Η πανδημία του κορωνοϊού προκάλεσε, όπως συμβαίνει και σε πολλούς άλλους τομείς, φαινόμενα κρίσης στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες και ιδιαίτερη αναστάτωση στις αγορές πετρελαίου. Ωστόσο, στην περίπτωση του πετρελαίου, η κρίση αυτή εμπεριέχει και μια σειρά από γεωπολιτικές περιπλοκές.
Στις αρχές της χρονιάς, η Κίνα, η μεγαλύτερη αγορά για το πετρέλαιο όλου το κόσμου, έκλεισε δραστικά, τη στιγμή που αναμενόταν αύξηση. Η παγκόσμια ζήτηση πέφτει στην πρωτοφανή ποσότητα των έξι εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως στο πρώτο τρίμηνο του 2020. Και έπεται ανάλογη συνέχεια και στο επόμενο τρίμηνο!
Η παγκόσμια αγορά υδρογονανθράκων (το 60% της παγκόσμιας ενέργειας), καταγράφει ιστορικό προηγούμενο, σε ό,τι αφορά τον ρυθμό κατάρρευσης των τιμών τους. Η σημερινή κρίση θα θεωρούνταν αδιανόητη πριν λίγους μήνες. Ο πόλεμος τιμών, με τις παραγωγούς χώρες να επιδιώκουν να διατηρήσουν το μερίδιό τους, σε μια ολοένα και πιο συρρικνωμένη αγορά, ενσωματώνεται στη γενικότερη κρίση της πανδημίας του καινοφανούς ιού, ορίζοντας, με ένα τρόπο, και τη χειρότερη ύφεση του τελευταίου μισού αιώνα.
Πριν λίγες μέρες, έγινε προσπάθεια ανάκαμψης. Ήταν η ανακοίνωση της Κίνας ότι θα ενισχύσει τα στρατηγικά της αποθέματα και οι δηλώσεις Τραμπ για επικείμενη συμφωνία Ρωσίας-Σαουδικής Αραβίας. Ο Αμερικανός πρόεδρος (το πιο γρήγορο Twitter), σε ανάρτησή του, είχε γράψει: «Μόλις συνομίλησα με τον φίλο μου Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος συνομίλησε με τον πρόεδρο της Ρωσίας, Πούτιν και αναμένω και ελπίζω ότι θα μειώσουν (την παραγωγή πετρελαίου) περίπου κατά 10 εκ. βαρέλια και ίσως πολύ περισσότερα». Στον απόηχο αυτών των ειδήσεων, οι τιμές του πετρελαίου αρχικά «τσίμπησαν». Στη συνέχεια, όμως, ο εκπρόσωπος Τύπου του Ρώσου προέδρου, Πεσκόφ, διέψευσε ότι ο Πούτιν είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Σαλμάν γι’ αυτό το θέμα και έτσι το ναυάγιο του αναμενόμενου deal πυροδότησε νέο κύκλο πιέσεων.
Μια μείωση της ημερήσιας παραγωγής (της τάξης των 10 με 15 εκατ. βαρέλια) προϋποθέτει τη συμμετοχή και άλλων χωρών, εκτός OPEC, την λεγόμενη ομάδα OPEC+.
Αρχικά, είχε αποφασιστεί ανοιχτή σύσκεψη (όχι μόνο για τα μέλη του OPEC και τους συμμάχους του) στις 6 Απριλίου, για να συζητηθεί το θέμα της περικοπής της παραγωγής, αλλά στη συνέχεια αποφασίστηκε μετάθεση της ημερομηνίας προκειμένου να υπάρξει περισσότερος χρόνος για συζητήσεις μεταξύ των πλευρών. Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο ποιος θα συμμετέχει και αν θα παραστούν και οι ΗΠΑ. Ωστόσο, η Σαουδική Αραβία έχει ξεκαθαρίσει ότι θα μειώσει την παραγωγή της, μόνο εάν και οι υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, μοιραστούν μέρος του βάρους. Ο Λευκός Οίκος, ωστόσο, δεν ανάλαβε καμιά δέσμευση.
Ειδικοί της αγοράς, όπως ο επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, Birol, δηλώνουν πως ακόμη και αν επιτευχθεί μια περικοπή της παραγωγής έως και 10 εκατ. βαρέλια ημερησίως, που θα συζητήσει ο OPEC και οι υπόλοιποι, δεν σώζεται η κατάσταση, αφού στο ερχόμενο τρίμηνο θα προστεθούν στην αγορά 15 εκατ. βαρέλια, αν και η ζήτηση τείνει να μειωθεί περισσότερο.
