«Έσπασε» η απαγόρευση που επέβαλε η κυβέρνηση και σε εξέλιξη είναι ο συμβολικός και ταυτόχρονα αγωνιστικός γιορτασμός του Πολυτεχνείου. Αυτά έγραφε ο 902 σε ανάρτησή του λίγο πριν από το μεσημέρι της 17/11/20 (https://www.902.gr/eidisi/politiki/242621/espase-i-kyvernitiki-apagoreysi-agonistikos-giortasmos-toy-polytehneioy-foto).
Βέβαια τα γεγονότα που ακολούθησαν τις αμέσως επόμενες ώρες στην Αθήνα και σε όλη τη χώρα ήταν αρκετά πειστικά για να μην έχει και πολλή αντοχή η παραπάνω πρόταση της ανακοίνωσης του 902. Πρόταση με την οποία όχι μόνο «περιγράφεται» η κατάθεση στεφανιού από τον Κουτσούμπα συνοδεία μερικών δεκάδων παρατεταγμένων μελών του ΚΚΕ. Αλλά επιπλέον αναγγέλλεται και το «σπάσιμο» της κυβερνητικής απαγόρευσης στη βάση όχι του τι πράγματι έκανε η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ. Αλλά στη βάση του πώς ο 902 περιγράφει και αποδίδει αυτό που η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ έκανε! Είναι αλήθεια βέβαια ότι και ο 902 απέσυρε πολύ γρήγορα την ανακοίνωση αυτή κάτω από την πίεση αυτών ακριβώς των γεγονότων.
Ωστόσο το πρόβλημα που βρίσκεται σε αυτές τις λίγες λέξεις της ανακοίνωσης είναι μεγάλο. Και παραμένει. Όχι ως μια αστοχία διατύπωσης που συνέβη και «αποσύρθηκε». Αλλά ως ένα κρίσιμο και βασικό πολιτικό ζήτημα, που είναι σε ισχύ και δεν αφορά μόνο το ΚΚΕ. Παραμένει ως ένα βασικό πολιτικό (αλλά και ιδεολογικό, θεωρητικό) πρόβλημα της μαζικής πάλης και του κινήματος. Δεν προέκυψε «χθες», αντίθετα έχει ρίζες δεκαετιών. Και παρόλο που οι συνθήκες το αναδεικνύουν έντονα, δεν θα λυθεί «αύριο». Θα είναι μπροστά μας και με διάφορες μορφές θα δυσκολεύει, ακόμα και θα υπονομεύει τη συγκρότηση και την ανάπτυξη της πάλης που απαιτείται. Σε αυτή τη βάση θα δυσκολεύει και θα υπονομεύει τη συγκρότηση των απαντήσεων που απαιτούνται να συγκροτηθούν απέναντι στον αντίπαλο. Είναι μέσα στο λογαριασμό των ζητημάτων που χρειάζεται να απαντηθούν. Μέσα στην πάλη και από την πάλη των μαζών.
Τι έγινε στη Β.Σοφίας;
«Συμβολικός και ταυτόχρονα αγωνιστικός» λοιπόν ο γιορτασμός του Πολυτεχνείου με τον οποίο ήδη πριν από το μεσημέρι της 17/11 «έσπασε η απαγόρευση που επέβαλε η κυβέρνηση»;
Από μόνο του το «συμβολικός και ταυτόχρονα αγωνιστικός» είναι μία αντίφαση, ένα οξύμωρο σχήμα! Αν μια κίνηση είναι «συμβολική», αυτό σημαίνει ότι στην καλύτερη περίπτωση «συμβολίζει», «υποδείχνει» κάτι. Ίσως αυτό που θα χρειαζόταν να γίνει με πραγματικούς και όχι συμβολικούς όρους! Όρους που πριν από όλα αφορούν τη μαζικότητά της, που είναι και ο καθοριστικός παράγοντας για να την κάνουν αγωνιστική.
Αλλά η κατάσταση είναι πολύ συγκεκριμένη και δεν επιτρέπει να χαθούμε σε ορισμούς και ετυμολογίες. Η κίνηση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΜέΡΑ25 με τα πλακάτ στη Β. Σοφίας είναι ένα καθαρό παράδειγμα συμβολικής κίνησης. Το ίδιο συμβολική είναι και η κατάθεση στεφανιού από τον Τσίπρα με λίγες δεκάδες παρατεταγμένους γύρω του. Καμιά ποιοτική διαφορά από αυτές τις δύο δεν είχε και η τρίτη, η κίνηση των μελών του ΚΚΕ στη Β. Σοφίας. Όχι γιατί και οι τρεις κινήσεις «λέγανε τα ίδια». Αλλά γιατί και οι τρεις κινήσεις ήταν κινήσεις και όχι κινητοποιήσεις. Και οι τρεις υπήρξαν ως πρωτοβουλία ενός κόμματος που δεν καλούσε το λαό να συμμετέχει σε αυτές. Δηλαδή καμιά από αυτές δεν έβαζε στο λαό κάλεσμα για το σπάσιμο της απαγόρευσης.
