν στους χώρους του Κοινοβουλίου με τη συνδρομή του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Έξω από τη Γερμανική Βουλή συγκεντρώθηκαν 15.000 διαδηλωτές οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν από τις ενισχυμένες και από άλλες περιοχές αστυνομικές δυνάμεις με τη «συνήθη» πλέον τακτική: δακρυγόνα, αύρες και πολύ ξύλο. Αυτή τη διαδήλωση καθώς επίσης και πολλές άλλες που γίνονται στη Γερμανία το τελευταίο διάστημα την αποδίδουν συλλήβδην στους ψεκασμένους «αρνητές» του κορονοϊού. Δεν μπορούμε φυσικά να αρνηθούμε αυτή τη διάσταση των διαδηλώσεων, ωστόσο δεν πρέπει να αγνοήσουμε τη δυσαρέσκεια, την αντίδραση και την αντίθεση των Γερμανών στα μέτρα που παίρνει η κεντρική κυβέρνηση με το επιχείρημα της «αποτροπής» της μετάδοσης του κορονοϊού. Οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους, εξαναγκάζονται σε μερική απασχόληση με μείωση μισθού ή «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας ή εργάζονται με καθεστώς τηλεργασίας. Καταστήματα κλείνουν, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες υπόκεινται σε εξοντωτικούς οικονομικούς ελέγχους για να πάρουν την πενιχρή βοήθεια που διατυμπανίζουν τοπικές κυβερνήσεις και κεντρική διοίκηση ότι αφειδώς και πλουσιοπάροχα παρέχουν. Δημοκρατικά δικαιώματα καταστρατηγούνται ή αίρονται. Κάθε διαδήλωση απαγορεύεται, αποτρέπεται εν τη γενέσει της ή χτυπιέται από την αστυνομία. Εσχάτως, η Deutsche Bank σε έκθεσή της «διαπιστώνει» ότι οι εργαζόμενοι είναι «αρκούντως» ευτυχισμένοι με την τηλεργασία. Γι’ αυτό θα πρέπει να μειωθεί ο μισθός τους και να φορολογηθούν επιπλέον 5%. Οι αντιδράσεις υπάρχουν. Μόνο που είναι πιο «βολική» για το σύστημα η ταμπέλα των «αρνητών του κορονοϊού». Η κατάσταση όμως είναι τέτοια που τα «καύσιμα» μιας τέτοιας σπέκουλας πρέπει να θεωρούνται περιορισμένα.
ΧΚ