Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, σ’ αυτή την ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία για τις λαϊκές μάζες, συνεχίζει ακάθεκτη το τροπάριο της βάρβαρης και αντιδραστικής πολιτικής σε όλα τα πεδία. Έχει καταφέρει να σπάσει όλα τα αρνητικά ρεκόρ στο πεδίο της πανδημίας, με τους νεκρούς να αυξάνουν καθημερινά και το σύστημα υγείας να έχει καταρρεύσει εδώ και καιρό. Έχει καταστήσει τα κατασταλτικά μέτρα το μοναδικό «αντίδοτο» στην πανδημία, προχωρώντας σε μια άνευ προηγουμένου ένταση της φασιστικοποίησης και γενίκευση των απαγορεύσεων, ενώ ταυτόχρονα ο εργαζόμενος λαός πραγματικά ασφυκτιά μπροστά στις καθολικές συνέπειες της νέας οικονομικής κρίσης.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ανακοινώνει την παράταση του προγράμματος αναστολής εργασίας και ταυτόχρονα «παίζει» με τις αντοχές χιλιάδων εργαζόμενων που είτε βρίσκονται εδώ και μήνες στο καθεστώς, είτε εντάσσονται ξανά λόγω του νέου γενικευμένου lock down. Όσοι λοιπόν βρίσκονταν σε αναστολή εργασίας μέχρι το Νοέμβριο έπαιρναν τα ψίχουλα των 534 ευρώ. Το Νοέμβρη, που ξεκίνησε το νέο lock down, ο υπουργός Εργασίας ανακοίνωσε την αύξηση του επιδόματος στα 800 ευρώ (αναλογικά με τις μέρες αναστολής), για να έρθει ο Δεκέμβρης και το επίδομα να επιστρέψει ξανά στα 534 ευρώ.
Οι εργαζόμενοι σε αναστολή βρίσκονται μπροστά σε τεράστια αδιέξοδα. Πρώτα και κύρια γιατί η εξέλιξη της πανδημίας δεν αφήνει περιθώρια ελπίδων για άμεση επαναλειτουργία της αγοράς. Τα κυβερνητικά επιδόματα προωθούνται με κορώνες «κοινωνικής πολιτικής» αλλά στην ουσία κινούνται στα όρια της πρόκλησης και δεν φτάνουν ούτε στο ελάχιστο να καλύψουν τις ανάγκες των λαϊκών οικογενειών. Επίδομα αναστολής εργασίας στην πράξη σημαίνει μισθός τσακισμένος, δώρα, λοιπά επιδόματα και άδειες ανύπαρκτα, τεράστια ανασφάλεια για το μέλλον.
Είναι προφανές πως ο υπουργός Εργασίας και η κυβέρνησή του δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για τους εργαζόμενους και την επιβίωσή τους. Θα λέγαμε πως η αύξηση του Νοέμβρη είχε χαρακτηριστικά επικοινωνιακής τακτικής μπροστά στο «πρόωρο», ακόμη και για τους κυβερνώντες, lock down. Κυρίως όμως ήθελε να «απαντήσει» στην έντονη και αυξανόμενη δυσαρέσκεια από τις τραγικές και ταυτόχρονα ταξικότατες επιλογές όλης της προηγούμενης περιόδου σε σχέση με την πανδημία και την εξέλιξή της.
Οι δύο περίοδοι παρατεταμένων lock down, με το δεύτερο, αυτό που διανύουμε σήμερα, να είναι δύσκολο να διακρίνουμε το τέλος του και η περίοδος του καλοκαιριού όπου ολόκληροι τομείς της οικονομίας συνέχισαν να υπολειτουργούν, έχουν εκτινάξει τις απολύσεις και την ανεργία, έχουν γενικεύσει τη φτώχια, την εξαθλίωση και την ανασφάλεια. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση μετατρέπει την κρίση σε ευκαιρία και συμπαρασύρει όλες τις εργασιακές σχέσεις προς τα κάτω. Ωράρια, μισθοί, συμβάσεις, εργασιακά δικαιώματα αλέθονται ξανά στις μυλόπετρες της επίθεσης.
Τα κυβερνητικά επιτελεία και τα αστικά ΜΜΕ προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας πείσουν για την αναγκαιότητα της επίθεσης. «Η πανδημία και η κρίση είναι φυσικά φαινόμενα και είμαστε όλοι ίσοι απέναντι της» . «Η οικονομία έχει πιάσει όρια και πρέπει να βάλουμε όλοι πλάτη για να σωθούμε». Θα λέγαμε πως «τα όρια της οικονομίας» έχουν γίνει λάστιχο, στενεύουν και ξεχειλώνουν υπό όρους και προϋποθέσεις πάντα ταξικού χαρακτήρα. Μπροστά στην άμεση και διαχρονική ανάγκη στήριξης του συστήματος υγείας, μπροστά στην ενίσχυση των ΜΜΜ, μπροστά στην τεράστια αναγκαιότητα στήριξης των εργαζόμενων που πλήττονται από την κρίση και την ύφεση, οι ιθύνοντες απαντούν «η οικονομία καταρρέει, χρειάζονται θυσίες από όλους». Όμως μπροστά στην υπερ-ενίσχυση των κατασταλτικών δυνάμεων, τον εξοπλισμό της στρατιωτική μηχανής, τη διάσωση «μεγάλων επενδυτών» και σε πολλές άλλες περιπτώσεις το χρήμα μπορεί να ρέει άφθονο. Είναι απλά η καπιταλιστική οικονομία. Και αντιγράφοντας το Λουκιανό θα λέγαμε: «Δέκα σου παίρνει, ένα σου δίνει, ποιος να το πει αυτό δικαιοσύνη» και «ένα και δύο κάνουνε τρία, σα δε σου φτάνουν κάνε απεργία»…