Τα συγχαρητήρια του προέδρου της Κίνας Σι Τζιν Πινγκ στις 25 Νοεμβρίου στον Μπάιντεν για τη νίκη του στις εκλογές δεν είναι φανερό αν σηματοδοτούν κάτι περισσότερο από μια διπλωματική υποχρέωση. Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας χαρακτηρίζονται πλέον από στρατηγική αβεβαιότητα. Το σίγουρο είναι ότι η νίκη Μπάιντεν δεν σημαίνει για τους Κινέζους μια ευνοϊκότερη περίοδο στις διμερείς σχέσεις. Κινέζοι αναλυτές εκτιμούν ότι η γραμμή πολιτικής Μπάιντεν θα δομηθεί πάνω στις κινήσεις του προκατόχου του.
Για αυτή την πολιτική μίλησε ο Μπάιντεν σε πρόσφατη συνέντευξη στους The New York Times, λέγοντας ότι δεν θα προχωρήσει στην κατάργηση της λεγόμενης Φάσης 1 της διμερούς συμφωνίας με την Κίνα για το εμπόριο που υπέγραψε η κυβέρνηση Τραμπ και πως «οι ΗΠΑ πρέπει να είναι σε θέση ισχύος στις διαπραγματεύσεις με την Κίνα», πρέπει… να «ανακτήσουν» τη θέση αυτή. Τόνισε επίσης ότι προέχει «να επαναφέρει την πολιτική ομαλότητα και ένα πνεύμα εθνικής ενότητας…» ώστε να διατηρήσει μια ισορροπία στην πολιτική σκηνή, χωρίς να προκαλέσει αναταράξεις.
Κι ενώ το επιτελείο του Μπάιντεν σταθμίζει τη δική του στρατηγική, ο Τραμπ, τις τελευταίες εβδομάδες της θητείας του, κλιμακώνει την αντιπαράθεση με την Κίνα. Νέοι περιορισμοί τέθηκαν σε ισχύ, περιορίζοντας τη διάρκεια της βίζας αξιωματούχων της Κίνας και των άμεσων συγγενών τους σε διάρκεια ενός μήνα, από 10 έτη που ήταν, και μία μόνο είσοδο στις ΗΠΑ. Ήδη έχει ακυρωθεί η βίζα σε πάνω από ένα εκατ. κινέζους φοιτητές και ερευνητές που... κατασκόπευαν τις ΗΠΑ! Το νέο πακέτο κυρώσεων περιέχει και άλλους λόγους: υπονόμευση της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ, ευθύνη για το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις με τη Β. Κορέα και οι επεκτατικές κινήσεις της στη Ν. Σινική Θάλασσα. Ως γνωστόν, γύρω από τη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα συγκρουόμενων διεκδικήσεων ΗΠΑ- Κίνας.
Η έναρξη του εμπορικού πολέμου μεταξύ τους, το καλοκαίρι του 2018, δικαιολογήθηκε από τον Τραμπ με το έλλειμμα των ΗΠΑ στο διμερές εμπόριο με την Κίνα. Στη συνέχεια, έθεσε τις λεγόμενες «καταχρηστικές πολιτικές» του Πεκίνου: «κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας», αθέμιτες επιδοτήσεις σε επιχειρήσεις και ιδιαίτερα την εξαναγκαστική «μεταφορά τεχνογνωσίας» στις κινεζικές επιχειρήσεις από αμερικανικές που δραστηριοποιούνται στην Κίνα. Στα ίδια ακριβώς, και με τις ίδιες διατυπώσεις, αναφέρθηκε ο Μπάιντεν στους The New York Times. Σημειωτέον ότι η εμπορική συμφωνία, την οποία σκοπεύει να διατηρήσει σε ισχύ ο Μπάιντεν, δεσμεύει την Κίνα να αυξήσει τις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων κατά 200 δισ. δολάρια μέχρι και το επόμενο έτος. Όπως προκύπτει, ωστόσο, η Κίνα είναι πολύ μακριά από αυτόν το στόχο.
Προφανώς και οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή είναι σε μια ανταγωνιστική σχέση με την Κίνα. Όμως, την ίδια στιγμή, υπάρχουν ακόμη σημαντικές μορφές αλληλεξάρτησης δύσκολα αντιμετωπίσιμες. Είναι ενδεικτικό ότι, παρά την επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες και τον εμπορικό πόλεμο, κινεζικά funds, εξειδικευμένα σε επενδύσεις στην υψηλή τεχνολογία, συνεχίζουν να επενδύουν σημαντικά σε παρόμοιες αμερικανικές εταιρείες. Παρότι ο Τραμπ επέλεξε να κλιμακώσει τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, παρά τις διαμαρτυρίες και μερίδας των αμερικανικών επιχειρήσεων, χρειάστηκε να δει ορισμένες αναγκαίες ισορροπίες. Επιδίωξε μια συμφωνία που θα μπορούσε να τονώσει την αμερικανική οικονομία, έστω και εάν τελικά η πανδημία ανέτρεψε το συνολικό του σχεδιασμό.
