Οι μέρες που διανύουμε είναι σημαδεμένες από τον κορονοϊό και τις συζητήσεις γύρω από την αντιμετώπισή του. Αναπόφευκτα, η κριτική στα συστήματα υγείας, τη λειτουργία τους, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες τους, τους στόχους που έχουν και την εξάρτηση από το οικονομικό-πολιτικό οικοδόμημα βρίσκονται στο κέντρο αυτών των συζητήσεων.
Ένα από τα καίρια ερωτήματα είναι αν θα μπορούσε ένα σύστημα υγείας να αντιμετωπίσει μια πανδημία όπως η σημερινή και αν υπήρξαν στο παρελθόν δείγματα αλμάτων στην αντιμετώπιση ασθενειών που επί αιώνες μάστιζαν την ανθρωπότητα.
Στη συζήτηση αυτή, δεν είναι λίγοι αυτοί που αναφέρονται στο σοβιετικό σύστημα ιατρικής, περίθαλψης και αποκατάστασης ως ένα τέτοιο λαμπρό παράδειγμα. Μάλιστα, στη συζήτηση για τη δημιουργία Μουσείου Σοβιετικών Επιτευγμάτων που ξεκίνησε πέρυσι, το ιατρικό σύστημα περίθαλψης αναφερόταν ως μία από τις πιο σπουδαίες κατακτήσεις των Σοβιετικών, που δεν θα πρέπει να ξεχάσουν οι μελλοντικές γενιές.
Αξίζει λοιπόν να γίνει μια αναφορά σε πλευρές της πτυχής αυτής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και τα επιτεύγματά της. Φυσικά, πέρα από εμάς κάθε είδους αγιοποίηση και εξωραϊσμός. Όμως, από την άλλη, θα πρέπει να θυμηθούμε και να διδαχτούμε από την ιστορία του παγκόσμιου κινήματος, τους στόχους που έθετε, τις επιτυχίες και τις παρακαταθήκες του.
Ας δούμε λοιπόν τι χώρα παρέλαβε η ΕΣΣΔ από την τσαρική Ρωσία: Μία χώρα που μαστιζόταν από επιδημίες και μεταδοτικές ασθένειες, με το μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας στον κόσμο, με ελάχιστους γιατρούς, κι αυτούς συγκεντρωμένους στις μεγάλες πόλεις. Τα δε νοσοκομεία ήταν πολύ λίγα, αλλά και με ελάχιστες κλίνες, το πολύ είκοσι.
Απέναντι σε αυτά, από την πρώτη στιγμή της Επανάστασης δημιουργήθηκε ειδικός επιστημονικός τομέας, υπό την καθοδήγηση του υπουργείου Υγείας και σημαντικών επιστημόνων, με σκοπό την αντιμετώπιση των επιδημιών, τον μαζικό εμβολιασμό, την πρόληψη των ασθενειών, αλλά και την αποκατάσταση των ασθενών.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, δεν θα μπορούσαμε παρά να αναφερθούμε στα χιλιάδες σανατόρια που ιδρύθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1920 σε ολόκληρη την ΕΣΣΔ, με πρωτοπόρα την περιοχή της Κριμαίας. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι και η Γιάλτα, στην οποία πραγματοποιήθηκε το 1945 η περίφημη διάσκεψη, ήταν πόλη με τέτοια σανατόρια, για φυματικούς και άλλους ασθενείς. Η αστική προπαγάνδα αναφέρει ότι τα σανατόρια αυτά ήταν μόνο για την ελίτ της ΕΣΣΔ, ο αριθμός τους όμως και η γεωγραφική τους εξάπλωση ήταν τέτοια που αποκλείουν μια τέτοια πιθανότητα. Ήδη ως το 1939 υπήρχαν πάνω από 1.800 σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση, ενώ ο αριθμός τους μεγάλωσε μεταπολεμικά, κυρίως από την ανάγκη αποκατάστασης των εκατομμυρίων τραυματιών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στα σανατόρια αυτά μπορούσαν να συνδυάσουν οι εργαζόμενοι τη θεραπεία τους με δωρεάν διακοπές και ανάπαυση, έτσι ώστε να ανακτήσουν όχι μόνο τη σωματική του υγεία αλλά και την ψυχική τους ανανέωση, φυσικά δωρεάν. Για να αντιληφθεί κανείς την πρωτοπορία του εγχειρήματος, αρκεί να θυμηθεί ότι, π.χ., στη Γαλλία πρώτη φορά το 1936 θεσπίστηκαν θερινές διακοπές μετ’ αποδοχών. Τα σανατόρια ήταν βασικός πυλώνας της πολιτικής Υγείας της ΕΣΣΔ σε ολόκληρη την περίοδο της ύπαρξής της.
