Στις 16 Νοέμβρη, έντεκα διευθυντές κλινικών του νοσοκομείου Παπανικολάου δημοσίευσαν κοινή ανακοίνωση. Εκεί μιλούν για επισφαλή νοσηλεία των ασθενών λόγω έλλειψης ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, για «εντέλλεσθε» όσον αφορά τη διαχείριση του εναπομείναντος προσωπικού ύστερα από τις παραιτήσεις ειδικευόμενων γιατρών, για τη διαχείριση των υποδομών του νοσοκομείου με εντολές της διοίκησης. Αποκορύφωμα ήταν το γεγονός πως το νοσοκομείο θα ξεκινούσε γενική εφημερία χωρίς διαθέσιμα κρεβάτια ΜΕΘ, κάτι που σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να δεχτεί πλέον άλλους ασθενείς Covid-19. Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε αίσθηση. Ενδιαφέρον όμως έχει η απάντηση της διοίκησης του νοσοκομείου, η οποία προσπερνά την ουσία της ανακοίνωσης, κάνοντας λόγο για «ένα μικρό μέρος του συνόλου των ειδικών ιατρών που υπηρετούν στο Νοσοκομείο, οι οποίοι αριθμούν σε 276 ιατρούς όλων των ειδικοτήτων, δεν είναι όλοι Συντονιστές Διευθυντές Κλινικών/Τμημάτων και σίγουρα η ανακοίνωση τους δεν εκφράζει την συντριπτική πλειοψηφία των ιατρών του νοσοκομείου, που αυτή την ώρα δίνουν ενωμένοι την μάχη». Αφήνουμε ασχολίαστη την ανακοίνωση, η οποία διαψεύστηκε όσον αφορά το ποιους και πόσους εκφράζει αυτή η ανακοίνωση. Γιατί φάνηκε από τις αμέσως επόμενες ημέρες πως η ίδια κατάσταση επικρατεί και στα υπόλοιπα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, αλλά και όλης της χώρας και μόνο αδιάφορους δεν αφήνει τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία και τον λαό γενικά.
Νέες δηλώσεις άλλων γιατρών και νοσηλευτών έφεραν στο φως ελλείψεις του νοσοκομείου Ιπποκράτειου. Ελλείψεις σε προσωπικό, που έχουν ως αποτέλεσμα την καταπόνηση και τη βιολογική εξάντλησή του, ελλείψεις σε κλίνες (όχι μόνο κλίνες ΜΕΘ), σε κλινικές, σε κτίρια, σε ασθενοφόρα του νοσοκομείου αλλά και του ΕΚΑΒ. Όλα αυτά και πολλά άλλα έχουν ως αποτέλεσμα η περίθαλψη που λαμβάνει ο ασθενής να μην είναι πάντα αυτή που θα έπρεπε να λάβει για την κατάσταση της υγείας του.
Πολύς λόγος, επίσης, έχει γίνει για τον αριθμό κλινών ΜΕΘ που έχουν αναπτυχθεί για να αντιμετωπιστεί το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού. Πολλοί γιατροί είναι κατηγορηματικοί: «Ούτε μία έστω καινούργια, που να πουν ότι αυτή την κάνουμε επί τούτου περιμένοντας το δεύτερο κύμα. Κλείσαμε αυτές που είχαμε ήδη και τις εντάξαμε στον κορωνοϊό», δηλώνει η Ελένη Σιώτου, πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων του νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Γεώργιος Παπανικολάου», παραθέτοντας μάλιστα και συγκεκριμένους αριθμούς. Την ίδια εικόνα παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα νοσοκομεία: Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας, μονάδες εγκαυμάτων, χειρουργεία, έχουν μετατραπεί στα λόγια σε ΜΕΘ. Όπως επίσης απλοί θάλαμοι κλινικών με αναπνευστήρες στην Κατερίνη και τον Πολύγυρο αλλά και στη Θεσσαλία προσμετρούνται ως ΜΕΘ…
