Στην φετινή επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου η κυβέρνηση και σύσσωμο το συστημικό κατεστημένο προσπάθησαν να επιβάλλουν σιγή νεκροταφείου απέναντι σε κάθε προσπάθεια δημιουργίας λαϊκής αντίστασης. Καλλιέργησαν με κάθε τρόπο και μέσο ένα κλίμα καταστολής και τρομοκρατίας από τις αρχές του Νοέμβρη. Πριν καλά – καλά εφαρμοστεί το lockdown, ο Χρυσοχοΐδης έτρεξε να ανακοινώσει ότι η φετινή πορεία και οι εκδηλώσεις εορτασμού δεν πρόκειται να επιτραπούν, κάτι που επανέλαβε πολλάκις και στην συνέχεια σε διάφορα διαγγέλματα του. Στην ίδια κατεύθυνση της αντιδραστικής προπαγάνδας που εξαπέλυσε η κυβέρνηση και τα πληρωμένα παπαγαλάκια της στα ΜΜΕ, κινήθηκαν και πολλά στελέχη της ΝΔ, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Μπογδάνο και τον Γεωργιάδη, που βρήκαν την ευκαιρία να «ξεσαλώσουν» απέναντι στους αγώνες του λαού.
Είναι φανερό ότι οι όποιες επικλήσεις της κυβέρνησης για την προστασία της υγείας ήταν πέρα για πέρα προσχηματικές και υποκριτικές. Η πραγματική της έγνοια ήταν το να μην αποτελέσει το Πολυτεχνείο ένα πεδίο έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας και εναντίωσης στην πολιτική της. Βέβαια οι προσπάθειες του συστήματος να «σβηστεί» από την μνήμη του λαού η σημασία και οι στόχοι της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και να περάσει στις λαϊκές συνειδήσεις σαν κάτι αντίστοιχο με τις παρελάσεις ή τον εορτασμό του Πάσχα(!) είναι μια διαδικασία που κρατάει χρόνια και ένα «αγκάθι» για το σύστημα, που όσα λουλούδια και αν προτείνει ο Μητσοτάκης να καταθέσουν οι πολιτικοί αρχηγοί δεν μπορούν να το καλύψουν.
Φάνηκε από την πρώτη στιγμή το πόσο στριμωγμένη αισθάνεται η κυβέρνηση από την εξέλιξη της πανδημίας, αλλά και από τα αποτελέσματα της πολιτικής της που έχουν φέρει χιλιάδες κρούσματα καθημερινά και εκατοντάδες νεκρούς. Μιας πολιτικής, που παρά τα κροκοδείλια δάκρυα, δεν είναι διατεθειμένη στο παραμικρό να αμφισβητήσει την διάλυση της δωρεάν περίθαλψης για τον λαό, την «θυσία» των εργαζομένων για τα κέρδη του κεφαλαίου, τις συνεχείς παλινωδίες και τους κινδύνους που αυτή φέρνει. Φαίνεται να χάνει συνεχώς έδαφος στα μάτια του κόσμου η «ατομική ευθύνη» και η προπαγάνδα ότι για όλα φταίνε «άλλοι», από την ανεύθυνη νεολαία ως το μάζεμα της ελιάς, εκτός φυσικά από την ίδια την κυβέρνηση και το σύστημα. Για αυτό επιλέγει όπως και στην πρώτη φάση της καραντίνας, να χρησιμοποιεί το lockdown για να βάλει στον πάγο κάθε πιθανότητα λαϊκής διαμαρτυρίας, κάνοντας ξεκάθαρο πως όπου -ακόμα και να σκεφτεί- ο λαός να αντισταθεί, θα χτυπιέται.
Είναι δεδομένο πως στα παραπάνω συμβάλει αρνητικά η κατάσταση που βρίσκεται σήμερα το κίνημα και η Αριστερά, η υποχώρηση ως και αποδοχή από κάποιες δυνάμεις της αστικής προπαγάνδας, αλλά και η «ευκαιρία» που εκμεταλλεύεται το σύστημα να περάσει μια σειρά από αντιδραστικά νομοσχέδια, με τις απαντήσεις απέναντί τους να είναι τουλάχιστον αναντίστοιχες. Σε αυτά πάτησε το σύστημα στην προσπάθειά του να εμφανίσει την Αριστερά ως ανεύθυνη και να παρομοιάσει τις προσπάθειες για την πραγματοποίηση της διαδήλωσης για το Πολυτεχνείο σαν ιδεολογικές (ως και «θρησκόληπτες») αγκυλώσεις, που δεν υπολογίζουν την προστασία της υγείας του λαού. Δεν είναι τυχαία και η ξεδίπλωση της θεωρίας των 2 άκρων που μετά την δίκη της ΧΑ θα πρέπει αμφότερα να «αντιμετωπιστούν», προσπαθώντας από την μια να ικανοποιήσει την ακροδεξιά της πτέρυγα, αλλά κατά βάση να δυσφημίσει τις λαϊκές αντιστάσεις.
Παρά τα όσα αναφέρθηκαν, ο «κοινωνικός αυτοματισμός» στον οποίο ήλπιζε το σύστημα δεν πέτυχε. Παρά το όργιο βίας, καταστολής και τρομοκρατίας που εξαπολύθηκε, παρά τα πρόστιμα, τις προσαγωγές και τις συλλήψεις, την απαγόρευση των συναθροίσεων άνω των 3 ατόμων, η απαγόρευση ΕΣΠΑΣΕ! Και αυτό γιατί οι κίνδυνοι για την ζωή και την υγεία του λαού από την εξέλιξη της πανδημίας, η οικονομική εξαθλίωση, αλλά και το απροκάλυπτα αντιδραστικό πρόσωπο της κυβέρνησης, όχι μόνο δεν έπεισαν τον λαό για το «άδικο» των αγώνων, αλλά αντίθετα για το δίκιο τους.
