Με την κατάπαυση πυρός που αποφασίστηκε στη διάσκεψη του Βερολίνου τον φετινό Γενάρη να μην έχει εφαρμοστεί παρά μερικώς και για λίγα εικοσιτετράωρα, οι εξελίξεις στη Λιβύη συνεχίζουν να κινούνται σε πολεμικές τροχιές και αυτό παρά την υγειονομική κρίση και την εξάπλωση του κορονοϊού και στην πολύπαθη αυτή χώρα.
Όλο το προηγούμενο διάστημα οι συγκρούσεις επεκτείνονταν, όπως και οι εκατέρωθεν παραβιάσεις του εμπάργκο όπλων. Η Τουρκία συνέχιζε να στέλνει στη δοτή αλλά αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (ΚΕΣ) του Σαράτζ στρατιωτικούς συμβούλους και πολεμικό υλικό, από αντιαεροπορικούς πυραύλους έως τεθωρακισμένα, όπως αποκάλυψε (γιατί άραγε;) το BBC, ενώ δεν δίστασε σε μία περίπτωση και την άμεση εμπλοκή της στον πόλεμο. Από την άλλη, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) τροφοδοτούν διαρκώς με όπλα και κινέζικης κατασκευής drones τον Λιβυκό Εθνικό Στρατό (ΛΕΣ) του Χάφταρ που ελέγχει την Ανατολική Λιβύη.
Η Γαλλία, εμφανώς με την πλευρά Χάφταρ, μπλοκάρισε με τα πολεμικά της πλοία που συμμετέχουν στη ΝΑΤΟϊκή ναυτική δύναμη που επιχειρεί στην Ανατολική Μεσόγειο ένα δεύτερο τουρκικό πλοίο που μετέφερε επίσης βαρύ οπλισμό προς τον Σαράτζ.
Επίσης στις αρχές Απρίλη ενεργοποιήθηκε η αεροναυτική επιχείρηση «IRINI» της ΕΕ, για την επιτήρηση του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη. Επιχείρηση που θα γίνεται ανοιχτά της Λιβύης (πρακτικά νότια της Κρήτης) και η οποία σηματοδοτεί τη θέληση των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών να αποκτήσουν επιπλέον ρόλο στα τεκταινόμενα σε μια περιοχή άμεσου ενδιαφέροντος για τις ίδιες, ενώ επιμέρους στόχος είναι και το «συμμάζεμα» της Τουρκίας. Αυτή η τελευταία πλευρά, και πιο συγκεκριμένα η δυνατότητα που δίνεται στην ελληνική αστική τάξη να ακυρώσει στην πράξη την ισχύ του τουρκολιβυκού συμφώνου, ήταν που έκανε την Αθήνα να αποδεχτεί, προκειμένου να αρθεί το αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί στην ΕΕ για την έναρξη ή όχι της επιχείρησης, ότι η αποβίβαση όσων μεταναστών εντοπίζονται και διασώζονται από τα πλοία της επιχείρησης θα γίνεται σε ελληνικό λιμάνι.
Στις 4 του Απρίλη ο λεγόμενος Λιβυκός Εθνικός Στρατός (ΛΕΣ) του Χάφταρ ξεκίνησε μια νέα, μεγάλης κλίμακας επιχείρηση για την κατάληψη της πρωτεύουσας Τρίπολης, που δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και πιθανά έδωσε τη δυνατότητα στην πλευρά Σαράτζ να περάσει στην αντεπίθεση. Έτσι η ΚΕΣ κατέλαβε δύο σημαντικές πόλεις στα δυτικά παράλια της χώρας, που ελέγχονταν κυρίως από πολιτοφυλακές των Σαλαφιστών, συμμάχους του Χάφταρ από την αρχή της επιχείρησής του κατά της Τρίπολης τον Απρίλη του 2019. Οι επόμενες μέρες, μάλλον για να διασκεδαστεί η ήττα, σημαδεύτηκαν από τη ρίψη δεκάδων ρουκετών από τις δυνάμεις του Χάφταρ κατά της Τρίπολης.