Όπως πολύ χαρακτηριστικά ειπώθηκε, τα κρεβάτια και τα ντουβάρια δεν θα σώσουν τον ασθενή. Τον ασθενή τον περιθάλπει ο γιατρός και ο νοσηλευτής. Και λείπουν και αυτοί από τα νοσοκομεία, σε τέτοιο βαθμό που καθιστούν αναποτελεσματικά τα όποια υλικά μέσα. «Από γιατρούς, για το δεύτερο κύμα, την Δευτέρα (23 Νοεμβρίου) ήρθαν 3 και διορίστηκαν. Ξέρετε ποιοι είναι αυτοί; Η προκήρυξη του 2018. Στο Παπανικολάου ήταν να έρθουν από εκείνη την προκήρυξη συνολικά 9, ήρθαν 2 το καλοκαίρι και 3 τώρα και δεν ξέρω πόσοι θα ξεμπλοκαριστούν για να έρθουν ακόμα…». Αυτή την εικόνα μεταφέρει ο Χαράλαμπος Κοροξενός, εκπρόσωπος των εργαζομένων του ΑΧΕΠΑ. Αυτή την εικόνα των 300 κενών οργανικών θέσεων προσπάθησαν να αναδείξουν οι γιατροί του νοσοκομείου Παπαγεωργίου σε κινητοποίησή τους, με αφορμή την επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στα γραφεία της διοίκησης του νοσοκομείου. Αυτή την εικόνα προσπαθεί να αποκρύψει η κυβέρνηση, πολυδιαφημίζοντας τους «διορισμούς» γιατρών. Αυτή την εικόνα προσπαθεί να αποκρύψει μετακινώντας προσωπικό από κλινική σε κλινική, από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, όπως η μετακίνηση παθολόγου και τριών ειδικευόμενων γιατρών από το νοσοκομείο Σερρών στο νοσοκομείο Δράμας.
Και αυτή η σημερινή εικόνα είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής ανάλγητης, όλων των κυβερνήσεων που υπηρετούν ένα σύστημα που αδιαφορεί για την υγεία του λαού. Που επέλεξε να μην κάνει τίποτα όσον αφορά την πρόληψη και την προστασία του λαού στους χώρους μετακίνησης και εργασίας. Που προσβλέπει στο κέρδος. Που θέλει να μετατρέψει και την αρρώστια ακόμα σε ευκαιρία για το ίδιο. Με βάση δικά τους στοιχεία και εκτιμήσεις, θα έπρεπε να υπάρχουν 3.500 ΜΕΘ στη χώρα, τη στιγμή που υπάρχουν 917 κι αυτές χωρίς τον απαραίτητο αριθμό προσωπικού (δύο αντί τεσσάρων). Αυτές οι πολιτικές είχαν ως αποτέλεσμα στη Θεσσαλονίκη να κλείσουν νοσοκομεία ζωτικής σημασίας για την περίθαλψη του λαού (Παναγία και Λοιμωδών) και να καταργηθούν κλινικές σε πολλά νοσοκομεία. Οι συνταξιοδοτήσεις δεν καλύφθηκαν από νέες προσλήψεις. Οι κενές οργανικές θέσεις ανέρχονται στις 30.000 και οι προσλήψεις που γίνονται είναι ορισμένου χρόνου. Νοσοκομειακό προσωπικό (γιατροί, νοσηλευτές, βοηθητικό προσωπικό) απολύεται. Τομείς καθαριότητας και σίτισης παραχωρούνται σε ιδιώτες γιατί είναι «ασύμφοροι». Σε πολλά νοσοκομεία δεν λειτουργούν οι απαραίτητες μονάδες (γεγονός που έφερε στην επιφάνεια ο θάνατος ακτινολόγου στο νοσοκομείο Νάουσας, γιατί δεν υπάρχει ΜΕΘ). Το ΕΚΑΒ κατά γενική ομολογία αδυνατεί να ανταποκριθεί («κανονικές» και «έκτακτες» λόγω Covid-19), δεν είναι πρωτοφανές το γεγονός πως για τη διακομιδή ασθενούς χρειάστηκαν 3 ασθενοφόρα, γιατί παρουσίαζαν βλάβη το ένα μετά το άλλο! Οι γιατροί ζητούν τη συνδρομή του στρατού (διάθεση νοσοκομείων, όπως το παλιό 424, διάθεση ασθενοφόρων), ζητούν ξενοδοχεία και άλλους χώρους όπου θα μπορούν να συνεχίζουν τη νοσηλεία τους ασθενείς Covid-19 που έχουν διαφύγει τον κίνδυνο, αλλά δεν είναι πλήρως αρνητικοί, να αποφευχθούν δηλαδή τα «επιθετικά εξιτήρια», ζητούν επίταξη ιδιωτικών νοσοκομείων. Η απάντηση του κράτους είναι αρνητική. Στο 424 στήθηκαν σκηνές, τα νοσοκομεία παραμένουν κλειστά, χώροι δεν διατίθενται και η επίταξη των ιδιωτικών κλινικών μετατράπηκε σε δανεισμό νοσηλευτών και γιατρών στις ιδιωτικές κλινικές. Διάχυτη είναι η υποψία ότι γίνεται επιλογή ασθενών προς νοσηλεία σε ΜΕΘ και δεν θα πρέπει να εκπλήξει η πιθανή «αξιοποίησή» της από το σύστημα στο μέλλον, εννοείται εις βάρος των γιατρών.
