Το θανατηφόρο πέρασμα της πανδημίας του Covid19 φέρνει μαζί του κρίση, φτώχεια, ανεργία, εξαθλίωση κι ένα νέο κύμα αντεργατικής βαρβαρότητας. Το κεφάλαιο ήδη από την πρώτη μέρα ξεκίνησε αγώνα δρόμου μεταφοράς των συνεπειών της κρίσης στις πλάτες του λαού και της νεολαίας. Σ’ αυτή του την προσπάθεια αξιοποιεί κάθε μέσο που έχει στα χέρια του, ανασύρει εργαλεία από το «συρτάρι», ενώ επινοεί και νέα πιο αποτελεσματικά.
Η υπάρχουσα κατάσταση στους εργασιακούς χώρους και το προχώρημα της επίθεσης τα προηγούμενα χρόνια βάζουν τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις. Η νέα βαθιά κρίση που βρίσκεται μπροστά, έρχεται να προστεθεί σε μια μακρά περίοδο μνημονίων με δεκάδες αντεργατικά μέτρα. Χτύπησαν μισθούς, συντάξεις, μεροκάματα. Κατάφεραν να τσακίσουν το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά γενικεύοντας τις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Απελευθέρωσαν την εργοδοτική ασυδοσία και τρομοκρατία. Δημιούργησαν ένα ιδιαίτερα ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο πασχίζουν ν’ ανανεώνουν συνεχώς αξιοποιώντας τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης μέσα στους εργασιακούς χώρους. Μ’ αυτό το πλαίσιο νομιμοποιούν την καθημερινή εργασιακή βαρβαρότητα που κυριαρχεί, πιέζουν συνεχώς την κατάσταση σε όλο και πιο αντιδραστικές εξελίξεις, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν αντεργατικά δεδομένα τα οποία μπορούν να αξιοποιούν ανά πάσα στιγμή και για πάσα χρήση.
Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ). Ο «αναπτυξιακός» νόμος που ψηφίστηκε το περασμένο φθινόπωρο προέβλεπε σημαντικές αλλαγές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και ταυτόχρονα σειρά εξαιρέσεων σε «ειδικές» περιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα, θεσπίστηκαν ρήτρες απόκλισης και εξαίρεσης από την ισχύ των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν «σοβαρά οικονομικά προβλήματα». Αρμόδιος για την αξιολόγηση των κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία θα πραγματοποιούνται οι εξαιρέσεις είναι ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας. Την ίδια στιγμή χτύπησε το δικαίωμα για μονομερή προσφυγή στον ΟΜΕΔ, αυστηροποιώντας τις προϋποθέσεις προσφυγής στη διαιτησία, οι αποφάσεις της οποίας επίσης αξιολογούνται με βάση τις «αντοχές της οικονομίας». Είναι πλέον γεγονός ότι, με βάση τον «αναπτυξιακό» νόμο, ολόκληρες περιοχές μπορούν να χαρακτηρίζονται Ειδικές Οικονομικές Ζώνες σε «έκτακτες» ή «ειδικές» περιπτώσεις, στις οποίες θα μπορούν να εφαρμόζονται «έκτακτα» και «ειδικά» μέτρα.
Ο ίδιος ο υπουργός Γ. Βρούτσης είχε τονίσει την περίοδο της ψήφισης του νόμου: «Η αλλαγή είναι ότι στις κλαδικές συμβάσεις εισάγουμε ένα νέο εργαλείο. Αν και εφόσον συμφωνήσουν εργοδότες και εργαζόμενοι, μπορούν να συναποφασίσουν ότι μόνο για μια περιοχή επιχειρήσεων, που βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής, να εξαιρούνται από το μισθολόγιο της κλαδικής.[ …]Υπάρχουν επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκουν συνεννόηση εργαζομένων και εργοδοτών επειδή δεν θέλουν να κλείσει το εργοστάσιο».
Η περίοδος που διανύουμε αλλά κι αυτή που ξανοίγεται μπροστά μας βρίθει από «ειδικές» και «έκτακτες» συνθήκες. Η κυβέρνηση και το κεφάλαιο, γι’ άλλη μια φορά, προωθούν την πανδημία σαν μια νέα φυσική καταστροφή στην οποία όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι. Είναι σίγουρο πως θα θελήσουν να χρησιμοποιήσουν όλο το αντεργατικό οπλοστάσιο που έχουν δημιουργήσει για να μεταφέρουν το κόστος στις πλάτες των εργαζομένων. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο άλλωστε διαμόρφωσαν ένα τέτοιο πλαίσιο. Μόνο οι εργαζόμενοι μέσα από τις δικές τους δυνάμεις μπορούν να βάλουν φρένο στη βάρβαρη επίθεση.