Η έκφραση που συνήθως χρησιμοποιείται από τα επιτελεία των ΗΠΑ για την Κίνα είναι αυτή του «στρατηγικού ανταγωνιστή» και όχι του «στρατηγικού αντιπάλου». Μια διατύπωση που αποτυπώνει περισσότερο αμηχανία παρά στοχοθεσία. Σίγουρα έχουμε απομακρυνθεί πολύ από μια πολιτική που παραπέμπει στη λογική του «στρατηγικού τριγώνου» (που αφετηρία έχει τη θητεία του Κίσινγκερ επί προεδρίας Νίξον): ισορροπία με την Κίνα ώστε να αντιμετωπιστεί η βασική απειλή που είναι η Ρωσία. Ωστόσο παραμένει βασικός στόχος η προσπάθεια για αποτροπή του ενδεχομένου να διαμορφωθεί ένας ευρασιατικός άξονας από Ρωσία και Κίνα.
Με αυτήν την έννοια ο Μπάιντεν θα κληθεί να προσδιορίσει ποιο θα είναι το περιεχόμενο του «στρατηγικού ανταγωνισμού» με την Κίνα με τρόπο που να ασκεί πραγματική πίεση και συνάμα να μην προκαλεί επιπλέον ζημιά στην αμερικανική οικονομία. Ισορροπία που δεν θα είναι εύκολο να επιτευχθεί. Σήμερα που οι ΗΠΑ κλιμακώνουν την αντιπαράθεση, επιβάλλοντας κυρώσεις (σε συσχέτιση με την κατάσταση στη Νότια Σινική Θάλασσα) σε έναν από τους κινεζικούς ενεργειακούς γίγαντες, την China National Offshore Oil Corp. (CNOOC) -απαγόρευση της εταιρείας να έχει παρουσία στις αμερικανικές αγορές ή να συνεργάζεται με αμερικανικές επιχειρήσεις- πόσο εύκολο είναι να αγνοηθεί ότι το 16,5% της εταιρίας ανήκει σε αμερικανούς επενδυτές, καθώς και οι σημαντικές συνεργασίες της με αμερικανικές εταιρείες, όπως η Exxon Mobil;
Από την άλλη, η κινεζική ηγεσία αποδεικνύεται αρκετά ευέλικτη ως προς τις πρωτοβουλίες της. Παρά την έρπουσα ένταση, η Κίνα πρωταγωνίστησε στη διαμόρφωση της μεγαλύτερης ζώνης εμπορίου: της Περιφερειακής Συνολικής Οικονομικής Συνεργασίας (RCEP) με χώρες που εκπροσωπούν σχεδόν το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας, μεταξύ των οποίων η Ν. Κορέα, η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία.
Γενικά η γραμμή Μπάιντεν περιγράφεται ως αναβίωση συμμαχιών, επιδιώκοντας τη συναίνεση των δύο κομμάτων: «Θέλω να εξασφαλίσω ότι θα δώσουμε σκληρή μάχη, επενδύοντας… πρώτα στην Αμερική», δήλωσε. Και ενώ σκέφτεται να διατηρήσει ενεργή την πολιτική Τραμπ έναντι του Πεκίνου, σχεδιάζει να συμπήξει κοινό μέτωπο κατά της Κίνας με τους συμμάχους των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα με τις χώρες της Ευρώπης, όπου όμως και η Κίνα επενδύει οικονομικά και πολιτικά. Πριν από λίγες μέρες διέρρευσε (από το Reuters) σχέδιο πρότασης που πρόκειται να στείλει η ΕΕ στην Ουάσιγκτον με στόχο μια νέα συμμαχία ανάμεσα στις δύο πλευρές προκειμένου να αντιμετωπισθεί από κοινού και να αναχαιτισθεί η επέλαση της Κίνας. Σίγουρα το περιεχόμενό του αναφέρεται στις απαιτήσεις των συμμάχων και στα σοβαρά ανταλλάγματα…
Είναι φανερό πως στο γεωπολιτικό επίπεδο τα ζητήματα είναι πολύ σύνθετα για τη νέα διοίκηση του Λ. Οίκου. Όπως τόνισε ο Μπάιντεν, αντί για «άμεσες κινήσεις», προτίθεται να προχωρήσει σε μια συνολική επανεξέταση της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Κίνας. Ωστόσο, η προσπάθεια πιο «ρεαλιστικής» αντιμετώπισης της Κίνας δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα αποτρέψει την αυξανόμενη ρωσοκινεζική συνεργασία και την προοπτική μιας ευρασιατικής σύγκλισης -και όχι μόνο πάνω στη οικονομική διάσταση της στρατηγικής «ένας δρόμος – μία ζώνη».
ΧΒ