Αυτό –το σπάσιμο της απαγόρευσης- ήταν το επίμαχο ζήτημα. Αλλά, αλήθεια, σε ποιον επιβαλλόταν η απαγόρευση; Η απαγόρευση επιβλήθηκε στο λαό και στη νεολαία. Αυτοί απαγορευόταν να διαδηλώσουν την επέτειο της εξέγερσης και για όσα έχουν σήμερα να διαδηλώσουν. Τα σωματεία, οι φοιτητικοί σύλλογοι, οι πολιτικές οργανώσεις και όλες και όποιες συλλογικότητες διαθέτει σήμερα ο λαός ήταν που είχε απαγορευτεί να βγουν στο δρόμο! Σε αυτό το ζήτημα ούτε θέλησε ούτε προσπάθησε να απαντήσει με κανέναν τρόπο (ούτε βέβαια διά των δυνάμεων που ελέγχει μέσα στο μαζικό κίνημα) το ΚΚΕ! Και πολύ περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ (που κάλεσε το λαό να μη συμμετέχει) αλλά και το ΜέΡΑ 25 που στη Βουλή υπερασπίστηκε το δικαίωμα των αρχηγών και των βουλευτών τους να κάνουν δημόσιες εκδηλώσεις για την επέτειο.
Γι’ αυτό δεν μπορούσε και να υπάρξει «σπάσιμο της απαγόρευσης» από τις κινήσεις που έγιναν στη Β. Σοφίας. Στη Β. Σοφίας τα τρία κόμματα που συνυπέγραψαν το γνωστό κείμενο ένα πράγμα κατέγραψαν, το καθένα με το δικό του τρόπο: ότι ως κοινοβουλευτικά κόμματα, αντιπροσωπείες τους έχουν δικαίωμα να συνοδεύσουν τον επικεφαλής τους σε μια δημόσια και συμβολική παρουσία. Μέχρι εκεί, θα λέγαμε, κανένα πρόβλημα! Το πρόβλημα αρχίζει όταν και τα τρία αυτά κόμματα θέλησαν να παρουσιάσουν αυτή την παρουσία τους ως «απάντηση» στην απαγόρευση της κυβέρνησης για λογαριασμό του λαού. Αλλά οι απαντήσεις του λαού δίνονται μόνο από το λαό. Και, κόντρα στους κανόνες της «νέας κανονικότητας» που διαμορφώνεται, χρειάζεται να «υπενθυμίσουμε»: Δεν υπάρχουν αγώνες χωρίς το λαό. Δεν υπάρχουν αγωνιστικές κινητοποιήσεις και αγωνιστικές απαντήσεις χωρίς τη μαζική συμμετοχή εργαζομένων και νεολαίας! Εξάλλου, και οι δυνάμεις του ΚΚΕ όταν τέλειωσαν τα… κοινοβουλευτικά της Β. Σοφίας και αποπειράθηκαν στα Προπύλαια μια ανομολόγητη συγκέντρωση δέχτηκαν στο πετσί τους αυτό που για το λαό σήμαινε η απαγόρευση.
Η πραγματικότητα και το «τέλος» των συμβολισμών
Η απαγόρευση λοιπόν ήταν πραγματική και καθόλου συμβολική. Αυτό πιστοποιήθηκε με το όργιο βίας, τρομοκρατίας, καταστολής, συλλήψεων, προστίμων που εξαπολύθηκε στην Αθήνα και σε όλη τη χώρα ενάντια στις συγκεντρώσεις εργαζομένων και νεολαίων. Αυτές δηλαδή που αντιπαρατέθηκαν στην πραγματική απαγόρευση, πραγματικά! Αυτές που διεκδίκησαν το δικαίωμα να βγει ο λαός στο δρόμο, να συγκεντρωθεί και να διαδηλώσει! Αυτές που δεν «έστριψαν» διά καταθέσεων στεφάνων, «αυτοκινητοπορειών» και άλλων ευφάνταστων ευρημάτων για να την αποφύγουν!