Κανένας λοιπόν συμβιβασμός δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ακόμα και αν δεν μπορεί να αποκλειστεί ένας στο μέλλον, αυτός θα είναι πρόσκαιρος και πολύ εύθραυστος. Αυτό εξάγεται από το γεγονός πως οι δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από κάθε πλευρά -τουλάχιστον για την ώρα- επιθυμούν και θεωρούν πως μπορούν να πετύχουν τον έλεγχο όλης της Λιβύης. Επιπλέον η λιβυκή σύγκρουση έχει γίνει τμήμα της ευρύτερης διαπάλης που διεξάγεται ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις πρώτης και δεύτερης γραμμής και στην οποία μπλέκονται με διάφορες διασταυρώσεις οι αστικές τάξεις τις περιοχής με τους φόβους τους και τις φιλοδοξίες τους.
Έτσι ο κουρελής ιταλικός ιμπεριαλισμός, όχι χωρίς παλινωδίες, στηρίζει τον Σαράτζ για να προωθήσει τις οικονομικο-πολιτικές τους επιδιώξεις στη Λιβύη αλλά και για να έχει λόγο στο προσφυγικό ζήτημα που τόσο τον έχει ταλανίσει. Τον Σαράτζ στηρίζει και η τούρκικη αστική τάξη που με το τουρκολιβυκό σύμφωνο επιχείρησε να διευρύνει τη διαπραγματευτική της ατζέντα τόσο προς τις ΗΠΑ (και την κρίση των αναμεταξύ τους στρατηγικών σχέσεων) όσο και προς τη Ρωσία (με την οποία διατηρεί τακτική συμμαχία). Ενώ προσπάθησε να βραχυκυκλώσει και την απειλή αποκλεισμού της από την ενεργειακή μοιρασιά της Μεσογείου. Απειλή που κραδαίνουν οι ΗΠΑ με στόχο να σταματήσει τις παρεκκλίσεις της προς Ρωσία και την οποία χρησιμοποιεί η ελληνική αστική τάξη στον αντιδραστικό ανταγωνισμό της με την τουρκική. Βέβαια αυτή η έντονα τυχοδιωκτική πολιτική της έφερε πολύ γρήγορα την Τουρκία αντιμέτωπη με την απαίτηση όλων σχεδόν των ιμπεριαλιστικών παραγόντων να «μαζευτεί» αλλά και με τις ίδιες τις πραγματικές δυνατότητές της, δυναμώνοντας τα αδιέξοδά της και σ’ άλλα πεδία (Συρία).
Πίσω από τον Χάφταρ, βρίσκεται η Ρωσία και η Γαλλία που επιχειρούν η κάθε μια από την πλευρά της να κατοχυρώσουν έναν αναβαθμισμένο ιμπεριαλιστικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Από πίσω η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που εκτός των άλλων η εμπλοκή τους στη λιβυκή σύγκρουση αποτελεί προέκταση της διαμάχης με την Τουρκία για τον έλεγχο του «σουνιτικού κόσμου».
Ενώ το Βερολίνο, ο κουτσός γερμανικός ιμπεριαλισμός, συνεχίζει να επενδύει στις «ειρηνευτικές διαδικασίες», στερούμενος άλλα μέσα προώθησης των ιμπεριαλιστικών του βλέψεων.
«Τέλος», η διφορούμενη στάση των ΗΠΑ, που ενώ τυπικά στηρίζουν την κυβέρνηση Σαράτζ, φαίνεται ουσιαστικά να μην έχουν ακόμα διαλέξει «αντιπρόσωπο» στη λιβυκή σύγκρουση, σπρώχνει μάλλον όλους τους υπόλοιπους προς την εκμετάλλευση του «κενού» αυτού με σκοπό την κατοχύρωση και διεύρυνση θέσεων και ρόλων. Βέβαια μια «καθαρή» επιλογή από πλευράς ΗΠΑ δύσκολα θα λειτουργήσει «καταπραϋντικά». Αντίθετα, θα δράσει καταλυτικά και προς την κατεύθυνση της έντασης, ώστε να ανατραπούν οι ως τώρα διαμορφούμενοι συσχετισμοί υπέρ των αμερικάνικων συμφερόντων και σχεδιασμών.