Η πρόληψη, από την άλλη, είχε μεγάλη σημασία για την πολιτική Υγείας της ΕΣΣΔ. Πέρα από τη γενική φροντίδα για τους εργαζόμενους (μειωμένες ώρες εργασίας, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, φροντίδα για τις γυναίκες και τις μητέρες), ήταν τα μέτρα υγιεινής και προφύλαξης. Το πλύσιμο των χεριών, που τώρα ανακαλύφθηκε ως γενική οδηγία, υπήρχε ήδη από τη δεκαετία του 1920 στην ΕΣΣΔ, ενώ οι συνθήκες ασφαλείας θεωρούνταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία τμημάτων και εργοστασίων. Πόσο σημαντική ήταν η υγιεινή για το ΚΚΣΕ και την ΕΣΣΔ φαίνεται από την απόφαση ήδη του 8ου Συνεδρίου το 1919 που έθεσε ως πρωταρχικά καθήκοντα την εξυγίανση των κατοικημένων χώρων, την προστασία του εδάφους, του νερού και του αέρα, την υγειονομική προστασία των εστιατορίων, τη δημιουργία υγειονομικής νομοθεσίας κ.λπ.
Φυσικά, κομβικό ρόλο στην υπόθεση αυτή έπαιξε και το υγειονομικό προσωπικό, όπως και οι δαπάνες για την υγεία, που πολλαπλασιάστηκαν έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1940 το υγειονομικό-αντιεπιδημικό δίκτυο της ΕΣΣΔ είχε 12.500 ειδικευμένους γιατρούς, 1.943 σταθμούς, 1.940 βακτηριολογικά-επιδημιολογικά εργαστήρια και 789 σταθμούς απολύμανσης. Ενδεικτικό του ενδιαφέροντος για την περίθαλψη των πολιτών είναι ότι, παρά τις τεράστιες καταστροφές που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του Πολέμου, ως το 1947 είχαν αποκατασταθεί οι περισσότερες δομές υγείας.
Περιττό φυσικά να ειπωθεί ότι όλες οι παρεχόμενες υπηρεσίες ήταν δωρεάν για όλους. Ο προσανατολισμός προς τη λογική της δημόσιας υγείας για όλους φαίνεται και από μια σημαντική λεπτομέρεια: Η Ακαδημία Ιατρικών Επιστημών της ΕΣΣΔ εξέδωσε μια εκλαϊκευμένη πεντάτομη ιατρική εγκυκλοπαίδεια η οποία απευθυνόταν όχι τόσο σε ειδικούς όσο στον γενικό πληθυσμό. Η Εγκυκλοπαίδεια αυτή έτυχε ευρύτατης αποδοχής όχι μόνο στα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ αλλά και της Δύσης και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες - και στα ελληνικά.
Ο μαζικός εμβολιασμός επίσης ήταν μια σημαντική κατάκτηση της ΕΣΣΔ, με στόχο τη μείωση, έως εξάλειψη, τρομερών ασθενειών, όπως η ευλογιά. Ήδη από το 1919, με διάταγμα του ίδιου του Λένιν, εγκαινιάστηκε πρόγραμμα μαζικού εμβολιασμού ενάντια στην τρομερή αυτή πάθηση, με αποτέλεσμα το 1930 η Σοβιετική Ένωση να είναι η πρώτη χώρα παγκοσμίως που εξάλειψε την πάθηση αυτή.