Και βέβαια η απαγόρευση της πορείας για το Πολυτεχνείο (ακόμα και πριν και χωρίς τη διαταγή αναστολής του άρθρου 11) δεν είναι «αυταρχισμός»! Δεν είναι «εκτροπή» από (ποια; και ποιανού;) «δημοκρατική κανονικότητα». Είναι κλιμάκωση της πολιτικής της φασιστικοποίησης. Της πολιτικής που θέλει να βάλει στο γύψο τα δικαιώματα στην οργάνωση και στην πάλη του λαού και της νεολαίας.
Με τους «προσδιορισμούς» περί «αυταρχισμού» και «αυταρχικού κατήφορου» η ηγεσία του ΚΚΕ (και όχι μόνο αυτή) θέλει να αποφύγει να δει αυτό που υπάρχει γιατί δεν θέλει να σταθεί απέναντί του. Ταυτόχρονα, με τέτοιες «αναλύσεις» και «προσδιορισμούς» εκτίθενται και οι πιο βαριές (αυτ)απάτες. Αυτές που θεωρούν τη δημοκρατία οργανικό συστατικό του καπιταλισμού. Αυτές που θεωρούν τις αστικές δυνάμεις περίπου πρόθυμες (άντε και με λίγη πίεση) να αποδεχτούν προτάσεις υπέρ των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων. Αυτές που, έχοντας στον πυρήνα τους «τον ειρηνικό δρόμο για το σοσιαλισμό». έχουν βαλθεί διά της ταξικής συνεργασίας να επιδιώκουν… κοινωνικούς μετασχηματισμούς.
Με αυτές τις απόψεις ως αφετηρία, το «κίνημα» που χρειάζεται είναι συμβολικό και στην καλύτερη περίπτωση είναι η κινητοποίηση ενός μηχανισμού που ονομάζεται «οργανωμένο κίνημα», σε διάκριση προφανώς με την πάλη του… πολύ λαού! Με βάση αυτές τις απόψεις πριν από όλα η ηγεσία του ΚΚΕ αποτέλεσε το κέντρο, τη σχολή που δίδαξε επί δεκαετίες και προς πολλές κατευθύνσεις τούς κάθε μορφής «εντυπωσιακούς» ακτιβισμούς. Τζαρτζαρίσματα με τα ΜΑΤ και ταρακουνήματα σε κλούβες για τις κάμερες, γιγαντοπανό, αιφνιδιαστικές «καταλήψεις» υπουργείων και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο… νους των συμβολισμών και των εικονικών αγώνων.
Με όλα αυτά από τη μια αφόπλιζαν πολιτικά και ιδεολογικά το λαό και τη νεολαία απέναντι σε ένα σύστημα εγγενώς βάρβαρο και αδίστακτο. Η αντιλαϊκή επίθεση προχωρούσε, ο συσχετισμός επιδεινωνόταν σε βάρος των εργαζομένων και της νεολαίας, γιατί βέβαια δεν μπορούσε να ανακοπεί από τα συμβολικά και τα εικονικά. Αυτή η επιδείνωση συνοδευόταν από το δυνάμωμα των πολιτικών κατάπνιξης των εργατικών-λαϊκών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, από την κλιμάκωση δηλαδή της φασιστικοποίησης. Από την άλλη και ως «παρενέργεια» αυτής της επιδείνωσης, το σύστημα δείχνει να μη χρειάζεται πια και να μην «ανέχεται» ούτε τα συμβολικά και εικονικά. Τουλάχιστον όχι στο βαθμό που σε μια προηγούμενη περίοδο τα ανεχόταν και τα χρειαζόταν. Δεν είναι καθόλου ιστορικά πρωτότυπο! Ο ρεφορμισμός πριονίζει με την πολιτική του το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται.
Το ζήτημα ωστόσο για το λαό δεν είναι ποια διαχείριση και ποια προσαρμογή θα εφεύρουν οι δυνάμεις του ρεφορμισμού και του συμβιβασμού μπροστά στα νέα τους αδιέξοδα. Το ζήτημα για το λαό και τη νεολαία που σήμερα τίθεται ακόμα πιο επιτακτικά είναι πολύ συγκεκριμένο. Η επίθεση του συστήματος στη ζωή του, στη δουλειά του, είναι πραγματική. Οι απαγορεύσεις στην πάλη είναι το ίδιο πραγματικές. Και καθόλου έκτακτες, όπως από το βράδυ της 17/11 έσπευσε να αναγγείλει ο αρμόδιος υπουργός.
Απέναντι σε αυτά υπάρχουν μόνο πραγματικές απαντήσεις. Αυτές της μαζικής αντίστασης, του αγώνα, της διεκδίκησης. Αυτές που θα οικοδομούν και πραγματικούς όρους για τα βήματα και το δρόμο που χρειάζεται η υπόθεση του λαού.