Ζούμε μια πρωτόγνωρη –τουλάχιστον για τις τελευταίες δεκαετίες- κατάσταση. Δύο φορές μέσα σε είκοσι μέρες κηρύχτηκε άτυπα στρατιωτικός νόμος και στις 6 του Δεκέμβρη από τη μια ως την άλλη άκρη της χώρας ζήσαμε το «φράξαν το δρόμο σε έναν άνθρωπο, αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε» ακόμα και στην κυριολεξία του! Βέβαια η βαρβαρότητα, τα εγκλήματα ενάντια στους λαούς και στους εργάτες είναι στη φύση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος γενικά, είναι θεμελιώδης όρος για την καθημερινή αναπαραγωγή του και επιβεβαίωση της κυριαρχίας του. Και ο εξαρτημένος καπιταλισμός της χώρας μας έχει γεμάτες τις σελίδες του με ιστορίες βαρβαρότητας και καταπίεσης του λαού.
Όμως όλο και περισσότερο, όλο και ευρύτερα, γίνεται κατανοητό στο λαό και στη νεολαία ότι αυτά που ζούμε δεν είναι μια «έκτακτη» κατάσταση. Η κοινωνική, οικονομική και πολιτική κατάσταση και ζωή στη χώρα δεν βρίσκεται μέσα σε «μια παρένθεση» που όταν αυτή κλείσει θα βρεθούμε τάχα σε μια κάποια «κανονικότητα». Εξάλλου μια ματιά στον πλανήτη, από τη γειτονική μας Αλβανία ως τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις της Γαλλίας και των ΗΠΑ, αποκαλύπτει τις συνθήκες γενίκευσης των θυελλών που είναι μπροστά μας.
Η λεγόμενη λοιπόν «έκτακτη κατάσταση» που η κυβέρνηση με το χιλιοτρυπημένο πρόσχημα της πανδημίας επιβάλλει σε βάρος του λαού και της νεολαίας δεν είναι παρά βήματα οικοδόμησης μιας προετοιμασίας. Μια προετοιμασία για αυτό που έρχεται «μετά την πανδημία». Μια προετοιμασία για αυτά που φέρνουν στο λαό μας και στη χώρα μας η παγκόσμια κρίση, η όξυνση της επιθετικότητας και των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστών, τα αδιέξοδα του εξαρτημένου καπιταλισμού στη χώρα. Μια προετοιμασία που τη βλέπει και τη ζει στο πετσί του ο λαός, που βγάζει και αυτός τα δικά του συμπεράσματα, ανεξάρτητα από το πόσο μαζικά κινητοποιείται σε αυτή τη συγκυρία.
Απέναντι σε αυτή την προετοιμασία βρίσκονται και δοκιμάζονται οι αγωνιστικές δυνάμεις του λαού. Για να δημιουργήσουν σήμερα όρους αντίστασης και αγώνα του λαού μας που θερίζεται από την πανδημία και από την αντιλαϊκή επίθεση. Για να συνδεθούν με το λαό και να προετοιμαστούν και αυτές, μέσα στο λαό και μαζί με το λαό, για τις απαντήσεις που απαιτούνται στις αντιδραστικές θύελλες που έρχονται!
Η «ανισόμετρη» αντιδραστική θωράκιση…
Ένα από πρώτη ματιά εύλογο ερώτημα των ημερών είναι το γιατί η κυβέρνηση καταφεύγει σε τόσο εκτεταμένη και άγρια καταστολή, σε τέτοιες γενικευμένες απαγορεύσεις με άρση ακόμα και του άρθρου 11 του Συντάγματος, αφού απέναντί της δεν έχει, τουλάχιστον σε αυτή τη συγκυρία, μαζικές κινητοποιήσεις λαού και νεολαίας. Κάποιες πρώτες απαντήσεις που έχουν δοθεί στο ερώτημα αυτό από κόμματα της αντιπολίτευσης είναι φανερό ότι δεν θέλουν να «δουν» την πραγματικότητα και επιχειρούν να την προσαρμόσουν ο καθένας στα δικά του μέτρα, στις δικές του επιδιώξεις. Όμως η πραγματικότητα είναι... πεισματάρα, επιμένει και επανέρχεται!
