Η διαχείριση της πανδημίας και ιδιαίτερα των επιπτώσεων για την επόμενη μέρα, αποτελεί ήδη το επίδικο για κάθε χώρα. Ωστόσο, και σε ό,τι αφορά τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα και βασικά τις ΗΠΑ, η διαχείριση αυτή όχι μόνο πρέπει να είναι συμβατή με τους γενικότερους, όσο και ιδιαίτερους στόχους τους, αλλά θα πρέπει και να τους υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο.
Το επιτελείο Τραμπ, από την αρχή της υγειονομικής κρίσης, έδειξε τις διαθέσεις του απέναντι στην Κίνα. Η επιχειρηματολογία για τη διάδοση του ιού μέσω Κίνας αναπαράγεται από τις ΗΠΑ, με την ίδια περίπου μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στον λεγόμενο «εμπορικό πόλεμο».
Τα τελευταία χρόνια, οι ΗΠΑ διαμορφώνουν απέναντι στην Κίνα «σκληρή γραμμή», κάνοντας την ισορροπία μεταξύ συνεργασίας και ανταγωνισμού να γέρνει αποφασιστικά προς τον δεύτερο. Οι συνεχιζόμενες κατηγορίες των ΗΠΑ, και με κάθε αφορμή, ενάντια στην Κίνα, ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο στις σινοαμερικανικές σχέσεις, διαμορφώνοντας νέα δεδομένα, που βρίσκονται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, σε τροχιά σύγκρουσης και σε πολλαπλά επίπεδα. Η δικαιολογία για το πάγωμα της χρηματοδότησης του Π.Ο.Υ, ίσως, και σύντομα, να αποδειχθεί η κορυφή του παγόβουνου, σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των σινοαμερικανικών σχέσεων, αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων. Άλλωστε, η αμφισβήτηση πολυμερών οργανισμών, που οι ίδιες οι ΗΠΑ επέβαλαν μεταπολεμικά, ξεκινά με την αρχή της θητείας Τραμπ και πρέπει να θεωρηθεί ως μια τακτική ξεδιπλώματος μιας νέας επιθετικής πολιτικής, που κάποιοι αναλυτές επιμένουν να τη θεωρούν «απομονωτισμό και εσωστρέφεια»!
Σήμερα, η τακτική του επιτελείου Τραμπ απέναντι στην Κίνα έχει διπλή κατεύθυνση. Σε πρώτη φάση, και στο εσωτερικό, στοχεύει (λίγους μήνες πριν τις εκλογές) σε μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων, ώστε να πειστούν πως για ό,τι συμβαίνει σήμερα και για όποιες επιπτώσεις ακολουθήσουν, θα φταίει το Πεκίνο.
Από την άλλη, η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με την Κίνα απαιτεί τη συναίνεση συνολικά της Δύσης (παρά την ένταση και τους ανταγωνισμούς στους κόλπους της). Άλλωστε, και στους κόλπους της ΕΕ είναι έντονες οι ανησυχίες για την πολιτική εμβέλεια του κινέζικου προγράμματος συνεργασίας «17+1», σε Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Η Κίνα απαντά στις νέες κατηγορίες, όπως και στις παλιές, με το κύριο βάρος στη διπλωματία. Προτάσσει την ήπια ισχύ (soft power) σε παγκόσμιο επίπεδο, μια ικανότητα της Κίνας που χτίστηκε σταδιακά, αξιοποιώντας στρατηγικά αδιέξοδα των άλλων ιμπεριαλιστών και βασικά των ΗΠΑ. Έτσι, αν και είναι η χώρα που ξεκίνησε η πανδημία, φαίνεται να πρωτοστατεί στη τεχνογνωσία (know how) παρασκευής φαρμακευτικών σκευασμάτων, αλλά και στην παροχή βοήθειας με ιατρικό προσωπικό, αναλώσιμα και ιατροφαρμακευτικό υλικό. Σε αυτό συνέβαλε και ο Π.Ο.Υ, επαινώντας την Κίνα γιατί «έθεσε ένα νέο πρότυπο για τον έλεγχο των επιδημιών», προτείνοντας και σε άλλες χώρες να το αναπαράγουν! Ευρωπαϊκές χώρες που δέχτηκαν μέχρι στιγμής την αρωγή της Κίνας είναι η Ιταλία, η Ελλάδα, η Σερβία, η Τσεχία, η Γαλλία και η Ισπανία.
