Στις ΗΠΑ, 20 μέρες μετά τις εκλογές, η πολιτική σκηνή δείχνει να ομαλοποιείται και να επανέρχεται η «κανονικότητα», μετά τη δήλωση Τραμπ ότι ξεκινά τη διαδικασία διαδοχής: «προς το συμφέρον της χώρας μας», όπως είπε, «συστήνω -στην επικεφαλής της υπηρεσίας η οποία χειρίζεται τη μεταβίβαση της εξουσίας- να κάνει αυτό που χρειάζεται να γίνει ως προς τα αρχικά πρωτόκολλα και έδωσα οδηγία στην ομάδα μου να πράξει το ίδιο».
Μέχρι στιγμής, τυπικά δεν έχει αναγνωριστεί η νίκη του Μπάιντεν από την Αρχή Γενικών Υπηρεσιών, θέτοντας εμπόδια την ομάδα του νεοεκλεγέντα προέδρου. Παραδοσιακά, ο απερχόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, πρέπει μόνο να διαχειρίζεται τις τρέχουσες υποθέσεις σε συνεννόηση με τον επερχόμενο. Ένα άτυπο είδος συγκυβέρνησης. Το αμερικανικό σύστημα δεν περιλαμβάνει την έννοια της υπηρεσιακής κυβέρνησης για τη συνέχιση των ομοσπονδιακών λειτουργιών έως ότου αναλάβει η νέα κυβέρνηση και, καθώς δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο να αναγκάσει τον Τραμπ να συνεργαστεί, αναμένονται οι συνταγματικές διαδικασίες. Η 8η Δεκεμβρίου είναι η ημερομηνία μέχρι την οποία οι πολιτείες θα πρέπει να έχουν καταμετρήσει τις ψήφους, να έχουν διευθετήσει αμφισβητήσεις και να έχουν καθορίσει τον νικητή των ψήφων του «κολεγίου των εκλεκτόρων», που ορίζεται την πρώτη Δευτέρα μετά τη δεύτερη Τετάρτη του Δεκεμβρίου. Και από κει και πέρα, όλοι αναμένουν την 20η Ιανουαρίου.
Αναμφίβολα έχουμε μια κυβερνητική μετάβαση που δεν θα μοιάζει με άλλη στην ιστορία των ΗΠΑ. Για κάποιους είναι η κατάλληλη ευκαιρία να μελετηθεί η συντόμευση του χρονικού ορίου μετάβασης από τον έναν πρόεδρο στον άλλον, (ίσως με μετακίνηση των εκλογών κοντά στην ημέρα της ορκωμοσίας), για να μην χρησιμοποιεί την εξουσία που ακόμα διαθέτει η εξερχόμενη διοίκηση στο διάστημα αυτό για υπονόμευση της διάδοχης, καθιστώντας αναποτελεσματική την εκτελεστική εξουσία. Σήμερα -και στο βαθμό που πολιτικές ισορροπίες αποκτήσουν μια ανεκτή σταθερότητα- εκείνο που προέχει αφορά τη διαμόρφωση πολιτικο -στρατιωτικών σχεδιασμών του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στα επόμενα 4 χρόνια, και στη βάση των σταθερών στρατηγικών του στόχων. Προεκλογικά η ομάδα Μπάιντεν «χρεώθηκε» την «κατάργηση» της τετραετίας Τραμπ με την επαναφορά της προηγούμενης κανονικότητας. Ωστόσο ποια είναι τα αφετηριακά της σημεία;
Στο εσωτερικό μέτωπο ελάχιστα μπορούν να αλλάξουν, συνεχίζοντας τη παράδοση της «περιστρεφόμενης πόρτας», όπως λέγεται, για αυτούς που πηγαινοέρχονται στο Λ. Οίκο.
Το δείχνει η απογοήτευση της λεγόμενης «αριστερής» βάσης των δημοκρατικών, βλέποντας τα ονόματα που άρχισαν να δημοσιοποιούνται για τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Ήδη το ένα τρίτο των στελεχών της μεταβατικής ομάδας Πενταγώνου του Μπάιντεν, έχει σχέση με λόμπι που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία όπλων. Αλλά και άλλα πρόσωπα της νέας κυβέρνησης ενισχύουν το ίδιο συναίσθημα. «Έχει ο Μπάιντεν ήδη ξεχάσει ποιος τον τοποθέτησε στη θέση που βρίσκεται;», αναρωτιέται ο Ραμόν Μετζιά, στέλεχος της Grassroots Global Justice Alliance, μιας συμμαχίας κοινοτικών οργανώσεων…. «Ο Μπάιντεν δεν πρέπει να κάνει το λάθος που οι Δημοκρατικοί είναι γνωστό ότι κάνουν, δηλαδή να εγκαταλείπουν τους ανθρώπους που τους ενίσχυσαν». Να είναι σίγουρος ότι αυτό θα κάνουν….