Για παράδειγμα ο Τσίπρας, σχολιάζοντας τις απαγορεύσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου, μίλησε για «αχρείαστες και βλακώδεις» επιλογές, επιχειρώντας να κάνει αντιπολίτευση στο γνωστό φόντο του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και πριν από την «πρώτη φορά αριστερά». Τότε που παρουσίαζε τα μνημόνια περίπου ως αποτέλεσμα ιδεολογικών «εμμονών» της ΝΔ και του «νεοφιλελευθερισμού». Και γι’ αυτό ο «αντι-νεοφιλελεύθερος» ΣΥΡΙΖΑ θα τα καταργούσε με «ένα νόμο και ένα άρθρο»! Το τι έκανε βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση είναι γνωστό και δεδομένο και δεν χρειάζεται εδώ να το υπενθυμίσουμε. Αντίστοιχα σήμερα η γενίκευση και κλιμάκωση των απαγορεύσεων και της καταστολής παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα των ανάλογων αντιδραστικών «εμμονών» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ως ένα «ατυχές» γεγονός που θα ξεπεραστεί όταν και αν έρθει ξανά στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ (ενδεχομένως μαζί με άλλες… «δημοκρατικές δυνάμεις»).
Όμως, ακόμα και αν κανείς υιοθετούσε τη λογική αυτή, αν θεωρούσε πως οι απανωτές άρσεις του άρθρου 11 του Συντάγματος και το ξεχείλισμα των κρατητηρίων με στελέχη πολιτικών οργανώσεων και νεολαίους (πολλοί από αυτούς ανήλικοι) είναι μια «αχρείαστη υπερβολή» της «εμμονικής» κυβέρνησης και της (κακιάς) στιγμής, παραμένει το ερώτημα: Τότε γιατί ψηφίστηκαν ήδη και προωθούνται για ψήφιση νόμοι που βάζουν σε μόνιμο γύψο στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα των εργατών, του λαού και της νεολαίας; Ο νόμος για τις διαδηλώσεις, το νομοσχέδιο Βρούτση για τα σωματεία, το νομοσχέδιο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη για την εγκατάσταση αστυνομίας στα ΑΕΙ είναι κι αυτά της… κακιάς στιγμής; Ή μήπως απηχούν γενικότερες και συνολικές στοχεύσεις του συστήματος απέναντι στο λαό;
Ανάλογα και κάποιες άλλες απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί τόση καταστολή και απαγορεύσεις» επιχειρούν να αποφύγουν τον πυρήνα του ζητήματος και να το «εξηγήσουν» με περιφερειακές και επιμέρους επισημάνσεις. Για παράδειγμα, οι ανακοινώσεις του ΚΚΕ και οι δηλώσεις του ίδιου του Κουτσούμπα επιχειρούσαν να «εξηγήσουν» τις απαγορεύσεις για το Πολυτεχνείο ως μια προσπάθεια της κυβέρνησης να μη χρεωθεί η πολιτική της τις συνέπειες της πανδημίας στο λαό και επιπλέον ως μια προσπάθειά της να προσεταιριστεί τα «ορφανά» της Χρυσής Αυγής. Οι «εξηγήσεις» αυτές του ΚΚΕ, που «κρύφτηκε» πίσω από δευτερεύουσες ερμηνείες της κυβερνητικής πολιτικής, στόχευαν προφανώς να αποφύγουν το κεντρικό ζήτημα που θέτουν οι «έκτακτες» και μόνιμες απαγορεύσεις για να αποφύγουν και τη διατύπωση των απαντήσεων που οφείλονται! Με βάση αυτές τις «εξηγήσεις», εξάλλου, τόσο στην απεργία της 26/11 όσο και στην επέτειο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου το ΚΚΕ απείχε από κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης και διαδήλωσης.