Το Πεκίνο ως πρώτο μέλημα έχει τη μη διακύβευση των πλεονεκτημάτων που έχτισε στις διεθνείς σχέσεις του, αλλά το πάει και παραπέρα. Ξεκινώντας διεθνή εκστρατεία, με αφορμή την πανδημία, υπογραμμίζει τις αποτυχίες των δυτικών διακυβερνήσεων, προβάλλοντας την Κίνα ως ηγέτη της παγκόσμιας αντίδρασης στην αντιμετώπισή της.
Η κόντρα ΗΠΑ-Κίνας αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον, αν κανείς την εστιάσει σε έναν από τους σημαντικότερους πολιτικο-οικονομικούς συντελεστές: την τεχνολογία και την τεχνογνωσία. Άλλωστε, τα χαρακτηριστικά της τεχνολογικής εξάρτησης δεν είναι κατά βάση ποσοτικά. Στην περίπτωση της Κίνας, ο καινοτόμος φορέας που απασχολεί περισσότερο τους ανταγωνιστές της είναι η Huawei, που μπορεί να καταστεί ο κυρίαρχος πάροχος τεχνολογίας 5G παγκοσμίως, εφοδιάζοντας (πουλώντας) δομές τηλεπικοινωνιών, για την ταχεία και ογκώδη συλλογή και μετάδοση δεδομένων. Υπό το πρίσμα της παρούσης πανδημίας, είναι σχεδόν βέβαιο πως αυτή η τεχνογνωσία θα αξιοποιηθεί υπέρ του επιχειρήματος της τηλεργασίας, των αυτοματοποιήσεων, κ.λπ. (τα πάντα από απόσταση!).
Ωστόσο, τα αίτια είναι βαθύτερα και αφορούν τη δυνατότητα της Κίνας, (τώρα και στο μέλλον) να μεταφράζει οικονομικά οφέλη σε πολιτικά. Μεταπολεμικά η ισχύς των ΗΠΑ -ανεξαρτήτως προέδρου- στηρίζεται και σε έναν επιτυχή συνδυασμό υλικών δυνατοτήτων και πολιτικής νομιμοποίησης.
Ήδη, και αυτό φαίνεται, η αντιπαράθεση αρχίζει να παίρνει και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ρετουσάροντας ένα παλιό δίπολο: ο κρατικισμός-παρεμβατισμός της συγκεντρωτικής εξουσίας (πέρα από τα σύμβολα), σε οικονομία και κοινωνική ζωή, σε αντιδιαστολή με τη «φιλελεύθερη» και δημοκρατική Δύση. Προς επίρρωση του παραπάνω, από πλευράς ΗΠΑ, επισημαίνεται πως η κινεζική κυβέρνηση απέκρυψε αποτελέσματα τεστ, προκειμένου να διατηρήσει τον επίσημο αριθμό χαμηλά και να συντηρήσει το αφήγημα ότι έχει κερδίσει τον πόλεμο κατά του ιού.
Αυτή η παράμετρος ενδέχεται να αποκτήσει βαρύνουσα σημασία από δω και πέρα, προσδιορίζοντας ένα πιο ανεβασμένο επίπεδο αντιπαράθεσης. Καθώς η ένταση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας αυξάνεται, τροφοδοτεί και συζητήσεις σχετικά με ομοιότητες και, ίσως πιο σημαντικό, διαφορές μεταξύ του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας τώρα και του αμερικανο-σοβιετικού Ψυχρού Πολέμου. Εκτός του ότι οι ιστορικές αναλογίες έχουν ιδιαίτερους περιορισμούς, είναι σίγουρο πως οι Κινέζοι ηγέτες έχουν δώσει μεγάλη σημασία στα αίτια της σοβιετικής κατάρρευσης και στη μελέτη του σοβιετικού «Μπρεσνιεφικού μοντέλου». Όμως, στα «μεν» υπάρχουν και τα «αλλά»… Πολλοί αναλυτές διαγιγνώσκουν πως το Πεκίνο, παρόλα αυτά, δείχνει να επαναλαμβάνει μερικά από τα πιο σημαντικά λάθη του σοβιετικού καθεστώτος, εκτιμώντας ότι αυτό σχετίζεται με κάτι πιο εγγενές με τη φύση του πράγματος!
Πάντως, τα ρίσκα μιας ταχείας εκτροπής των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, από τις συμβατικές πολιτικό-διπλωματικές σχέσεις σε ρήξη, με χαρακτηριστικά μετωπικής σύγκρουσης, είναι μεγάλα και για τις δύο πλευρές και σίγουρα θα συναρτηθούν με τα επιπλέον διεθνή ερείσματα και στηρίγματα τις κάθε πλευράς, και πριν από το κομβικό ζήτημα των στρατηγικών συμμαχιών.
ΧΒ