Η εμφάνιση μιας «νέας τάξης» στη διαχείριση της παραγωγής πετρελαίου, με τον OPEC+, ξεκινά το 2016. Ήταν μια συμφωνία μεταξύ των 11 μελών του OPEC και δέκα χωρών εκτός OPEC, που αποσκοπούσε στη μείωση της παραγωγής, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η τιμή του. Ο OPEC +, αποκαλούμενος και «Συμμαχία της Βιέννης», από τον τόπο της δημιουργίας του, ήταν πρωτοβουλία Σαουδαράβων και Ρωσίας που προωθούσαν (αν και μέχρι τότε μακροχρόνιοι ανταγωνιστές) τη νέα συνεργασία στη βάση του αμοιβαίου οφέλους: Για τη Ρωσία, ήταν ένα άνοιγμα και οικοδόμηση δεσμών με έναν από τους σημαντικότερους συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και προσπάθεια έλκυσης σαουδαραβικών επενδύσεων. Για τη Σαουδική Αραβία, ήταν ένας τρόπος να αντισταθμίσει τη σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να κερδίσει κάποια στήριξη στην αντιπαράθεσή της με το Ιράν.
Ωστόσο, στη διάρκεια της πρώτης φάσης της κρίσης του κορωνοϊού, δηλαδή τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, σπάει εκ των πραγμάτων αυτή η συμμαχία. Σήμερα βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή οι διαπραγματεύσεις Ρωσίας-Σαουδικής Αραβίας για την επίτευξη νέας συμφωνίας ελέγχου της προσφοράς και κατ’ επέκταση της τιμής του πετρελαίου. Το γεγονός, ωστόσο, πως Μόσχα και Ριάντ έχουν εμπλακεί σε ένα δημόσιο «παιχνίδι αλληλοκατηγοριών» ( blame game), για την κατάρρευση της προγενέστερης συμφωνίας OPEC+, όπως και οι πρόσφατες δηλώσεις και από τις δύο πλευρές, δείχνουν να απομακρύνουν το ενδεχόμενο ενός νέου συμβιβασμού.
Από τη μεριά των ΗΠΑ, ο Τραμπ κάλεσε τον Πούτιν, για να συζητήσουν για το τι μπορεί να γίνει, ώστε να αποτραπεί αυτό που αργότερα αποκάλεσε «αμοιβαία βλαβερή» πτώση των τιμών. Είναι, ίσως, και το γεγονός πως από την αρχή της φετινής χρονιάς, η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ έφτασε στο υψηλότερο επίπεδό της. Υπολογίζεται ότι ξεπέρασε τα 13 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, σημαντικά περισσότερο από τους άλλους κορυφαίους παγκόσμιους παραγωγούς, τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία. Στην περίπτωση, λοιπόν, που Σαουδική Αραβία και Ρωσία δεν μειώσουν γρήγορα την παραγωγή πετρελαίου (και μάλλον δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο), ο πρόεδρος των ΗΠΑ απειλεί με το ενδεχόμενο επιβολής δασμών στις εισαγωγές πετρελαίου και τη λήψη και άλλων μέτρων, προκειμένου να προστατέψει αμερικανικές θέσεις εργασίας από την κατάρρευση των τιμών του «μαύρου χρυσού». Η επιβολή δασμών αναμφίβολα δημιουργεί ρήγμα μεταξύ της Ουάσινγκτον και του βασικού της συμμάχου στη Μέση Ανατολή.
Το προηγούμενα, ως ειδικές επιπτώσεις από την εκρηκτική εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού και η συμβολή τους στην κατάρρευση της συμφωνίας του OPEC+ για τον έλεγχο της παραγωγής πετρελαίου, δείχνουν να προσθέτουν ένα ακόμη επίπεδο πολυπλοκότητας σε μια ήδη ρευστή γεωπολιτική κατάσταση. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις κινήσεις και τις αμφιλεγόμενες, μεταξύ άλλων, σημερινές διεθνείς σχέσεις των ΗΠΑ.
Παίρνοντας υπόψη τη φύση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και, σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, την πιθανή κλιμάκωση της όξυνσης της τρέχουσας κατάστασης, με τις γεωπολιτικές διαμάχες που ήδη προκαλεί, ενδεχομένως να κριθεί από τις ΗΠΑ, ότι τους παρουσιάζονται μοναδικές προκλήσεις (πέρα από τον ενεργειακό τομέα), ώστε να ωθηθούν σε ακόμα πιο ριψοκίνδυνες κινήσεις.
Χ.Β.