…και οι ερμηνείες της
Τελικά το ίδιο το ερώτημα, οπωσδήποτε στις κακοπροαίρετες εκδοχές του αλλά ακόμα και ως έκφραση των πολιτικών «αφελειών» του καιρού μας, είναι προϊόν διαστρεβλώσεων και υποτιμήσεων των πραγματικών χαρακτηριστικών και δεδομένων του συστήματος, των πραγματικών διαθέσεων και δυνατοτήτων του λαού.
Μια ενδεικτική και σαφή ομολογία για το πού βρίσκονται τα αδιέξοδα του συστήματος έδωσε σε τηλεοπτική εκπομπή ο Ν. Βέττας (αναπληρωτής πρόεδρος της επιτροπής Πισσαρίδη) ο οποίος, επιχειρώντας μια συνόψιση των συμπερασμάτων της διαβόητης έκθεσης, ανέφερε ότι «τις τελευταίες δεκαετίες η οικονομία της χώρας αποκλίνει αντί να συγκλίνει με αυτήν της ΕΕ» και συνεπώς απαιτείται να αρχίσουμε τώρα «πολιτικές σύγκλισης»! Ούτε λίγο ούτε πολύ, μετά τα αλλεπάλληλα κύματα των αντιλαϊκών μέτρων, από την εποχή του Σημίτη και της προετοιμασίας για την ένταξη σε ευρώ/ΟΝΕ (για να αρχίσουμε από κάπου) μέχρι τη μνημονιακή λαίλαπα της τελευταίας δεκαετίας, μετά από όλα αυτά, με την ανεργία και την εξαθλίωση να έχουν γενικευτεί, το σύστημα αναζητά το πολιτικό προσωπικό και τους πολιτικούς όρους που θα «ξεκινήσουν» (!) τις «πολιτικές σύγκλισης» με την ΕΕ! Ή, αλλιώς, το σύστημα αναζητά ένα λαό που μετά από όλα τα παραμύθια για «έξοδο από τα μνημόνια» και επιστροφή στην «κανονικότητα» και όντας ήδη σε συνθήκες κοινωνικού και εργασιακού μεσαίωνα θα «δεχτεί» και θα υποταχτεί στη συνέχιση και την ένταση αυτής της πολιτικής!
Και όλα αυτά στο όνομα του μοναδικού αφηγήματος που μπορεί να κατασκευάσει η αστική τάξη, αυτό της «μεγάλης ιδέας» της «σύγκλισης με την ΕΕ» με την οποία από τη δεκαετία του 1980 προσπαθεί να περιτυλίξει τις πολιτικές διάλυσης των κατακτήσεων και παραρτημοποίησης της οικονομίας της χώρας. Και μάλιστα σε διεθνείς συνθήκες τέτοιες που το «λαμπρό» αυτό αφήγημα της ΕΕ αναδεικνύει τα συνολικά αντιδραστικά χαρακτηριστικά του και την κρίση συνοχής του, όπως δείχνει το brexit και η εξέλιξή του αλλά και με τον τρίτο ιμπεριαλιστικό πυλώνα του, την Ιταλία, να έχει στο 2019 δημόσιο χρέος που πλησιάζει στο 150% του ΑΕΠ!
Αυτή η ζοφερή κοινωνική–οικονομική προοπτική που το σύστημα ετοιμάζει για το λαό φορτώνεται και επιδεινώνεται πολύ περισσότερο από τη γεωπολιτική–στρατιωτική πρόσδεση της χώρας στο αμερικανο-νατοϊκό άρμα των πολέμων που απειλούν την ευρύτερη περιοχή. Τα αδιέξοδα της αστικής τάξης στο κεφάλαιο αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερα και προφανώς μπορεί να αποδειχτούν και πολύ πιο επώδυνα για τις τύχες του λαού. Η τελευταία «πρόταση» Σαμαρά για ένταξη στο ΝΑΤΟ της Κύπρου μαζί με το Ισραήλ και την Αίγυπτο είναι απολύτως αποκαλυπτική των πιο επικίνδυνων και αντιδραστικών σχεδιασμών που βυσσοδομούν στο παρασκήνιο στην εποχή Μπάιντεν, αλλά αποκαλυπτική και των τυχοδιωκτισμών που αναζητά η αστική τάξη στα πλαίσια του αντιδραστικού ανταγωνισμού της με την αντίστοιχη της Τουρκίας!