Έτσι, στις κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν σχεδόν σε όλη την χώρα, το σύστημα απάντησε με τον τρόπο που γνωρίζει. Στην Αθήνα με πρόστιμα, αστυνομοκρατία, αύρες, χημικά, ξύλο και συλλήψεις, στην Θεσσαλονίκη αντίστοιχα με την περικύκλωση όλης της συγκέντρωσης και τις προσαγωγές και συλλήψεις των διαδηλωτών, στην Πάτρα με την περικύκλωση της συγκέντρωσης στο παράρτημα που κράτησε από το πρωί ως το βράδυ, στα Γιάννενα με δεκάδες προσαγωγές πριν την συγκέντρωση και την καταστολή και τις συλλήψεις μετά, στο Ηράκλειο με προσαγωγές ολόκληρων μπλοκ κ.ο.κ. με την εικόνα να είναι η ίδια πανελλαδικά. Με τίποτα από αυτά όμως δεν κατάφερε να επιβάλει την «αφωνία» του λαού απέναντι στις πολιτικές του, που τόσο προσπάθησε.
Σε αυτή την κατάσταση οι κινήσεις των δυνάμεων της Αριστεράς δεν είχαν πάντα τον ίδιο προσανατολισμό και στόχο, παρά τους δεδομένους συσχετισμούς που καμιά φορά θολώνουν το τοπίο. Το ΚΚΕ έχοντας στην πλάτη του την «υπεύθυνη» στάση του στην συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς και τους συστημικούς επαίνους που ακολούθησαν, επέμεινε στις «συμβολικές» κινήσεις. Έτσι χωρίς ανοιχτά καλέσματα προς τον λαό, προχώρησε σε συγκεντρώσεις για «συγκεκριμένους» συμμετέχοντες. Το σύστημα, σε αντίθεση με το νόμο για την απαγόρευση των διαδηλώσεων (όπου ζητήθηκαν, αλλά και δόθηκαν «εξαιρέσεις»), δήλωσε ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί για όλους. Η πίεση που αυτό δημιούργησε, αλλά και αυτή που ασκείται από έναν κόσμο, όπως και η επιλογή των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς να επιμένουν για μέρες στο σπάσιμο της απαγόρευσης καλώντας τον λαό να συμμετέχει στις συγκεντρώσεις, φαίνεται να είχαν σαν αποτέλεσμα στην Αθήνα να μην φτάνει η «συμβολική» κίνηση το πρωί έξω από την αμερικάνικη πρεσβεία για να βγει η «υποχρέωση», αλλά -μετά και από τις συνυπογραφές με το ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ25- να πραγματοποιήσει και την μεσημεριανή στο κέντρο. Δεν είναι τυχαίο πως η στάση του ΚΚΕ σε πολλές πόλεις δεν ήταν αντίστοιχη με αυτή της Αθήνας.
Το ΚΚΕ(μ-λ) κάλεσε και συμμετείχε σε πρωτοβουλίες κοινής δράσης με τις υπόλοιπες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς με σκοπό την όσο το δυνατόν πιο συγκροτημένη και συντονισμένη απάντηση μπροστά στις πρωτοφανείς αυτές συνθήκες. Παρά τα προβλήματα που προέκυψαν σε διάφορες περιπτώσεις, είναι σημαντικό ότι ο τόνος που δόθηκε από αυτές τις προσπάθειες, ήταν στην κατεύθυνση του σπασίματος της απαγόρευσης και η αντιπαράθεση στην επιθετική πολιτική του συστήματος. Όπως είχαμε επισημάνει όμως και στο προηγούμενο φύλλο, η διαφοροποίηση που προέκυψε με τις 2 διαφορετικές ανακοινώσεις από τις οργανώσεις, μπορεί να είχε σαν επίφαση τον υπερτονισμό ή μη της αναφοράς στα μέτρα υγειονομικής προστασίας, αλλά το ουσιαστικό ζήτημα είναι και παραμένει πολιτικό. Και αυτό έχει να κάνει με το κατά πόσο θα παλέψουμε μέσα σε αυτές τις συνθήκες την μαζική συμμετοχή του λαού στα καλέσματα που βγήκαν ή αν θα επιλέξουμε κάτι πιο «συμβολικό» σαν κίνηση. Όσον μας αφορά έχουμε επανειλημμένα τοποθετηθεί για το τι είναι αυτό που μπορεί πραγματικά να ανατρέψει την πολιτική του συστήματος και αυτό δεν βρίσκεται στα πλαίσια του ακτιβισμού ή του «συμβολικού». Προκύπτει όμως ένα ζήτημα που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μπροστά στις νέες συνθήκες που βιώνουμε και αυτό γιατί -παρά την πληθώρα συσκέψεων και συνεννοήσεων που πραγματοποιήθηκαν- δεν έγινε κατορθωτή η κοινή στάση στον δρόμο. Και αν από την μια οι λογικές του τύπου «μα εγώ κάλεσα πρώτος» δεν μπορούσαν στο παρελθόν (πόσο μάλλον σήμερα) να δεσμεύουν χωρίς πολιτική λογική τις κινήσεις των υπολοίπων δυνάμεων και σαν πρακτικές θα πρέπει να αφεθούν στην άκρη, από την άλλη η συνεχής αναίρεση των συμφωνηθέντων επιλογών για να βρούμε να κάνουμε το «κόλπο» φάνηκε πως, όχι μόνο δεν λειτουργεί ευνοϊκά, αλλά εν τέλει αποσυγκροτεί και υπονομεύει την προσπάθεια που γίνεται.