Το δείχνει επίσης και η φιλόδοξη αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις, οποία στηρίχθηκε για το χρίσμα της αντιπροεδρίας Δημοκρατικών από το think tank CNAS, γνωστό για τις ακραίες μιλιταριστικές του απόψεις. Αναλυτές την τοποθετούν σε σκληρότερη γραμμή από ότι τον Τραμπ σε ότι αφορά το δόγμα «νόμος και τάξη» και όχι μόνο για τους «έγχρωμους».
Στο διεθνές επίπεδο τα ζητήματα είναι περισσότερο περίπλοκα
Στους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές (που πανηγύρισαν την πτώση Τραμπ) επικρατεί έντονος σκεπτικισμός για τις Διατλαντικές σχέσεις – ΝΑΤΟ. Όλοι μιλούν για «αναθεώρηση της διατλαντικής σχέσης», αυτό όμως δεν είναι φανερό πόσο σχετίζεται με την αλλαγή φρουράς στον Λ. Οίκο. Η ευρωπαϊκή πρόταση(προτροπή) για την επιστροφή σε μια νέα «διατλαντική κανονικότητα», εκτός του ότι θέτει το ερώτημα της αποφασιστικής στάσης του γαλλογερμανικού άξονα απέναντι στον Μπάιντεν, προϋποθέτει και τη διαμόρφωση μιας γερμανογαλλικής κοινής γραμμής η οποία επιπλέον θα πάρει μια γενικότερη ευρωπαϊκή διάσταση. Μπορεί Γαλλία και Γερμανία να μη θέλουν περαιτέρω επιδείνωση του ήδη βεβαρημένου, κλίματος μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, αυτό όμως δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Βρετανία, οι τρεις Βαλτικές, το Βίζεγκραντ και οι σκανδιναβικές χώρες θα στηρίξουν κάτι τέτοιο.
Σε ότι αφορά τη Μ. Ανατολή και την Α. Μεσόγειο, το κρίσιμο ερώτημα αφορά τη πολιτική Μπάιντεν απέναντι στο Ιράν. Ένα είναι βέβαιο: παρά τη σκληρή κριτική των Δημοκρατικών στην πολιτική Τραμπ στη Μ. Ανατολή, το να επιστρέψουν στη Συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης μοιάζει αδιανόητο. Το ίδιο και η διαμόρφωση μιας κοινής στάσης της Δύσης (χωρίς τη Ρωσία),αν η λογική Μπάιντεν προσεγγίσει τη λογική Τραμπ, με ένα νέο άνοιγμα στην Τεχεράνη στο πλαίσιο μιας διμερούς διαπραγμάτευσης. Είναι βέβαιο ότι Γαλλία και Γερμανία δεν θα αρκεστούν σε ρόλο κομπάρσου. Σε σχέση με αυτό έχουν αλλάξει κάποια δεδομένα. Η πρόσφατη εξομάλυνση σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και Μπαχρέιν, που «κλείδωσε» κατά τη πρόσφατη ολιγοήμερη επίσκεψη του Πομπέο στο Ισραήλ, είναι μια φιλόδοξη προσέγγιση, αλλά δύσκολα διαχειρίσιμη. Είναι προφανές ότι διαμορφώνει αντισυσπείρωση απέναντι στις φιλοδοξίες περιφερειακών δυνάμεων όπως του Ιράν και της Τουρκίας!
Ποια τροπή θα πάρουν οι σχέσεις Ουάσινγκτον-Μόσχας-Κίνας με τον Μπάιντεν; Με δεδομένο ότι η Μόσχα έχει καταστεί απευθείας συνομιλητής της Δύσης για κάθε ζήτημα που αφορά την Μ. Ανατολή και Κ. Ασία, δημιουργεί τετελεσμένα στην νέα αμερικανική κυβέρνηση.