Για όλα αυτά και τις ταραχές που αυτά φέρνουν ήδη στο πολιτικό σύστημα εξελίσσεται η προετοιμασία της αντιδραστικής θωράκισης που πολύ έντονα έζησε ο λαός μας και οι αγωνιστικές δυνάμεις του ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα. Ωστόσο η προετοιμασία αυτή μετράει πολλά χρόνια πίσω της, δεν ξεκίνησε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Βέβαια η κυβέρνηση της ΝΔ και ιδίως οι συνθήκες της πανδημίας επιτάχυναν την εξέλιξη της προετοιμασίας αυτής, όπως επιτάχυναν την αντεργατική-αντιλαϊκή λαίλαπα και τη λυσσασμένη επίθεση ενάντια στη νεολαία που καταγράφηκε και στο πογκρόμ της 6ης του Δεκέμβρη.
Αλλά δίπλα και μαζί με όλα αυτά η άρχουσα τάξη και οι ιμπεριαλιστές πάτρωνές της έχουν και το φόβο του λαού και της νεολαίας της χώρας! Αυτοί κάθε άλλο παρά υποτιμούν την οργή που συσσωρεύεται και τη δύναμη της μαζικής πάλης στην οποία μπορεί να μετατραπεί. Εξάλλου, τα μηνύματα από τη στάση των λαών από μια σειρά χώρες και περιοχές του κόσμου, και με δεδομένο ότι παντού είναι πολύ αρνητικός ο συσχετισμός, κάθε άλλο παρά καθησυχαστικά είναι για το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Γι’ αυτό και για τη χώρα μας τα κέντρα εξουσίας κάθε άλλο παρά πείθονται από τις «αναλύσεις» για «το λαό που δεν καταλαβαίνει», οι οποίες κυριαρχούν εντός των δυνάμεων του συμβιβασμού και της υποταγής, των δυνάμεων που έχουν την πρώτη και κύρια ευθύνη για την ιδεολογική και πολιτική αποσυγκρότηση του λαού, για την αποσυγκρότηση του κινήματος και της πάλης. Των δυνάμεων εκείνων που όχι μόνο δεν μπορούν να αναμετρηθούν με τις διαλυτικές ευθύνες των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά, ακόμα περισσότερο, θέλουν να «δικαιολογήσουν» τη σημερινή τους προσαρμογή και υποταγή στην πολιτική των απαγορεύσεων και της φασιστικοποίησης, επαναλαμβάνοντας το αντιδραστικό θεώρημα του «λαού που δεν καταλαβαίνει».
Ευθύνες και καθήκοντα για την Αριστερά
Με βάση όλα τα παραπάνω ζούμε όχι μια κλασική άρση των συνθηκών της αστικής δημοκρατίας αλλά μια «μετεξέλιξή» της που διατηρεί τη λειτουργία των θεσμών του πολιτεύματος αλλά ταυτόχρονα συρρικνώνει μέχρι εξαφανίσεως θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα, ακόμα και ατομικές ελευθερίες των εργαζομένων και της νεολαίας. Στο στόχαστρο βασικά είναι τα δικαιώματα οργάνωσης και πάλης του λαού και της νεολαίας, αλλά από ένα σημείο και μετά γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια αυτών των δικαιωμάτων με αυτά των ατομικών ελευθεριών!
Στη βάση όλων αυτών των δεδομένων και των εξελίξεων είναι κιόλας δημόσιες οι «αναζητήσεις» ενός «νέου» πολιτικού συστήματος. Γκάλοπ μετρούν ποια κυβέρνηση συνεργασίας θα είναι «αρεστή» και μια σειρά παράγοντες, από το ακροδεξιό ως το «κεντροαριστερό» (διάβαζε κεντροδεξιό) μέρος του φάσματος του πολιτικού συστήματος, εκδηλώνουν προθέσεις και προβληματισμούς για «νέα» κόμματα. Ενώ ταυτόχρονα σε αυτό το πλαίσιο είναι ερώτημα για τις ίδιες τις δυνάμεις του συστήματος ποιες προδιαγραφές και ποιο ρόλο μπορούν να έχουν οι δυνάμεις που θα είναι αποδεκτές ως το αριστερό μέρος του επίσημου πολιτικού συστήματος.