Η τρομερή πάθηση της εποχής, η πανούκλα, εξαλείφθηκε από τα προληπτικά μέσα υγιεινής που είχαν παρθεί, όμως και για την πάθηση αυτή οι σοβιετικοί γιατροί ανακάλυψαν το εμβόλιο με τη χρήση στρεπτομυκίνης, προκειμένου να εξαλείψουν μια επιδημία που εμφανίστηκε στη μακρινή Μαντζουρία το 1945-7.
Η κατατρόπωση της πολιομυελίτιδας επίσης έχει μια διδακτική ιστορία. Παρόλο που στη δεκαετία του 1950 ο αμερικάνος επιστήμονας Σάμπιν είχε ανακαλύψει ένα χρηστικό εμβόλιο εναντίον της, οι ΗΠΑ δίσταζαν να το χρησιμοποιήσουν. Τότε, αυτός στράφηκε στους Σοβιετικούς, οι οποίοι εμβολίασαν 90 εκατομμύρια παιδιά και εφήβους, με αποτέλεσμα η ασθένεια να εξαφανιστεί από τη χώρα.
Η χολέρα επίσης αποτέλεσε μια πολύ σοβαρή ασθένεια της εποχής. Το 1922 μάλιστα αντιμετωπίστηκε μια εισαγόμενη, από το Αφγανιστάν, επιδημία. Τότε, μια νεαρή μικροβιολόγος, η Ζ. Γερμόλεβα, ανακάλυψε τη χλωρίωση του νερού ως τρόπο αντιμετώπισης αυτής της τρομερής πάθησης. Η ανακάλυψη αυτή της έδωσε τον τίτλο της καθηγήτριας, όμως το σπουδαιότερο είναι ότι αυτή η πρακτική χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα παγκοσμίως.
Η Γερμόλεβα πήρε το προσωνύμιο «κυρία Πενικιλίνη» κατά τον Β΄ ΠΠ, όταν αντιμετώπισε μια άλλη επιδημία χολέρας που ξέσπασε στο Στάλινγκραντ κατά τη διάρκεια της μάχης, καθώς τα πτώματα ήταν πολλά και άταφα. Η επιστημονική ομάδα που έδρασε υπό την καθοδήγησή της προχώρησε σε μαζικούς εμβολιασμούς, χλωρίωση του νερού και θεραπεία των ήδη πασχόντων, με αποτέλεσμα να εξαλειφθεί η επιδημία.
Το προσωνύμιο «κυρία Πενικιλίνη» το απέκτησε το 1944 από τον άγγλο συνάδελφό της και μετέπειτα νομπελίστα Χάουαρντ Φλόρεϊ, όταν αυτός είδε με έκπληξη ότι όχι μόνο παρασκεύασε πενικιλίνη χωρίς να έχει πληροφορηθεί από τη Δύση τα συστατικά της, αλλά και ότι το σκεύασμα της Γερμόλεβα ήταν πιο αποδοτικό.
Αυτή η μικρή σταχυολόγηση από τις επιτυχίες των γιατρών της Σοβιετικής Ένωσης έγινε για να καταδείξει την τεράστια απόσταση που μας χωρίζει σήμερα, περίοδο της καπιταλιστικής – ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, από την περίοδο όπου η εργατική τάξη και το κομμουνιστικό κίνημα οικοδομούσαν τον σοσιαλισμό. Τότε που η ιατρική επιστήμη και γενικότερα η περίθαλψη έμπαιναν πραγματικά στην υπηρεσία του λαού και την καθολική προστασία του, χωρίς το καπιταλιστικό κέρδος να βάζει φραγμό στην πρόσβαση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Κώστας Μιχαλάκης
Εκπαιδευτικός – Ιστορικός συγγραφέας