Προς το παρόν η «αξιοποίηση» και προβολή από τα συστημικά ΜΜΕ στοχεύει στο θυμικό. Εικόνες, μουσική υπόκρουση, συναισθηματισμός. Όλα αυτά ίσως να αρκούν για να γεμίσουν τις στήλες των εφημερίδων και τον τηλεοπτικό χρόνο, αλλά δυστυχώς προκρίνουν τον οίκτο για όσους βρίσκονται «στην πρώτη γραμμή» στη μάχη της «ανάσχεσης» του ιού ή ακόμα χειρότερα στην τελευταία γραμμή άμυνας (ενώ στην πραγματικότητα ξέρουμε ότι δεν θα έπρεπε να ήταν τίποτα από αυτά). Αφήνουν την επίγευση ότι είναι μάταιος αυτός ο αγώνας, αποκρύπτουν τις αιτίες για τη ζοφερή αυτή κατάσταση και βγάζουν από το κάδρο τον πραγματικό υπαίτιο. Ο δρόμος από τη χλεύη και τις συλλήβδην κατηγορίες για «φακελάκια» και αδιαφορία προς τους ασθενείς, στα χειροκροτήματα του πρώτου κύματος της πανδημίας και από εκεί ξανά στην καταστολή όσων τολμούν και διεκδικούν αγωνιστικά καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους ίδιους και νοσηλεία για όλο τον λαό αποδεικνύεται μικρός και διανύεται εν ριπή οφθαλμού. Οι υποσχέσεις για ένταξη των νοσοκομειακών επαγγελμάτων στα βαρέα και ανθυγιεινά παραμένουν υποσχέσεις. Οι διορισμοί το ίδιο. Για όποιους τολμούν και διεκδικούν αγωνιστικά επιφυλάσσεται ειρωνεία από τις διοικήσεις: «όποιος δεν μπορεί να παραιτηθεί», διαμηνύει ο διοικητής του νοσοκομείου Πολυγύρου Κωνσταντίνος Δεδελούδης, στους εργαζόμενους που διεκδικούν μέσα ατομικής προστασίας, όπως ολόσωμες στολές για το προσωπικό, εγγυήσεις για την ασφάλεια του προσωπικού και στελέχωση του νοσοκομείου. Τα ΜΑΤ στο νοσοκομείο της Λάρισας «φροντίζουν» να μην κινητοποιηθούν οι γιατροί και οι νοσηλευτές και να μην βρει αλληλεγγύη η απεργία πείνας που ξεκίνησε από τις 2 Νοέμβρη ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Τραυματιοφορέων, Λάμπρος Τσάπαλης. Δακρυγόνα και καταστολή ήταν η απάντηση της κυβέρνησης, όταν διεκδίκησαν αγωνιστικά με απεργίες και απεργιακές κινητοποιήσεις το δικαίωμά τους στην ασφαλή εργασία. Νόμοι, νομοσχέδια και οι χουντικής «αύρας» απαγορεύσεις θωρακίζουν το σύστημα και προλειαίνουν την εξαπόλυση νέας αντεργατικής επίθεσης στο σύνολο των εργαζομένων.
Το κίνημα δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του «λογιστή», πόσες κλίνες, πόσες ΜΕΘ, πόσοι γιατροί, πόσο νοσηλευτικό προσωπικό (πρέπει να) υπάρχει. Ούτε τον ρόλο του τροχονόμου, πού θα μοιραστεί το υλικό, πώς θα επανδρωθεί το κάθε νοσοκομείο. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να υπάρχουν νοσοκομεία, γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό. Να έχει πρόσβαση ο λαός στις υπηρεσίες υγείας. Όταν αρρωσταίνει, να μπορεί να βρει γιατρό. Δωρεάν. Και όταν αυτά δεν τα «έχει», ο μόνος δρόμος είναι ο δρόμος της διεκδίκησής τους.
Χ.Κ.