Ωστόσο ισχύει ως στρατηγική προτεραιότητα η αποτροπή της όποιας μορφής παλινόρθωσης της Ρωσίας στη πρώην ΕΣΣΔ, όπως ορίστηκε το 1992 από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ. Σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, ΗΠΑ και Ρωσία υιοθετούν δύο μετωπικά συγκρουόμενες προσεγγίσεις για τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Για την Ουάσινγκτον πρόκειται για πλήρως ανεξάρτητα κράτη που θα πρέπει να ολοκληρώσουν την απεξάρτησή τους από τη Μόσχα, (και να εξαρτηθούν από αυτούς), ενώ για τη Μόσχα αποτελούν «φυσική» προέκταση της επικράτειάς της!
Με δεδομένο, ότι μια εξομάλυνση σήμερα των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας μοιάζει δυσκολότερη ακόμη και από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στη «τριγωνική σχέση» ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία. Δεν ξέρουμε κατά πόσο τα σενάρια συνωμοσίας για διαπλοκή Τραμπ με Κρεμλίνο αναίρεσαν μια επιχείρηση επανάληψης της παλαιότερης -και επιτυχημένης- διαχείρισης από τις ΗΠΑ αυτής της «τριγωνικής ανισότητας», αλλά με άλλη σειρά. Το ερώτημα, σχετικά με τη στάση της ομάδας Μπάιντεν, είναι πως θα συνεχιστεί η σημερινή αντιπαράθεση των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων σε συνδυασμό με την εμβάθυνση της σχέσης/αντιπαράθεσης με τη Κίνα, χωρίς να προκαλέσουν αντιπερισπαστικά τον συνασπισμό τους; Ο συχνά αναφερόμενος «ένοχος», (το εμπόριο με την Κίνα, που έπαιξε επί Τραμπ), έχει ανομολόγητα αίτια, στις ίδιες τις ΗΠΑ, ως απότοκο της στρατηγικής τους τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια.
Στο σύνθετο και αντιφατικό χαρακτήρα των σχέσεων ΗΠΑ–Κίνας, που χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα εταίρος, ανταγωνιστής και αντίπαλος (που τα όρια, που το βάρος;) προστίθεται η σχέση συνολικά της Δύσης (Ευρώπη, Ιαπωνία, κ.λπ.) με την Κίνα. Ο 21ος αιώνας με την ανασυγκρότηση της μετα-Σοβιετικής Ρωσίας και την άνοδο της Κίνας ως ισχυρή οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης ανεβάζει το επίπεδο ανταγωνισμού στις ενδοϊμπεριαλιστικές σχέσεις. Ο Μπάιντεν και το επιτελείο του, εκτός από τη βούληση για ταυτόχρονη ανάσχεση της Ρωσίας στην πρώην ΕΣΣΔ και της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, πρέπει να διαμορφώσει και τους όρους για μια τέτοια δυνατότητα.
Σήμερα το διεθνές τοπίο, στο επίπεδο των πολυμερών συνεργασιών, είναι πλέον πολύ διαφορετικό, (και όχι λόγω τετραετίας Τραμπ), ώστε μια ολική επαναφορά της πολιτικής Ομπάμα να κρίνεται αδύνατη. Πρόσφατα οριστικοποιήθηκε (είχε ανακοινωθεί από τον περασμένο Μάιο), η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη Ανοικτών Ουρανών (Open Skies), που επέτρεπε στα 34 κράτη που την είχαν κυρώσει, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας, να εκτελούν πτήσεις παρατήρησης στον εναέριο χώρο των άλλων. Οι υπόλοιπες 33 χώρες δηλώνουν πως σκοπεύουν να συνεχίσουν να την τηρούν. Πάντως εκτιμάται ότι η κίνηση αυτή ήταν σε γνώση, ή και με την έγκριση, του περιβάλλοντος Μπάιντεν.
Από 1950 που μπαίνει σε εφαρμογή η πολιτική της Containment, με την απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και τελικό στόχο την περικύκλωση και τον περιορισμό της ΣΕ και τη διάλυση του Ανατολικού Συνασπισμού, η βασική στρατηγική των ΗΠΑ παραμένει αναλλοίωτη.
Ανανεώνεται προσαρμοζόμενη στις εκάστοτε συνθήκες. Αλλά το ερώτημα που τίθεται από διάφορους αναλυτές είναι, αν σήμερα έχει πιάσει τα όριά της. Το βέβαιο είναι πως οι ΗΠΑ ανοίγουν ένα κύκλο ακόμη πιο έντονης αντιπαράθεσης απέναντι στους ανταγωνιστές τους, σε πολλά πεδία και με αβέβαιη έκβαση. Εκτός από νέα δεινά σε χώρες και λαούς.
ΧΒ