Μετά τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης της ΝΔ για τις οικονομικές ενισχύσεις προς την κοινωνία για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης από την πανδημία του κορωνοϊού, ήρθε η σειρά του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει στη δημοσιότητα το δικό του πακέτο μέτρων, το οποίο είναι ύψους 26 δις και ζητάει από την κυβέρνηση να το εφαρμόσει για αποτελεσματική αντιμετώπιση των κρισιακών φαινομένων που εξελίσσονται σήμερα και θα οξυνθούν το επόμενο διάστημα. Είναι ένα σχέδιο με τον τίτλο «Μένουμε όρθιοι», κοστολογημένο και υπεύθυνα διαρθρωμένο, όπως αρμόζει σε έναν στυλοβάτη του συστήματος.
Με αφορμή την έξαρση της πανδημίας του κορωνοϊού, ιδιαίτερα σε Ευρώπη και ΗΠΑ, και τη λειτουργία του ως καταλύτη που ενεργοποίησε ακόμη περισσότερο τα φαινόμενα στασιμότητας και ύφεσης στην οικονομία του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος που προϋπήρχαν και τα μετέτρεψε σε οξυμένη οικονομική κρίση, πολλοί είδαν τις κρατικές παρεμβάσεις στα συστήματα περίθαλψης και τις οικονομικές ενισχύσεις σαν ευκαιρία να ξαναζεστάνουν τις θεωρήσεις περί επιστροφής του «κοινωνικού κράτους» και του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία, απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό. Ταυτόχρονα, θεωρούν ότι αποτελεί μια πολιτική ευκαιρία για τη σοσιαλδημοκρατία να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη νέα περίοδο. Ανάμεσά τους και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που πιστεύει ότι ήρθε ξανά η ώρα της και σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώνει και τις ανάλογες προτάσεις. Η βάση του πακέτου των μέτρων που προτείνει ο Αλ. Τσίπρας προς την κυβέρνηση αλλά κυρίως προς τη ντόπια κεφαλαιοκρατία στηρίζεται στην κατεύθυνση «της διεκδίκησης ριζοσπαστικών παρεμβάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο». Αυτές οι «ριζοσπαστικές παρεμβάσεις» έχουν να κάνουν με «παρέκκλιση από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και των κρατικών ενισχύσεων», έτσι ώστε να διαμορφωθούν οι συνθήκες για «ένα σχέδιο αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας του χρέους» στα πλαίσια της ΕΕ και για κάθε χώρα ξεχωριστά. Στα πλαίσια αυτής της κατεύθυνσης βρίσκονται και οι προτάσεις Τσίπρα για ένα «Ευρωπαϊκό προοδευτικό New Deal με την έκδοση ενός ευρωομολόγου είτε με την Γερμανία, είτε χωρίς αυτή» με την έκδοση ενός μεγάλου ομολόγου από τον ΕΜΣ (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας). Ξανά, λοιπόν, εμφανίζονται οι προτάσεις ορθολογισμού και εξανθρωπισμού του συστήματος σε ευρωπαϊκό και τοπικό επίπεδο, ξανά οι «ριζοσπαστικές» προτάσεις για εκδημοκρατισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ξανά οι προτάσεις κρατικού παρεμβατισμού. Σαν να μην πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια από τη διατύπωση αυτών των προτάσεων και σαν να μην πέρασε ούτε ένας χρόνος από μία πενταετή διακυβέρνηση που κινήθηκε μέσα στις «ράγες» των μνημονίων και της αντεργατικής-αντιλαϊκής πολιτικής σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανόμενης και της περίθαλψης.
Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ότι τούτο εδώ το σχέδιο που παρουσιάζει είναι πιο υπεύθυνο -για το σύστημα- από το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», παίρνει πολύ σοβαρά το ζήτημα της επιτροπείας των δημοσιονομικών μέτρων από ΕΕ-ΕΚΤ και έτσι δεν θίγονται οι πληρωμές των δανειστών, από το «μαξιλάρι» των αντιλαϊκών πλεονασμάτων. Ο «ριζοσπαστισμός» του εξαντλείται σε μία εξισορρόπηση των ενισχύσεων που απευθύνονται σε εργαζόμενους, μικρομεσαίους και στο σύστημα περίθαλψης, κόστους 14 δις, και των μέτρων ενίσχυσης των επιχειρήσεων, ύψους 12 δις, μέσα από ένα σύστημα εγγυήσεων χρηματοδότησης κράτους και ΕΚΤ. Ταυτόχρονα, επαναφέρει τον κρατικό παρεμβατισμό στην καπιταλιστική οικονομία, με τη συμμετοχή του κράτους στις προβληματικές επιχειρήσεις που θα δημιουργηθούν από την οικονομική κρίση, με συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο, ακόμα και με «εθνικοποιήσεις» με αποζημίωση των παλαιών μετόχων «κατά ανάγκη μειωμένης αξίας». Το σχέδιο διάσωσης των μεγάλων επιχειρήσεων που θα κινδυνεύσουν με κατάρρευση αποτελεί επανάληψη της πολιτική ΠΑΣΟΚ των αρχών της δεκαετίας του 1980, που αφού με τα λεφτά του λαού διέσωσαν μία σειρά μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, στη συνέχεια τις απέδωσαν στους «νόμιμους» ιδιοκτήτες τους.
Η σημερινή στάση του ΣΥΡΙΖΑ, της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας γενικότερα αλλά και των διάφορων ρεφορμιστικών ρευμάτων στην Αριστερά -χωρίς όμως να υπάρχει και απόλυτη ενοποίηση-, αποτελεί μία διαφυγή στο παρελθόν, σε μοντέλα και πολιτικές που αντιστοιχούσαν σε άλλες αναγκαιότητες και προτεραιότητες του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ανασύρουν παλιές συνταγές για την αντιμετώπιση σημερινών ζητημάτων, οικονομικών και πολιτικών, που διαμορφώνονται σε ένα τοπίο που καθορίζεται από την ολομέτωπη επίθεση του συστήματος στην εργατική τάξη και τους λαούς, από την παρόξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και τον δυσμενή πολιτικό-ταξικό συσχετισμό για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Για όλες αυτές τις δυνάμεις, τόσο της σοσιαλδημοκρατίας όσο και του ρεφορμισμού, η επιλογή είτε να αποτελέσουν στυλοβάτες του συστήματος είτε συμβουλάτορες ορθολογικής διαχείρισής του, τελικά αποτελεί τον μοναδικό μονόδρομο που μπορούν να βαδίσουν. Δεν περνάει καν από το μυαλό τους η διαμόρφωση όρων ανάπτυξης εργατικού-λαϊκού κινήματος σε κατεύθυνση αναμέτρησης με τις δυνάμεις του συστήματος και μάλιστα σε μία περίοδο όπου η κρίση του δημιουργεί αντικειμενικά τους όρους για κάτι τέτοιο. Για αυτό τον λόγο, οι «κινηματικές» τους προτάσεις σαν βασικό περιεχόμενο έχουν τον κάθε είδους εθελοντισμό, κυρίως προς τον κρατικό μηχανισμό, για να συμβάλουν στην κάλυψη των τεράστιων κενών που παρουσιάζει, ιδιαίτερα σήμερα, στον τομέα της πρόληψης και της περίθαλψης.
Είναι φανερό ότι το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ «μένουμε όρθιοι» δεν μπορεί να αποτελέσει πλαίσιο διεκδίκησης για τους εργαζόμενους και τον λαό απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και το σύστημα γενικότερα, ούτε βέβαια οι συντάκτες του είχαν κάποια τέτοια πρόθεση. Μπορεί, όμως, να δημιουργήσει νέες αυταπάτες και αποπροσανατολισμούς και να καθηλώσει ένα σημαντικό δυναμικό σε ανακύκλωση νέων αδιεξόδων και σαν τέτοιο πρέπει να αποκαλυφθεί.