Η πανδημία -ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι πράγματι βρίσκεται στην αρχή του τέλους της- δεν έχει τελειώσει το «έργο της». Ενώ σωρεύονται χιλιάδες πια οι νεκροί, ενώ ενεργοποιούνται τα πρωτόκολλα που αποφασίζουν ποιος δεν έχει δικαίωμα περίθαλψης, ενώ εξουθενώνεται και εξοντώνεται το υγειονομικό προσωπικό, ο κυβερνητικός-συστημικός κυνισμός μεγαλώνει για να διατηρηθεί απαρέγκλιτη η πολιτική άρνησης κάθε δικαιώματος σε περίθαλψη-υγεία για το λαό. Αλλά ταυτόχρονα η εξέλιξη της πανδημίας γίνεται και αυτή μοχλός για τις πολιτικές εξελίξεις που θα ακολουθήσουν.
Σε αυτό το τοπίο δοκιμάζονται και καλούνται να αγωνιστούν οι δυνάμεις που θέλουν να υπηρετήσουν το λαό, οι δυνάμεις της Αριστεράς και της επαναστατικής προοπτικής. Σε όλο το τελευταίο διάστημα επιβεβαιώθηκε ότι το πολιτικό τους βάρος, οι ρίζες τους και η επαφή τους με το λαό είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτό που μπορεί να μετρηθεί, από τα γκάλοπ και τις εκλογές, ακόμα και από τις οργανωτικές τους δυνατότητες. Επιβεβαιώθηκε ότι οι αγωνιστικές πρωτοβουλίες κόντρα στις απαγορεύσεις και το όργιο καταστολής και τρομοκρατίας έχουν «επικοινωνία» με σημαντικά κομμάτια του λαού και της νεολαίας. Γι’ αυτό οι πρωτοβουλίες αυτές κάθε άλλο παρά ως «γραφικές ιδιαιτερότητες» αντιμετωπίζονται από το σύστημα και τις δυνάμεις καταστολής. Γι’ αυτό είναι σημαντικές ακόμα και αν δεν καταφέρνουν άμεσα βήματα μεγάλης μαζικοποίησης των αντιστάσεων -και σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να επιμείνει το δυνατόν ευρύτερο αριστερό αγωνιστικό δυναμικό. Όχι βέβαια με τη λογική «να δώσει γροθιά στο μαχαίρι». Αλλά με τη λογική της υπεράσπισης και διεύρυνσης όλου εκείνου του κόσμου που μπορεί ένα μέρος του σήμερα να έχει ακόμα τα χαρακτηριστικά «ακροατηρίου», αλλά προετοιμάζεται για να προστεθεί και να φουσκώσει τη «μαγιά» της μαζικής πάλης.
Γι’ αυτό και με την επίγνωση όλων των δυσκολιών και των απαιτήσεων που αντιμετωπίζουμε αλλά και με εμπιστοσύνη στο λαό και τη νεολαία, μαθαίνοντας από τις δοκιμασίες, πρέπει πιο αποφασιστικά να παλέψουμε για να βρεθούμε μέσα στο λαό και με το λαό με όρους αγώνα και μαζικής πάλης. Αυτή είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό αλλά και η πραγματική πολιτική «προφύλαξη» των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά και στην επαναστατική προοπτική. Και σε αυτόν, το λαό και τους αγώνες του, είναι που χρειάζεται να «φτάσει» και να δυναμώσει η κατεύθυνση της μαζικής αντίστασης και διεκδίκησης. Η κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής, της αντιιμπεριαλιστικής, αντιδιαχειριστικής πάλης.